
Στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας οι μαθητές του Β1 μελέτησαν απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της». Με αφορμή τον τίτλο του μυθιστορήματος τους ζητήθηκε να γράψουν μια δική τους ιστορία στην οποία κλήθηκαν να συνδέσουν τις δύο λέξεις με ένα νέο τρόπο. Η οδηγία που τους δόθηκε ήταν: «Αφήστε τη φαντασία σας να σας οδηγήσει ή συνδυάστε τη λογική με τη φαντασία και επινοήστε τη δική σας ιστορία!». Ακολουθούν κάποιες από τις ιστορίες που προέκυψαν.
«Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της»
Μια φορά και έναν καιρό, στη Γερμανία ζούσε ένα κοριτσάκι, η Κωνσταντίνα. Έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι μαζί με την οικογένειά της. Τριγύρω δεν υπήρχαν σπίτια, μονάχα μια μικρή αποθήκη δίπλα από το σπίτι της. Μια μέρα το μικρό κορίτσι πήγε προς την αποθήκη, τότε έγινε κάτι απίθανο! Μόλις μπήκε μέσα, η πόρτα έκλεισε και πετάχτηκαν πολλές αράχνες πάνω της. Εκείνη φοβήθηκε πολύ και έβαλε τα κλάματα. Τότε μια από αυτές, την πλησίασε και με ένα μαγικό τρόπο τη ρώτησε:
- Κοριτσάκι, γιατί κλαις;
Η Κωνσταντίνα αναρωτήθηκε από πού ακούστηκε η φωνή, αλλά μετά είδε την αράχνη πάνω της και της απάντησε:
-Πως γίνεται και μιλάς;
Τότε η αράχνη της διηγήθηκε την ιστορία της.
- Δεν είμαι όποια και όποια αράχνη. Πριν λίγο καιρό βρεθήκαμε στο σπίτι ενός άντρα που μετά καταλάβαμε πως ήταν μάγος. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν διάφορα γυάλινα δοχεία. Πήγαμε να μπούμε σε ένα και από τότε αρχίσαμε να μιλάμε.
Το μικρό κορίτσι ησύχασε, αφότου άκουσε την ιστορία των αραχνών. Ύστερα της ζήτησαν να τους δώσει λίγο φαγητό, επειδή τόσο καιρό ψάχνουν αλλά δε βρίσκουν. Η Κωνσταντίνα δέχτηκε και πήγε να τους φέρει. Στο δρόμο όμως για το σπίτι, εμφανίστηκε μια τεράστια αρκούδα. Άρχισε να φωνάζει δυνατά βοήθεια, όμως κανείς δεν την άκουγε. Όταν ξαφνικά εμφανίστηκαν όλες οι αράχνες. Αυτή τρόμαξε και έφυγε. Η Κωνσταντίνα θέλησε να ευχαριστήσει τα μαγικά έντομα και τους κέρασε πολλά φαγητά. Μετά το γεύμα οι αράχνες την αποχαιρέτησαν και πήραν το δρόμο προς το δάσος.
Γκουντέλιας Τάσος, Β1
«Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της»
Η Κωνσταντίνα, ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, γύρισε σπίτι μετά από μια πολύ κουραστική μέρα. Το πρωί είχε καεί, σχολείο και μετά κατευθείαν φροντιστήριο. Ούτε να φάει δεν πρόλαβε. Μπήκε για μπάνιο να χαλαρώσει. Όταν βγήκε, φόρεσε τις πιτζάμες της και κάθισε να διαβάσει. Έπρεπε να μελετήσει για το διαγώνισμα ιστορίας της επόμενης μέρας. Παρόλο που η μαμά της την είχε συμβουλέψει να μην το αφήσει για τελευταία στιγμή, εκείνη το έκανε.
Όταν επιτέλους τελείωσε, είχε περάσει η μέρα. Μεσάνυχτα! Τα μάτια του κοριτσιού είχαν πρηστεί από την προσπάθειά τους να παραμείνουν ανοιχτά. Ζαλισμένη από τις πολλές πληροφορίες έπεσε στο μαλακό κρεβάτι ελπίζοντας να μην χρειαστεί να σηκωθεί. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στριφογύριζε. Άρχισε να διψάει. Λες και ο λάρυγγας της είχε αντικατασταθεί από μια έρημο. Σηκώθηκε με σκοπό να πάει στην κουζίνα να πιει νερό. Μέσα στο σκοτάδι παραλίγο να παραπατήσει.
Έβαλε το χέρι της στο πόμολο, το πίεσε και άνοιξε την πόρτα. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Βρισκόταν σε έναν τόπο που δεν είχε ξαναδεί. Απόμακρος. Την χτύπησε ένα χλιαρό αεράκι. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή που την έκανε να αναπηδήσει. Γύρισε να δει ποιος της απηύθυνε τον λόγο. Πάγωσε. Μια γιγάντια αράχνη με τρίχες στα πόδια! «Τι γυρεύεις εσύ εδώ;» της είπε με μια βροντερή φωνή. Σάστισε, δεν ήξερε τι να απαντήσει. Μέχρι εκείνη την ώρα είχε σκοτάδι και ήταν όλα μαύρα. Όμως ξαφνικά ο ουρανός πήρε ένα ροζ χρώμα.
Η ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΑ κοίταξε γύρω της. Έβλεπε παντού σπίτια από ιστούς και μέσα από αυτά να βγαίνουν μικρές αράχνες με σακίδια. Από κάπου ερχόταν μια μυρωδιά τόσο όμορφη που το κορίτσι δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί! Την ακολούθησε…οδηγώντας την σε ένα καλυβάκι. Χτύπησε ευγενικά την πόρτα ελπίζοντας όποιος βρίσκεται μέσα να της δώσει λίγο φαγητό.
Η πόρτα άνοιξε με έναν δυνατό κρότο. Η κοπέλα επέστρεψε στην πραγματικότητα. Άνοιξε τα μάτια της και αντί να δει κάποια αράχνη, είδε τη μητέρα της να στέκεται αγουροξυπνημένη και σαστισμένη. Συνειδητοποίησε ότι υπνοβατούσε. Εξήγησε τα πάντα στη μαμά της και ξανά έπεσε για ύπνο ελπίζοντας να κοιμηθεί όντως αυτή τη φορά.
Σταυρούλα Ευστρατίου, Β1
«Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της»
Εάν ποτέ σας πουν ότι δεν υπάρχουν τεράστιες αράχνες, διηθηθείτε τους αυτή την ιστορία και σίγουρα θα αλλάξουν γνώμη.
Όταν ήμουν μικρός, είχα μια συμμαθήτρια που την έλεγαν Κωνσταντίνα. Είχε γεννηθεί στη Βουλγαρία και είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα λόγω οικονομικών προβλημάτων. Όμως, περνούσε δύσκολα. Ο πατέρας της ήταν άνεργος και ο μισθός της μητέρας της δεν επαρκούσε. Έτσι, αυτή και η οικογένειά της έφυγαν για την Αυστραλία, ελπίζοντας για μια καλύτερη ζωή. Και έτσι έγινε. Η οικογένεια βρήκε τα πατήματά της και ισορρόπησε. Ένα Σάββατο, η Κωνσταντίνα ζήτησε από τους γονείς της να πάνε στον ζωολογικό κήπο. Συμφώνησαν και, αφού τελείωσαν τις υποχρεώσεις τους, κατευθύνθηκαν προς τα εκεί. Επισκέφθηκαν όλων των ειδών τα ζώα και η Κωνσταντίνα ήταν ενθουσιασμένη, όμως ένα ζώο της έκανε περισσότερη εντύπωση, οι αράχνες. Τα διαφορετικά χρώματά τους αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές πτυχές των ανθρώπων. Άλλες δηλητηριώδεις και άλλες αθώες που όμως η καθεμιά κρύβει μέσα της τον δικό της κίνδυνο. Άλλες μεγάλες και άλλες μικρές που όμως παραμένουν ενωμένες και δεν χωρίζονται σε ομάδες ανάλογα με τη σωματική τους δύναμη. Έτσι έβλεπε η Κωνσταντίνα τις αράχνες και όχι όπως τις βλέπουμε εμείς, αηδιαστικές και τρομακτικές.
Ήξερε όμως ότι δεν θα μπορούσε να τις έχει για κατοικίδιο, αφού οι γονείς της δεν θα της το επέτρεπαν. Έτσι είχε μια ιδέα. Κάθε απόγευμα, θα πήγαινε με τις φίλες της στον ζωολογικό κήπο και θα μπορούσε να βλέπει τις αράχνες όσο θέλει. Τα κατάφερε τελικά ώσπου οι αράχνες την αγάπησαν και κατάλαβε ότι δεν είναι τόσο επικίνδυνες, όσο περίμενε. Όλο και πιο πολύς κόσμος επισκεπτόταν τον ζωολογικό κήπο και, βλέποντας την Κωνσταντίνα να παίζει με τις αράχνες, ξεπερνούσε τους φόβους του και ερχόταν όλο και πιο κοντά στη φύση.
Αυτό το θέμα, έγινε παγκοσμίως γνωστό και οι άνθρωποι πλέον δεν είχαν θέμα με τα έντομα και τα ερπετά.
Πιστεύω πως η Κωνσταντίνα είναι μία από τις σημαντικότερες κοπέλες που προσπάθησαν να ενώσουν τη φύση με τους ανθρώπους και χαίρομαι που κάποια στιγμή ήμασταν στο ίδιο τμήμα.
Παναγιώτης Κάιας, Β1