Ένας λόγος περί φιλαναγνωσίας

ΒΙΒΛΙΟ5

«Όταν είχα χρήματα, αγόραζα βιβλία. Αν περίσσευαν χρήματα, αγόραζα φαγητό»

Έρασμος

ΑΝΑΓΝΩΘΙ, ΤΕΚΝΟΝ!!!

Ένας λόγος περί φιλαναγνωσίας

Ο μικρός Λέο απεχθανόταν τα βιβλία. Ζούσε όμως σε ένα άντρο φιλαναγνωσίας. Οι γονείς του έντυναν τους τοίχους με την πιο ζωντανή «ταπετσαρία» από χιλιάδες τίτλους βιβλίων.  Ο μικρός Λέο ασφυκτιούσε ανάμεσα στα νεκρά , όπως νόμιζε, χάρτινα σώματα και στους αφόρητους ψιθύρους από χιλιάδες άγνωστες λέξεις και ονόματα. Οι γονείς του έβλεπαν το παραπέτασμα αντίδρασης που ύψωνε το παιδί και με τη σοφία ενός βετεράνου βιβλιοφάγου ποτέ δεν πίεσαν. Όπως κάθε φιλία, έτσι και η φιλαναγνωσία δεν επιβάλλεται, καλλιεργείται. Παντού, λοιπόν, στο σπίτι οι ρέκτες- συνωμότες του γραπτού λόγου άφηναν, απλώς απίθωναν σε καίρια σημεία, βιβλία, με τη σκηνοθετημένη ανεμελιά ενός αβίαστου «εγκλήματος». Ακόμα και το έσχατο καταφύγιο του μικρού Λέο, η… τουλέτα, αλώθηκε από οχληρά βιβλία. Το κρυφτούλι συνεχιζόταν καιρό. Τα βιβλία κατέβαιναν από το ράφι, ενσωματώνονταν στην καθημερινή ζωή του παιδιού, ώσπου, μία μέρα, όπως λαμβάνονται οι περισσότερες σημαντικές αποφάσεις στη ζωή των ανθρώπων, έτσι και ο Λέο αποφάσισε να ανοίξει ένα βιβλίο. Η ρομαντικής κοπής «κατάλληλη στιγμή» έφερε το Λέο σε συναστρία με το βιβλίο, ευθυγραμμίστηκαν τα σύμπαντα, και, ιδού, εγένετο… φως. Και, ιδού, ο Λέο Μπουσκάλια, (Leo Buscaglia), επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια (+1998), συγγραφέας του παγκόσμια γνωστού «Να ζεις, ν’αγαπάς και να μαθαίνεις», έζησε αγαπώντας να μαθαίνει, με όχημα και το βιβλίο.

Η ιστορία του Μπουσκάλια είχε happy-end. Δε σημαίνει πως κάθε παρακίνηση φιλαναγνωσίας τελεσφορεί κατά παρόμοιο τρόπο. Πολλοί γονείς, εκκινώντας ασυναίσθητα από τις στρεβλώσεις που οι ίδιοι είχαν υποστεί σε παιδική-νεανική ηλικία σε σχέση με τη αυταρχική «προτροπή» να διαβάζουν «εξωσχολικά» βιβλία, «παρακινούν» ή καλύτερα πειθαναγκάζουν παιδιά και νέους να διαβάζουν βιβλία, γιατί «κάνουν καλό», κατ’ αναλογία με τον τρόπο που οι παππούδες μας έδιναν στανικά το μουρονόλαδο στους γονείς μας για την υγεία τους. Αρκετοί πάλι γονείς του σήμερα, συσχετίζοντας τη λογοτεχνία, ειδικά, με το γλωσσικό μάθημα της Έκθεσης, συναρτούν το ρέοντα, συμβολικό, εκφραστικό λόγο με το «δοκιμιακό» ύφος αυτού του συχνά απεχθούς- επαχθούς υβριδίου-«μαθήματος»: ένας αμφιλεγόμενος συσχετισμός, καλοπροαίρετος μα και ασυνάρτητος και, εν πολλοίς, άκαρπος. Και δε λείπει μια μεγάλη μερίδα γονέων που απλώς… ντύνει, ταΐζει και μεταφέρει το παιδί από μάθημα σε μάθημα, οπότε το λεγόμενο «εξωσχολικό βιβλίο» είναι μια πολυτέλεια, ένα περιττό στολίδι που μας αφορά, μόνο εάν κάποιος φιλότιμος-φιλαναγνώστης ή απλώς… ‘in’ διδάσκων αναθέσει εργασίες τύπου «διαβάστε ένα βιβλίο και γράψτε γι’  αυτό».

Μέσα στην εκπαιδευτική… ανατριχίλα μιας διαμορφωθείσας καθημερινότητας, λοιπόν, πολλοί διδάσκοντες, εκκινούμενοι ο καθείς από διαφορετικά ελατήρια –που κυμαίνονται, συνήθως, μεταξύ «υποχρέωσης», νέου αναλυτικού προγράμματος και ατομικής έφεσης στη φιλαναγνωσία- αναθέτουν εργασίες με επίκεντρο ή και «θύμα» το λογοτεχνικό βιβλίο. Η θολή στοχοθεσία και η ακατέργαστη μεθοδολογία συχνά αποδίδουν και θολά αποτελέσματα. Ένα πενιχρό κέρδος- πλην όμως κέρδος- είναι ασφαλώς ότι μια μεγάλη μερίδα μαθητών θα διαβάσει έστω ένα βιβλίο, θα το κατεργαστεί έστω πρωτογενώς και θα αποπειραθεί να το παρουσιάσει. Από κει και πέρα, η αποσπασματικότητα της προσπάθειας φαίνεται να αναιρεί μακροπρόθεσμα την αξία της. Η γνωστή φράση που λέει «Να φοβάσαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου» εδώ προσλαμβάνει άλλο νόημα. Ο μαθητής «του ενός βιβλίου» είναι κατ’ ευφημισμόν μονόφθαλμος.

Δεν υπάρχουν αλάνθαστες «συνταγές» διέγερσης της αγάπης για το λογοτεχνικό βιβλίο. Ο έφηβος είναι δύσκολος, ακατέργαστος, πιεσμένος, χορτασμένος από τα υποπροϊόντα του οπτικού πολιτισμού. Το βιβλίο φαντάζει απόμακρο, απαρχαιωμένο, χρονοβόρο. Ο έφηβος συγχέει το γραπτό λόγο κάθε μορφής με τη «βία» και τον καταναγκασμό των σχολικών μαθημάτων. Το συχνά αποκρουστικό στο φιλαγνωσιακό ζήλο του έωλο φιλολογικό στυλ προσέγγισης απωθεί, δεν ελκύει. Συνταγές, λοιπόν, απόλυτης επιτυχίας δεν υπάρχουν. «Έτοιμες λύσεις» έχουν περιορισμένη απόδοση. Υπάρχουν, όμως, οργανωμένοι και δόκιμοι τρόποι προώθησης της φιλαναγνωσίας, τεχνικές αφύπνισης ενδιαφέροντος και δράσεις που συνδυαστικά αυξάνουν τις πιθανότητες να προκύψουν μέσα από το μαθητικό πληθυσμός φιλαναγνώστες, με ορίζοντα προοπτικής, και όχι περιστασιακοί «ματάκηδες» στο βιβλίο.

Ορισμένες σκέψεις πλαισίου: το προσωπικό πάθος και οι εδραίες γνώσεις του διδάσκοντα μπορούν να πυροδοτήσουν, αρχικά και ως ένα βαθμό, αλυσιδωτές αντιδράσεις ζήλου στους μαθητές. Είναι αναγκαίο να παρουσιαστεί, στη συνέχεια, η σύσταση του βιβλίου ως καίρια εμπειρία, ως πολυδύναμο «εργαλείο» αποκρυπτογράφησης της ζωής, ως αποθετήρα όλων των δυνατών ανθρώπινων συναισθημάτων και ιδεών, ως πυρήνα στον οποίο ανάγονται και από τον οποίο εξακτινώνονται πλήθος αναφορές στον ανθρώπινο πολιτισμό, παρεμβάσεις που ίσως διασπάσουν τα εγκαθιδρυμένα στερεότυπα των παιδιών για τον αμιγώς γνωσιακό ή «ανεδαφικό- ονειροβατικό» χαρακτήρα του βιβλίου. Η ρητορική, πάλι, των διδασκόντων για τη σχεδόν μεταφυσική δύναμη του βιβλίου μάλλον γειώνει τους μαθητές. Αν είναι κάποιος να πετάξει, δεν κερδίζουμε κάτι υμνολογώντας ακατάσχετα τη δύναμη των φτερών. Τα λογοτεχνικά  βιβλία πρέπει να εισαχθούν με τον πλέον φυσικό τρόπο στη σχολική- και όχι μόνο- καθημερινότητα του μαθητή και όχι αποκλειστικά να αναπνέουν στο μάθημα της Λογοτεχνίας. Να μη φαντάζουν αλλότρια, επιβεβλημένα, απόμακρα. Σε συνεργατικό πλαίσιο, αφενός με την αυτενέργεια των διδασκόντων όλων των ειδικοτήτων  και, αφετέρου, πάντα με τη διακριτική αρωγή των εμπλεκόμενων φιλολόγων, γιατί να μη μάθουν τα παιδιά στα Μαθηματικά για το «Θεώρημα του παπαγάλου» και την «Ακολουθία της Οξφόρδης», διάσημα διεθνώς λογοτεχνικά βιβλία που γεφυρώνουν τα Μαθηματικά με τη Λογοτεχνία;

Eννοείται πως η φιλαναγνωσία είναι πιο ευρύστερνη και εγγίζει κάθε σφαίρα γνώσης και έκφρασης, πέραν της Λογοτεχνίας. Στην κατεύθυνση αυτή, οι φιλαναγνωστικές πρακτικές, ιδίως στο Γυμνάσιο, εμπλέκουν τα Εικαστικά, τον Η/Υ, ακόμα και τη Φυσική Αγωγή. Οι πολλαπλοί γραμματισμοί είναι ίσως, ούτως ή άλλως, το πλέον ζωτικό επιδιωκόμενο στη νέα εκπαιδευτική προοπτική. Βάζοντας μια άνω τελεία στις αρχικές αυτές προτάσεις, θα ήταν απαραίτητο να υπογραμμιστεί ότι η ώρα της φιλαναγνωσίας και οι συνοδευτικές δράσεις μας πρέπει να συνδέονται με την ελευθερία έκφρασης, την ολοκληρωμένη βίωση, την ψυχαγωγία, την αναζήτηση της ατομικότητας και, εντέλει, την προσωπική αλλά όχι άκρατα υποκειμενική ερμηνεία του βιβλίου, αφού το κείμενο είναι από τη φύση του «ανοιχτό» και όχι «κλειστό».

Ποτέ δε συμμερίστηκα τις γενικευτικές-αφοριστικές ωραιολογίες περί της παιδείας ως πανάκειας δια πάσαν νόσον ούτε θα συμφωνήσω με τον ιδεαλιστή Έρασμο και το δίλημμα «βιβλίο ή τροφή». Στους χλωμούς και σακάτικους καιρούς μας, δε χρειαζόμαστε ιδεοληψίες αλλά νέες ισορροπίες. Ο ηρωικός «δασκαλάκος» είναι μόνο για ταινίες του ’60. Ούτε «ηρωικοί», για να ψωμίζεται αναίμακτα το διάτρητο σύστημα, ούτε «δασκαλάκοι»: τα υποκοριστικά είναι υπό-. Απλώς, όσο μπορώ να κρίνω και από τα αναγκαστικά περιορισμένα μου βιώματα, το βιβλίο, ιδίως το λογοτεχνικό, κάποιες στιγμές έγινε αυτό που, παραφράζοντας τον Ελύτη,  σαν σανίδα έστειλε ο «Θεός».

(Βλέπε: http://www.philanagnosia.gr)

CAPTAIN BOOK

 

Σχολιάστε

Top