Το δικό μου τέλος για το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Το Μοιρολόγι της Φώκιας»

550_334_138084

Εργασία δημιουργικής γραφής στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (διδάσκουσα κ. Καλλιόπη Καλποδήμου)

Από τον μαθητή της Β Λυκείου Γιώργο Δημόπουλο

Η γραία σαν έφτασε στο σπίτι, αισθάνθηκε τον πανικό που διέτρεχε την ατμόσφαιρα. Σαν κάνει να μπει μέσα, την προλαβαίνει η κόρη της και ξεφωνίζει τα νέα. Η γριά Λούκαινα σάστισε, δεν το περίμενε. Μετά από τη θύμηση των συμβάντων, των των αδικοχαμένων παιδιών της, ήρθε κι έδεσε. Είναι σημάδι απ” το Θεό, δεν είναι ακόμα μια σύμπτωση! Όλες αυτές οι αναλαμπές έδωσαν το νόημά τους, Θάνατος. Θάνατος αυτών που αγαπά και Θάνατος σε αυτούς που θα αγαπήσει. Η γραία ένιωσε σύγκρυο σε όλο της το σώμα και χάνοντας τις αισθήσεις της έπεσε κάτω. Ξύπνησε και βρέθηκε κάπου διαφορετικά, κάπου που ένιωθε οικεία, αλλά δεν είχε ξαναπάει ποτέ. Ένιωθε ζεστό αέρα να τη διαπερνά και μύριζε γαλατόπιτα, αυτή τη μυρωδιά που έχει συνδυάσει με τη μάνα της, όταν την έφτιαχνε στο σπίτι. Μπορούσε να δει το παλιό της σπίτι, ακόμα και το χαμόγελο της μάνας της, αλλά σαν άλλαζε ματιά έβλεπε το απόλυτο κενό. Αυτό που αισθανόταν ήταν ευχάριστο, αλλά το ένστικτό της την ξύπνησε. «Δεν πρέπει να πεθάνω, πρέπει να γυρίσω πίσω, πρέπει, να φροντίσω την κόρη μου». Κρύος ιδρώτας έλουσε το σώμα της και αμέσως προσπάθησε να τρέξει. «Γιαγιά, στάσου! Μη φεύγεις!» Η γραία ξαφνιάστηκε, σταμάτησε απότομα ακούγοντας τη φωνή της αγαπημένης της εγγονής. Γύρισε και την είδε, ήταν αυτή και την κοίταζε. Χωρίς να το σκεφτεί, έτρεξε και την πήρε αγκαλιά τόσο σφιχτά που ένιωθε να την πνίγει! «Ευτυχώς είσαι καλά» της είπε και τη φίλαγε στο μέτωπο. «Γιαγιά πάμε..» «Πού;» ρώτησε εκείνη. «Θα μας οδηγήσει η φωτιά» απάντησε η Ακριβούλα. «Έλα, θα πάμε να δούμε τα παιδιά σου, οι θείες μου και οι θείοι μου μας περιμένουν». Η γριά Λούκαινα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της κοιτώντας την Ακριβούλα, χωρίς να καταλαβαίνει. «Έλα γιαγιά πάμε, μας περιμένουν». Και τότε ο κόσμος μπροστά της άνοιξε και ξεθώριασε. Μια απέραντη θάλασσα, λουσμένη απ” το φεγγαρόφωτο ξεχύθηκε μπροστά της. Ήταν εκεί, όντως ήταν εκεί. Η φώκια τις περίμενε και με ένα γδούπο, χάθηκε πάλι μες στη θάλασσα. Η γριά Λούκαινα ένιωσε το κρύο χέρι της εγγονής της και της αφέθηκε άφωνη. Δεν ήξερε πού πήγαιναν ούτε και θα μάθαινε ποτέ, απλώς βυθιζόταν στην απέραντη θάλασσα, βυθιζόταν στο δικό της άγνωστο. Όπως στη ζωή της, έτσι και στη θάλασσα, απλώς βυθιζόταν, χωρίς να αντισταθεί, χωρίς να αντιμιλήσει. Και έτσι ετελείωσε η ιστορία της.

Σχολιάστε

Top