
Ο Χοακίμ ζούσε στην Γκάνα με την οικογένειά του.
Ήταν πολύ φτωχοί. Ο πατέρας με τη μητέρα σου και τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια του δούλευαν εργάτες στο αγρόκτημα ενός πλούσιου Γερμανού. Τα χρήματα που κέρδιζαν ήταν πολύ λίγα και ίσα που έφταναν να αγοράσουν τροφή. Δούλευαν ατέλειωτες ώρες. Ο Χοακίμ πρόσεχε τη μικρή του αδελφή για να πάνε όλοι στη δουλειά τους και γι΄ αυτό είχε αναγκαστεί να σταματήσει το σχολείο. Επιπλέον, το σχολείο βρισκόταν στο διπλανό χωριό, δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά, ενώ τα οικονομικά τους ήταν πολύ άσχημα και δε γινόταν να ζητήσει χρήματα για το σχολείο.
Το τελευταίο διάστημα τού έλειπε πολύ το σχολείο. Το αγαπούσε πολύ και, όταν διέκοψε αναγκαστικά, έκλαιγε κρυφά τα βράδια καθώς δεν ήθελε να τον βλέπει η μητέρα του που στενοχωριόταν. Κι όταν στενοχωριόταν αυτός, στενοχωριόταν και η ίδια και την έπιανε εκείνος ο περίεργος πόνος στο στήθος. Όταν πονούσε η μητέρα, ο Χοακίμ φοβόταν.
Το διάστημα αυτό είχαν έρθει κάποιοι φίλοι τους από την Ιεραποστολή να τους δούνε, και τους έφεραν πολλά βιβλία. Ένα από αυτά ήταν και για τον Άγιο Βασίλειο και το έργο του. Ο Χοακίμ το διάβασε και το λάτρεψε το βιβλίο. Θαύμαζε τον Άγιο και τον αγάπησε βαθιά, γιατί ένιωσε την σημασία της προσφοράς του στους ανθρώπους.
Μίλησε με τους ανθρώπους της ιεραποστολής ο Χοακίμ και τους ρώτησε για τον Άγιο Βασίλειο. Θυμήθηκε εκείνη τη φωτογραφία με τον χοντρούλη γελαστό γέροντα με την κόκκινη στολή και τα άσπρα γένια, που μοίραζε δώρα στα παιδιά. Όταν του αποκάλυψαν ότι δεν έχουν καμία σχέση οι δύο άντρες μεταξύ τους, απογοητεύτηκε. Πάντα ονειρευόταν ότι έρχεται και σ΄ αυτόν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς και του φέρνει δώρο. Το ονειρευόταν χρόνια αυτό… Τώρα, όμως, σα να γκρεμίστηκε το όνειρό του… Απογοητεύτηκε λίγο…
Έπειτα σκέφτηκε πως, αφού ο Άγιος Βασίλειος ήταν ο προστάτης μαθητών και εκπαιδευτικών, τότε ήταν μια καλή ευκαιρία να του ζητήσει να πραγματοποιήσει το όνειρό του: Ένα σχολείο στο χωριό! Έτσι θα μπορούσε να συνεχίσει την εκπαίδευσή του που τόσο πολύ ήθελε!
«Θα τον παρακαλέσω… Αφού ο άλλος δε μου έφερε τίποτα, αυτός ο καινούργιος… δεν μπορεί… θα μου το κάνει το χατήρι!
Παρακαλούσε, λοιπόν, κάθε βράδυ για το θαύμα ο Χοακίμ. Το έβλεπε στο όνειρό του να πραγματοποιείται. Όταν ξυπνούσε, όμως, έψαχνε μέσα στη μικρή καλύβα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα!
Κάποια στιγμή κουράστηκε, βαρέθηκε, απογοητεύτηκε.
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙΣ, ΤΕΛΙΚΑ, ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΕΣΥ, ΑΓΙΕ ΒΑΣΙΛΕΙΕ… Αφού τόσο καιρό δεν κάνεις τίποτα ούτε και εσύ, δεν αγαπάς τα παιδιά, δε θέλεις να τα βοηθήσεις… Άδικα σε παρακαλώ».
Τα μάτια του ήταν τόσο υγρά από δάκρυα, κόκκινα και πρησμένα. Μα πιο πολύ απογοητευμένα. Είχε θυμώσει ο Χοακίμ με τον Άγιο Βασίλειο. Δεν προσευχόταν πια…
Όλοι κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε αγριέψει ο Χοακίμ, δεν ήταν ευγενικός, ούτε πρόθυμος. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και ο Χοακίμ δεν νοιαζόταν για τίποτα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, όμως, όλα άλλαξαν. Έτσι ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση… Η μητέρα έπεσε!
Έβγαλε ένα σιγανό «αχ» και έπεσε κάτω χωρίς ανάσα!
Όλοι έτρεξαν κοντά της, τη σήκωσαν και φώναξαν βοήθεια. Ήρθαν κάποιοι από το κέντρο υγείας του χωριού. Τη μητέρα την μετέφεραν, όσο γρηγορότερα γινόταν, στο Νοσοκομείο της πόλης, χιλιόμετρα μακριά, κάποιοι ξένοι μ΄ ένα αμάξι.
Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο, όλοι ήταν παγωμένοι. Τα μάτια του Χοακίμ έκαιγαν και είχαν γεμίσει δάκρυα. Φοβόταν πάρα πολύ. Δεν ήθελε να χάσει τη μητέρα του! ΄Ήταν πολύ μικρός για να μείνει μόνος…
Εκείνη την στιγμή η ματιά του έπεσε στην εικόνα ενός Αγίου, που βρισκόταν κρεμασμένη στην κρύα αίθουσα αναμονής. Δεν ήξερε ποιος ήταν ο Άγιος. Το μόνο που ήθελε ήταν να του φωνάξει, να τον παρακαλέσει να βοηθήσει τη μαμά του…
Έπεσε στα γόνατα και τον παρακαλούσε κλαίγοντας με τόση ένταση, που ένιωθε ότι η προσευχή εκτοξευόταν με δύναμη σα βέλος προς την εικόνα και τον Άγιό της.
Πέρασαν ώρες. Ο Χοακίμ δεν κατάλαβε πόσες. Ξαφνικά, είδε τη νοσοκόμα να πλησιάζει. Φοβήθηκε πολύ, φοβήθηκε για το τι θα άκουγε…
Πίσω από τη νοσοκόμα ακολουθούσε ένας άντρας, ψηλός, αδύνατος με πυκνά γένια. Δεν τον γνώριζε από κάπου. Πλησίασε το προσωπικό του νοσοκομείου και οι γιατροί και ο Χοακίμ ένιωθε να γυρίζει το κεφάλι του. Έτρεμε!
Ο γιατρός που γνώριζαν τους είπε: «Η περίπτωση ήταν πολύ δύσκολη. Η κυρία Ζάρα κινδύνεψε να πεθάνει… Η καρδιά της… Έπαθε συγκοπή.. Ευτυχώς προλάβατε…
Όλα πήγανε καλά… Είσαστε τυχεροί γιατί ΕΤΥΧΕ να βρίσκεται κοντά μας για επίσκεψη ένας από τους μεγαλύτερους καρδιοχειρουργούς, ο δόκτωρ Βασιλείου Βασίλειος».
Ο Χοακίμ μούδιασε. Ανατρίχιασε ολόκληρος… τώρα θυμήθηκε με ποιον έμοιαζε ο γιατρός. Η μορφή του θύμιζε την εικόνα. Φίλησε τα χέρια του γιατρού, τον ευχαρίστησε και έτρεξε στην εικόνα.. Έψαξε το όνομα του Αγίου που εικονίζονταν. Αλήθεια, του έμοιαζε… κάτω αριστερά έγραφε: «Μέγας Βασίλειος».
Ο Χοακίμ κοίταξε με σεβασμό την εικόνα, έκανε τον σταυρό του και την ασπάστηκε.
«Υπάρχεις ΄Αγιε Βασίλη. Υπάρχεις και είσαι εδώ… δε φοράς κόκκινη στολή… δεν έχεις άσπρα γένια! ΕΙΣΑΙ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ, που φοράει λευκή στολή γιατρού και μου χάρισε το καλύτερο δώρο: Τη μαμά μου…
Σ΄ευχαριστώ…»
Αδαμίδης Μιχαήλ