του Γιάννη Φρυγανιώτη
Ζούμε σε μια χώρα όπου όλα αποκαλύπτονται, αργά η γρήγορα, μα σχεδόν τίποτα δεν φωτίζεται πραγματικά. Vanitas Vanitatum (ματαιότης ματαιοτήτων) έγραφε ο Εκκλησιαστής, αιώνες πριν τα σκάνδαλα και η διαφθορά αποτελέσουν κοινωνικό φαινόμενο. Κι όμως, η φράση αυτή μοιάζει γραμμένη για το παρόν, την Ελλάδα της διαφθοράς,των τραγωδιών και των σκανδάλων. Πόσο μάταιο; Ωστόσο αυτή η ματαιότητα δεν κάνει θόρυβο. Φοράει κοστούμι, υπόσχεται επενδύσεις, καθησυχάζει με επιδόματα τον λαό και τάζει τάξη και οργάνωση. Στην Ελλάδα λοιπόν των σκανδάλων, όλα φθείρονται αργά, ευγενικά, θα έλεγε κανείς, αλλά κάθε φορά που η αλήθεια βγαίνει στο φως η ματαιότητα φροντίζει το φως αυτό να σβήνει γρήγορα.
Από το σκάνδαλο Siemens μέχρι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, η Ελλάδα έχει καταιγιστεί από πλήθος σκανδάλων και υποθέσεις διαφθοράς. Αυτά τα σκάνδαλα έχουν όλα ένα κοινό χαρακτηριστικό: πάντα αποκαλύπτονται, αλλά ποτέ κανείς δεν τιμωρείται, με αποτέλεσμα να μην αλλάζει απολύτως τίποτα. Επανειλημμένα η κοινωνία γίνεται θεατής διαφορετικών σκανδάλων, τα οποία είναι σαν μια φούσκα: μεγαλώνουν, τραντάζουν την κοινή γνώμη, και τελικά σκάνε, αφήνοντας μόνο υπολείμματα και μυρωδιά ματαιότητας. Πέρα από τους πραγματικούς υπαίτιους, συναυτουργοί, κατά την γνώμη μου, είναι τα ΜΜΕ. Τα ΜΜΕ, άν και υπερπληροφορούν, όταν βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας σκιώδεις υποθέσεις, φροντίζουν να αποπροσανατολίσουν την κοινωνία και την κοινή γνώμη, γεννώντας μια άλλη είδηση ή επαναφέροντας μια παλαιότερη. Όμως, μέχρι και τα ΜΜΕ αποτελούν σύμπτωμα της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη και ατασθαλίες και έχει δεχτεί την διαφθορά και την εκμετάλλευση ως πραγματικότητα. Σύμπτωμα αυτής της κοινωνίας είμαστε και εμείς οι πολίτες, που έχουμε κουραστεί να ασχολούμαστε και μέσα μας γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια για την αλλαγή θα είναι μάταιη. Οι πολίτες έχουμε συνηθίσει στην επανάληψη των σκανδάλων. Η σιωπή ή ο κυνισμός μας λειτουργεί ως έμμεση συνενοχή και η ματαιοδοξία γίνεται συλλογική εμπειρία. Όλοι βλέπουμε, λίγοι αντιδρούμε.
Τα σκάνδαλα δεν είναι μόνο ατομικές πράξεις ή σφάλματα. Αντιθέτως, είναι αποτέλεσμα θεσμικών μηχανισμών που επιτρέπουν ή ακόμα και ενθαρρύνουν την παρατυπία και την κατάχρηση εξουσίας. Η δικαστική και η νομοθετική εξουσία αντί να υπερασπίζονται το δίκιο του πολίτη, λειτουργούν ως μηχανισμος συγκάλυψης της αδικίας και της ατιμίας, με αποτέλεσμα η ατιμωρησία και η ανευθυνότητα να έχουν γίνει κανόνας. Οι ηθικοί αυτουργοί, όσοι δηλαδή παρακινούν και έχουν όφελος μέσα από την εκμετάλλευση του συστήματος, σπάνια αντιμετωπίζουν συνέπειες, ενώ οι φυσικοί αυτουργοί, λειτουργούν σαν μαριονέτες, τις οποίες καλύπτει και παρακινεί το ίδιο το σύστημα. Πολλές φορές, οι ίδιοι οι ηθικοί αυτουργοί είναι αυτοί που τους φανερώνουν, ώστε να αποφύγουν τις ευθύνες. Η παραγραφή, η αναποτελεσματική δικαιοσύνη και οι πολιτικές προστασίες επιτρέπουν στις απάτες να μην αποκαλύπτονται ή αν αποκαλυφθούν, να μη φθάνουν στη δικαιοσύνη και την αποκατάσταση της αδικίας. Το μήνυμα, λοιπόν, που δίνουν προς την κοινωνία είναι σαφές: η εξουσία υπερβαίνει τον νόμο.
Η αίσθηση της ματαιότητας πηγάζει από την επαναλαμβανόμενη ατιμωρησία και την έλλειψη ουσιαστικής αλλαγής. Κάθε νέα υπόθεση διαφθοράς, όσο σοβαρή και αν είναι, προκαλεί αρχικά έντονη ανησυχία και δημόσιο ενδιαφέρον, αλλά γρήγορα η προσοχή μετατοπίζεται σε άλλες ειδήσεις ή υποθέσεις. Αυτή η επανάληψη δημιουργεί ένα συναίσθημα αδυναμίας και απογοήτευσης στους πολίτες. Η προσπάθεια του καθενός μας να επιτευχθεί αλλαγή φαίνεται μάταιη και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς εκφυλίζεται συνεχώς. Ακόμη, οι πολίτες παρακολουθούν τα σκάνδαλα και τις αδικίες χωρίς να βλέπουν αποτελέσματα. Η συναισθηματική κούραση και η απογοήτευση οδηγούν δυστυχώς ,σε πολιτική αδράνεια αλλά και στο συναίσθημα ότι οι προσπάθειες για δικαιοσύνη και λογοδοσία δεν φέρνουν αποτελέσματα, ενώ ενισχύεται όλο και περισσότερο η πεποίθηση ότι το σύστημα λειτουργεί ανεξάρτητα από τη δική μας συμμετοχή. Η ματαιότητα δεν είναι μόνο η αίσθηση του ανικανοποίητου, είναι και κοινωνικό φαινόμενο. Τέλος είναι φανερό πως η αδράνεια της κοινωνίας ενισχύει τη διατήρηση των ίδιων πρακτικών, και η αίσθηση ότι τίποτα δεν αλλάζει μετατρέπεται σε συναισθηματική πραγματικότητα, ώστε η πολιτική και η κοινωνική ζωή να γίνονται χώροι όπου η προσπάθεια φαντάζει ανώφελη, και η απογοήτευση καθίσταται καθημερινή.
Όμως δεν είναι λύση να αποδεχτούμε την ματαιότητα της κατάστασης και να γίνουμε απλά παθητικοί δέκτες σε ένα διεφθαρμένο σύστημα. Πρέπει έμπρακτα εμείς οι νέοι να στραφούμε προς την αλλαγή. Είμαστε καθρέφτης της κοινωνίας και η οργάνωσή της πηγάζει από εμάς τους ίδιους. Συνεπώς, είναι υποχρέωσή μας η αλλαγή να ξεκινήσει από εμάς μέσω της παιδείας. Όταν εμείς νοιαστούμε πραγματικά για το σύνολο, αναλάβουμε τις ευθύνες μας και λειτουργήσουμε με διαφάνεια, τότε και μόνο τότε θα απαλλαγούμε από ανθρώπους που νοιάζονται μόνο για το όφελος και όχι για τον συνάνθρωπο και την ευημερεία όλων των πολιτών. Τέλος, απαιτείται συντονισμένη δράση σε όλα τα επίπεδα — θεσμικό, πολιτικό και κοινωνικό — με στόχο τη λογοδοσία, την εφαρμογή των νόμων και τη διαφάνεια. Μόνο μέσα από οργανωμένη και συνεπή προσπάθεια μπορεί να σπάσει ο κύκλος της ματαιότητας και να αποκατασταθεί η λειτουργικότητα του κράτους και της κοινωνίας.
