
Διήγημα της Γεωργακούδη Αλεξάνδρας.
Ο κάθε άνθρωπος βιώνει μία απώλεια διαφορετικά. Κάποιος νιώθει την οργή να φλέγεται μέσα του, άλλος απομονώνεται στο σκοτάδι του, άλλος θα αναζητήσει μια αγκαλιά για να κλάψει και κάποιος άλλος θα τιμωρήσει τον εαυτό του που δεν κατάφερε να σώσει τον άνθρωπό του.
Η κυρία Ευγενία, ωστόσο, μια καθηγήτρια πολύ αγαπητή στα παιδιά , όταν στενοχωριόταν πολύ, έβρισκε καταφύγιο στην τέχνη. Έγραφε, έγραφε κι έγραφε χωρίς σταματημό, ώσπου να πονέσουν τα μάτια της και να κοκκινίσουν τα χέρια της. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, έπειτα από τον πόνο που βίωσε πρόσφατα, επειδή έχασε την θεία της από τον κορωνοϊό, άρχισε να σκέφτεται αν υπήρχαν μαθητές που χρειάζονταν να ανοιχτούν και να συζητήσουν για παρόμοια προσωπικά τους βιώματα, αλλά δεν είχαν το θάρρος να μιλήσουν. Τότε, άρπαξε το πρώτο άδειο τετράδιο που βρήκε στο γραφείο της και δεν έγραψε τίποτα άλλο παρά μόνο μία ερώτηση: Τι βιώματα ή τι προβληματισμούς έχεις σχετικά με τον κορωνοϊό ;
Την επόμενη μέρα, το τμήμα της Στεφανίας, της φίλης μου, είχε κενό, με αποτέλεσμα όλα τα παιδιά να σκορπίσουν στην αυλή. Η Στεφανία αποφάσισε να κάνει πρώτα μια βόλτα προς τις γυναικείες τουαλέτες. Εκεί, πάνω σε έναν νιπτήρα βρήκε ένα γαλάζιο τετράδιο χωρίς ετικέτα μαζί με έναν στυλό. Αν και αρχικά δίστασε να το ανοίξει, τελικά αποφάσισε να το ξεφυλλίσει για λίγο. Τότε , στην πρώτη σελίδα είδε γραμμένη την ερώτηση. «Ενδιαφέρον» μουρμούρισε και πήρε σκεπτική στο χέρι της το στυλό για να γράψει. Παρόλο που δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε, η κοπέλα σκέφτηκε πως χωρίς ονοματεπώνυμο κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα.
Λοιπόν, είναι αστείο ότι ενώ παλιότερα δεν αγαπούσα τις εξόδους, πλέον περιμένω με προσμονή την επόμενη βόλτα με τις φίλες μου. Ξέρω πως φοράμε ανυπόφορες μάσκες και ξέρω πως είναι επικίνδυνο να συναναστρέφομαι με πολύ κόσμο, αλλά όσο μένω στο σπίτι σκέφτομαι πόσο άσχημη είναι η καραντίνα! Δεν είχα πρόβλημα να βρίσκομαι μέσα σε τέσσερις τοίχους, απλώς συνειδητοποίησα πως έχασα ολόκληρους μήνες από την εφηβεία μου . Ολόκληρους ζωντανούς και χαμογελαστούς μήνες. Συνειδητοποίησα πως περνούν γρήγορα τα χρόνια και πως πρέπει να «αρπάζουμε» τις ευκαιρίες πριν να είναι αργά. Ζήσε την κάθε ηλικία στο έπακρο, ώστε να μην μετανιώνεις για την απραξία σου στο μέλλον.
Η Στεφανία, αφού τελείωσε το γράψιμο, τοποθέτησε το τετράδιο και το στυλό πάνω σε ένα θρανίο που βρισκόταν στον διάδρομο και κατευθύνθηκε προς την αυλή. Το κουδούνι ήχησε σε όλο το κτίριο και τα παιδιά άρχισαν να βγαίνουν στο προαύλιο. Ο Γιώργος, ωστόσο, σταμάτησε μπροστά στο θρανίο, όπου βρισκόταν το γαλάζιο τετράδιο. Στο τετράδιο υπήρχε μία ερώτηση και μία απάντηση – και οι δύο ανώνυμες. Έτσι, αποφάσισε να πάρει μαζί του αυτό και το στυλό και να τρέξει προς την άδεια πλέον αίθουσα. Δεν σπατάλησε χρόνο για να διαβάσει το πρώτο κείμενο αλλά ξεκίνησε κατευθείαν να γράφει.
Έχω πάρει απόφαση πλέον πως ο κορωνοϊός μας έχει διχάσει. Περπατώ στον δρόμο και η πρώτη ερώτηση που θα μου θέσουν είναι «Είσαι εμβολιασμένος ή όχι;». Πηγαίνω σε κάποιο μαγαζί, γνωρίζω καινούριους ανθρώπους και συνεχίζω να ερωτούμαι το ίδιο. Ποιο είναι το νόημα; Ας μάθουμε να «αγκαλιάζουμε» τον συνάνθρωπο μας ακόμη κι αν δεν συμμεριζόμαστε τις απόψεις του.
Αφού ο Γιώργος έβαλε τελεία στο κείμενό του, παράτησε το τετράδιο βιαστικά στη βιβλιοθήκη της αίθουσας, καθώς το κουδούνι χτύπησε κι έτσι δεν είχε τη δυνατότητα να το αφήσει πίσω σε εκείνο το θρανίο. Στον επόμενο ήχο κουδουνιού, η Σταματία, ενώ ετοιμαζόταν να βγει έξω να απολαύσει το διάλειμμά της, παρατήρησε το γαλάζιο τετράδιο ακουμπισμένο στη βιβλιοθήκη κι αφού το ξεφύλλισε, άρχισε να γράφει.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να έρχεται στο σπίτι μας και να μου κάνει χίλιες ερωτήσεις για το σχολείο κι έπειτα, να με αγκαλιάζει τόσο σφιχτά που μου κοβόταν η ανάσα. Εγώ συνήθως γκρίνιαζα και δυσανασχετούσα με αυτές τις πράξεις τρυφερότητας. Τώρα πια, θα το χαρακτήριζα αχαριστία. Ο κορωνοϊός ήταν η αιτία που η γιαγιά μου παρέμενε στο σπίτι της φοβισμένη στο άκουσμα του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού κρουσμάτων. Τη στερήθηκα για δύο χρόνια περίπου και αυτός ο χρόνος ήταν αρκετός για να καταλάβω την αξία που έχει μια τόσο τρυφερή αγκαλιά. Ήταν αρκετός για να μην παίρνω πλέον τίποτα ως δεδομένο και να απολαμβάνω την αγάπη. Ας μην θεωρούμε, λοιπόν, τίποτα και κανέναν δεδομένο. Ας καλωσορίζουμε την ευτυχία κι ας ευγνωμονούμε ανθρώπους που δείχνουν έμπρακτα την αγάπη τους.
Η Σταματία τοποθέτησε πίσω στη βιβλιοθήκη το τετράδιο και βγήκε από την αίθουσα κλείνοντας την πόρτα.
Ο Παναγιώτης τότε εισήλθε στην τάξη για να πάρει και να φορέσει τη ζακέτα του. Όμως, παρατήρησε το γαλάζιο τετράδιο ακουμπισμένο στο έπιπλο. Το πήρε στα χέρια του και το περιεργάστηκε κι άρχισε κι αυτός να γράφει.
Τι μπορείς να κάνεις όταν νιώθεις δύο χέρια να σε κρατούν κάτω από το νερό; Να μην μπορείς να ανασάνεις; Αυτό ένιωθα κι εγώ στο νοσοκομείο. Εγώ τα κατάφερα, αλλά ο αδελφός μου δεν ήταν τυχερός. Βλέπεις υπέφερε από την καρδιά του. Δεν τον αγκάλιασα, όσες φορές ήθελα, δεν του είπα πόσο τον αγαπάω… δεν, δεν, δεν… Παρόλ΄αυτά, βρίσκομαι εδώ και γράφω… Η ζωή συνεχίζεται. Μετά από το σκοτάδι έρχεται φως κι έτσι μαθαίνεις να αντιμετωπίζεις τον πόνο.. Ακόμη κι αυτόν της απώλειας.
Έκλεισε το τετράδιο με δύναμη και το πέταξε άτσαλα πίσω στην βιβλιοθήκη. Κι όμως, ένιωσε καλύτερα.
Η κυρία Ευγενία, έπειτα από αναζήτηση του γαλάζιου τετραδίου, το βρήκε στο σχόλασμα ξεχασμένο σε μια καρέκλα ενός μαθητή. Αφού το ξεφύλλισε και είδε παραδόξως τις περισσότερες σελίδες γραμμένες από πολλούς μαθητές, ένιωσε μια απροσδόκητη ικανοποίηση που κατάφερε να βοηθήσει τους μαθητές της να εκφράσουν τις εμπειρίες και τις απόψεις τους για τη μάστιγα της εποχής μας. Έτσι, μάζεψε τα πράγματά της και αποχώρησε από το σχολείο αποφασισμένη να αφήνει ένα τετράδιο κάθε χρόνο στο κτίριο, με αφορμή σημαντικά συμβάντα της εποχής, ώστε να βοηθήσει ακόμη περισσοτέρους μαθητές να προχωρήσουν στη ζωή τους, αφήνοντας πίσω τις σκοτεινές πτυχές του παρελθόντος.