Η πανδημία στη λογοτεχνία

δημιουργία εικόνας: Γεωργία Σπυράτου

Λοιμοί, πανδημίες, θεομηνίες, σεισμοί, εισβολές εξωγήινων, επιδρομές ζόμπι ή θανατηφόρων ιών αποτελούν συχνά αγαπημένα θέματα για τη λογοτεχνία.  Σε περιόδους  επιδημιών ή φυσικών καταστροφών τέτοια έργα προκαλούν το ενδιαφέρον των αναγνωστών, οι οποίοι ψάχνουν να βρουν ένα νόημα στις συμφορές τους. Εδώ παρουσιάζουμε πέντε έργα που κατέχουν εμβληματική θέση στη λογοτεχνία των λοιμών:

 

«Ο τελευταίος άνθρωπος» της Μαίρη Σέλλεϋ (1825)

Έργο που διαδραματίζεται στο μέλλον, στο τέλος του 21ου αιώνα. Ένα μυθιστόρημα που φαντάστηκε την εξαφάνιση ενός ανθρώπινου γένους από μια παγκόσμια επιδημία. Μια επιδημία πανώλης, που αφήνει μόνο έναν άνθρωπο ζωντανό, τον τελευταίο άνθρωπο και αφηγητή της ιστορίας. Ένας φτωχός και αμόρφωτος Άγγλος βοσκός αλλάζει και γίνεται πολίτης του κόσμου, υπερασπιστής της ελευθερίας και της δημοκρατίας, λόγιος μετά τη γνωριμία του με έναν ευγενή. Όμως, το έτος 2092, η επιδημία φτάνει αφανίζοντας πρώτα την Κωνσταντινούπολη.  Ο βοσκός αφηγητής γίνεται μάρτυρας της καταστροφής και της εξαφάνισης κάθε στολιδιού που ομορφαίνει τη ζωή, δηλαδή την τέχνη, την επιστήμη, την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη λογοτεχνία, την επικοινωνία… Πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο έργο που είναι ταυτόχρονα ημερολόγιο, βιογραφία, μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας και φιλοσοφικό δοκίμιο με σκληρές περιγραφές της πανδημίας και με την πρωτοφανή ιδέα για το τέλος της ανθρωπότητας. Η Σέλλεϋ στον «Τελευταίο άνθρωπο» φαντάστηκε τον διαμελισμό του πολιτισμού. Το ανθρώπινο είδος κατεβαίνει σκαλί-σκαλί μια σκάλα που είχε κτίσει κάποτε για να ανέβει.

 «Η μάσκα του κόκκινου θανάτου» του Έντκαρ Άλαν Πόε (1842)

Μια μεταδοτική αρρώστια στον Μεσαίωνα, η οποία σκοτώνει σχεδόν αυτόματα με οξείς πόνους, ζαλάδες αιμορραγία και στο τέλος κατάρρευση. Η «μάσκα», δηλαδή οι κόκκινες κηλίδες στο σώμα και ιδιαίτερα στο πρόσωπο είναι οι ενδείξεις, για να απομονωθεί το θύμα από τους άλλους. Η ιστορία έχει πολλά στοιχεία γοτθικής λογοτεχνίας, μια αλληγορία του αναπόφευκτου ερχομού του θανάτου. Η ιστορία του πρίγκιπα Πρόσπερο και η προσπάθειά του να αποφύγει τον θανατηφόρο λοιμό, κρυμμένος στο αβαείο του μαζί με άλλους ευγενείς. Διοργανώνει έναν χορό μεταμφιεσμένων στα επτά δωμάτια βαμμένα με διαφορετικά χρώματα. Στη μέση της διασκέδασης εμφανίζεται μια μυστηριώδης φιγούρα μεταμφιεσμένη ως θύμα του κόκκινου θανάτου. Ο Πρόσπερο πεθαίνει, όταν αντιμετωπίζει τον ξένο, όπου αποδεικνύεται ότι δεν κρύβεται κανένα πρόσωπο κάτω από την μεταμφίεση. Στο τέλος, πεθαίνουν όλοι και το διήγημα τελειώνει με τη φράση:  «Και το σκοτάδι και η σήψη και ο κόκκινος θάνατος κατακυρίευσαν τα πάντα».

 «Η κόκκινη πανούκλα» του Τζακ Λόντον (1912)

«Ολόκληρο το πρόσωπο και το σώμα γινόταν κόκκινο μέσα σε μία ώρα». Η επιδημία ήρθε το 2013 και εξαφάνισε σχεδόν τους πάντες, πλούσιους και φτωχούς, τα δυνατά έθνη και τα αδύναμα, αφήνοντας επιζώντες στην άκρα εξαθλίωση. Ένας από τους ελάχιστους που επιβίωσαν ήταν ένας καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, που κρύφτηκε στα εργαστήρια χημείας, όταν χτύπησε η επιδημία, και απέκτησε ανοσία στην αρρώστια. Όταν ξεκινάει το μυθιστόρημα, το έτος 2073, ο καθηγητής είναι πολύ γέρος, ένας βοσκός, ντυμένος με ένα τομάρι κατσίκας, που ζούσε σαν ζώο. Λέει την ιστορία της κόκκινης πανούκλας στα εγγόνια του, αγόρια «που μιλούσαν με μονοσύλλαβες και σύντομες άρρυθμες προτάσεις που ήταν πιο πολύ ασυναρτησίες παρά γλώσσα», αλλά ήταν πολύ επιδέξια με το τόξο και το βέλος. Ο καθηγητής λέει αναστενάζοντας, καθώς αγναντεύει αυτό που ήταν κάποτε το Σαν Φρανσίσκο: «Εκεί που τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν διασκεδάζοντας σήμερα περιφέρονται λύκοι και άγριοι απόγονοί μας με προϊστορικά όπλα, οι οποίοι υπερασπίζονται τον εαυτό τους ενάντια στα αρπακτικά κτήνη. Σκέψου το! Και όλα αυτά εξαιτίας του Κόκκινου Θανάτου».

 «Η πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ (1947)

Ο Καμύ στο μυθιστόρημα «Η Πανούκλα» τοποθετεί τη δράση μέσα σε μια γαλλο-αλγερινή πόλη σε καραντίνα κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Δόκτωρ Μπερνάρ Ριέ, μαζί με όλους τους άλλους, στην αρχή δεν δίνει σημασία στα σημάδια. Αρουραίοι βγαίνουν από τα υπόγεια και πεθαίνουν στους δρόμους. Κανένας δεν αντιδρά, μέχρι που πεθαίνει ο πρώτος άνθρωπος από την αρρώστια. Ολόκληρη η πόλη υποφέρει από πυρετό. Ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνει και μετά εκτινάσσεται. Σε 48 ώρες πεθαίνουν 11 άνθρωποι, αλλά η κυβέρνηση αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τη λέξη «επιδημία». Όταν όμως όλα εξελίσσονται δραματικά και τριάντα άνθρωποι πεθαίνουν σε μία μέρα, κλείνει την πόλη. Το μυθιστόρημα είναι αλληγορικό.  Η επιδημία είναι ο ιός του φασισμού.  Κανείς στην πόλη δεν λαμβάνει υπόψη τους θανάτους των αρουραίων μέχρι που είναι πολύ αργά. Ο Ριέ μαθαίνει, διαβάζοντας ιστορία, ότι υπάρχει στα αλήθεια μόνο μία πανούκλα, σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Η αρρώστια είναι ο άνθρωπος. Στο μυθιστόρημα οι άνθρωποι σώζονται την τελευταία στιγμή από έναν ορό αίματος, και η πόλη ξεσπάει σε εκδηλώσεις χαράς. Στα τελευταία λόγια του βιβλίου, ο γιατρός σκέφτεται αυτά που διάβασε. «Ήξερε ότι αυτά τα κατενθουσιασμένα πλήθη δεν γνώριζαν, αλλά θα μπορούσαν να είχαν μάθει από τα βιβλία: ότι η ο βάκιλος της πανούκλας δεν εξαφανίζεται ποτέ εντελώς. Και ότι ίσως μια μέρα να αναγεννηθεί από τους αρουραίους για άλλη μια φορά για να ξαναστείλει τον θάνατο στη χαρούμενη πόλη». Οι άνθρωποι, θα γίνονται πάντα, ξανά, αρουραίοι.

«Περί τυφλότητας» του Ζοζέ Σαραμάγκου (1995)

Ένα μοντέρνο μυθιστόρημα επιδημίας. Ένας άνθρωπος ξαφνικά χάνει το φως του και τελικά αυτό εξελίσσεται σε επιδημία. Η «Τυφλότητα» υποδεικνύει το απολυταρχικό κράτος του εικοστού πρώτου αιώνα: την ιδρυματοποίηση των ευάλωτων, τη βαναυσότητα των στρατιωτικών ηγετών. Όταν χτυπάει η αρρώστια, η κυβέρνηση περικυκλώνει όλους τους τυφλούς, τους βάζει σε καραντίνα και τους κλείνει σε ένα ψυχιατρείο, όπου ξεκινάει ένας πόλεμος μεταξύ τους. Κλέβουν, βιάζουν. «Οι τυφλοί είναι πάντα σε πόλεμο, πάντα ήταν σε πόλεμο», γράφει ο Σαραμάγκου, στην πιο σκοτεινή παρατήρησή του στο βιβλίο. Για τον Σαραμάγκου, η τυφλότητα δεν είναι μια αρρώστια: η τυφλότητα είναι η ανθρώπινη κατάσταση. Στο μυθιστόρημα μένει μόνο ένα πρόσωπο με την όρασή του, μια γυναίκα και διαβάζει στους τυφλούς. Κι αυτό, στο μοντέρνο «μυθιστόρημα επιδημίας» είναι ο τελικός τρόμος κάθε επιδημίας που εξοντώνει τον κόσμο, η απώλεια της γνώσης, για την οποία το ίδιο το διάβασμα είναι η μόνη θεραπεία. Ο Πορτογάλος συγγραφέας έχει υπολογίσει όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν σε έναν κόσμο που χάνει την όρασή του, θέτοντας ένα ερώτημα στον αναγνώστη: «Τι θα έκανες αν έβλεπες σε έναν κόσμο τυφλών;»

 

Πηγές:

https://www.kathimerini.gr/culture/books/,

https://www.philenews.com/

https://www.lifo.gr/, https://www.neolaia.gr/