Ο Θάνατος και η Ελευθερία

Η ανατίναξη του Χρήστου Καψάλη. Λάδι. Θεόδωρος Βρυζάκης

(Διήγημα εμπνευσμένο από τη θυσία του Καψάλη).

Ήταν μεσάνυχτα όταν πάρθηκε η απόφαση για τη δική μας τύχη. Αγκάλιασα για τελευταία φορά τον γιo μου με δάκρυα στα μάτια. Όχι, δεν έκλαιγα. Ήμουν περήφανη για εκείνον. Κέρδισε την ελευθερία του. Κι εμείς ελεύθερες θα είμαστε σε λίγες ώρες. Εκείνοι θα μείνουν ζωντανοί, μα οι σκέψεις τους δεν θα μπορούν να ξεφύγουν από την πατρίδα. Θα βασανίζονται με τις αναμνήσεις που πονάνε και δεν αφήνουν την ψυχή να ηρεμήσει. Εμείς επιλέξαμε να μας πάρει ο Χάρος στον Κάτω Κόσμο. Εκεί που οι αναμνήσεις γλιστρούν και φεύγουν, χωρίς να ταράζουν τη γαλήνια ψυχή των νεκρών.

Οι άντρες έφυγαν, χωρίς να χαλάσουν την ησυχία της νύχτας. Μείναμε μόνες έξω από το κατεστραμμένο σπίτι της Θάλειας. Περιμέναμε το σήμα. Το σήμα για την λευτεριά, που τόσο ποθούμε όλοι μας. Το σήμα θα το έδινε ο πιο ηρωικός άνδρας που έμεινε στο Μεσολόγγι. Ο Χρήστος Καψάλης. Ο ηρωικός άντρας που παραχώρησε ένα από τα σπίτια του στον Λόρδο Βύρωνα, λίγο πριν ο ποιητής ξεψυχήσει. Η φράση ‘μην φοβάστε’ είχε γίνει η δύναμη των ηρώων μας και συνέχιζαν τη μάχη. Τώρα κάνεις δεν πρέπει να σπάσει την σιωπή του σκοτεινού πρωινού. Σκοτεινό, γιατί ο ήλιος δεν βγήκε για να δει ούτε να ακούσει τον κρότο της βόμβας που θα ανατιναχτεί μαζί μας σε λίγο. Ξημέρωσε. Τα μωρά άρχισαν να κλαίνε στις αγκαλιές των μανάδων. Το δικό μου μωρό, έριξε το τελευταίο του δάκρυ, όταν το βρήκε ένα βόλι, και εγώ δεν το προστάτευσα. Το παίρνω μαζί μου, για να μας πάρει μαζί ο μαύρος Καβαλάρης, που τόσο φοβούνται οι ζωντανοί. Εκτός από τους απελπισμένους. Για εκείνους ο Κάτω Κόσμος σημαίνει ελευθερία. Έπρεπε να δω την πατρίδα να υποφέρει, για να το καταλάβω. Τώρα που το κατάλαβα είμαι έτοιμη μαζί με 400 γυναίκες, παιδιά και ανήμπορους γέρους να κάνουμε το τελευταίο μας ταξίδι. Καλύτερα ο θάνατος παρά η σκλαβιά που ζούσαμε τόσο καιρό. Όσο κι αν θέλαμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας ελεύθερους, στην πραγματικότητα η ελευθερία έρχεται τώρα.

Ανεβαίναμε όλες τον μικρό ολόμαυρο λόφο. Λίγα λεπτά πριν το τέλος. Κανείς δεν γύρισε να κοιτάξει το ηρωικό και πολιορκημένο Μεσολόγγι. Μπήκαμε στο σπίτι του Καψάλη. Ήταν αποφασισμένος, όπως όλοι μας. Οι Τούρκοι ήταν πια στην πόλη. Κύκλωναν το σπίτι. Προσπαθούσαν να μας τρομάξουν με τα σπαθιά τους. Δεν ήξεραν το σχέδιό μας. Η στιγμή έφτασε. Έσφιξα στα χέρια το νεκρό παιδί μου και έκλεισα τα μάτια.

Η δάδα άγγιξε στο φιτίλι. Όλα τελείωσαν. Κανείς μας δεν ξέρει τι έγινε μετά.  Η επανάσταση που κρεμόταν από την κλωστή που κρατούσαμε εμείς έσβησε. Όλα τελείωσαν. Η ψυχή άφησε το σώμα. Χόρεψε για λίγο πάνω από το ερειπωμένο Μεσολόγγι. Μετά την πήρε ο Θάνατος και τώρα μπορεί να ξεχάσει τα πάντα. Καμία σκέψη, καμία ανάμνηση. Όλα τελείωσαν.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης