
ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΧΟΥΝΤΑ
Η Άννα και η Μυρτώ είναι δυο πολύ καλές φίλες που μένουν στην ίδια γειτονιά της Αθήνας και είναι συνέχεια μαζί. Κάθε μέρα επισκέπτονται τη γιαγιά της Άννας και εκείνη τους λέει διάφορες ιστορίες από τη ζωή της. Την μέρα που έκλεισαν τα 18, τους είπε την ιστορία για τον πρώτο της έρωτα.
-Παιδιά μου, νομίζω πως ήρθε η ώρα να σας πω μια διαφορετική ιστορία. Θα σας πω την ιστορία της γνωριμίας μου με τον παππού σου.
-Για πες μας γιαγιά. Λέει η Άννα!
Αθήνα , Απρίλιος του 67
Δύσκολες μέρες για τη χώρα, δύσκολες και για μένα…εγώ τότε 20 χρονών. Μέναμε σε ένα ωραίο σπίτι στην Κηφισιά. Ο πατέρας μου είχε καταφέρει να αναπτύξει την οικογενειακή επιχείρηση. Εγώ τότε σπούδαζα στη Νομική δικηγόρος και ήμουν ερωτευμένη με έναν συμφοιτητή μου που ονομαζόταν Ισίδωρος. Ήταν γιός ενός γιατρού που τον είχαν εξορίσει στο εξωτερικό. Από την πρώτη στιγμή, ένιωσα κάτι πολύ δυνατό. Εκείνη τη μέρα, δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ. Ο Ισίδωρος με συνόδευσε μέχρι το στενό πριν το σπίτι μου. Όμως όταν ανέβηκα στο σπίτι μου, ο πατέρας μου μου ανακοίνωσε πως το βράδι θα ερχόταν ένας φίλος του με τον γιό του τον οποίο προόριζε για γαμπρό όταν θα τελείωνα τις σπουδές μου.
Έτσι και έγινε το βράδι της ίδιας μέρας έπρεπε να υποδεχθούμε τους καλεσμένους του πατέρα μου. Εγώ, παρόλο που δεν ήθελα να τον δω, έμεινα. Αλλά όταν μου ανακοίνωσαν ότι θα έπρεπε να παντρευτώ τον Γιώργο, δεν άντεξα και έτρεξα απευθείας στο δωμάτιό μου. Έπεσα στο κρεβάτι μου και άρχισα να κλαίω. Τότε ξαφνικά άκουσα τον ήχο μιας κιθάρας. Χωρίς να σκουπίσω τα δάκρυα μου, βγήκα στο μπαλκόνι και τον είδα. Ήταν ο Ισίδωρος. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Κατέβηκα και βρέθηκα κοντά του. Εκείνος μου σκούπισε τα δάκρυα, με χάιδευε και μου μιλούσε. Ένιωσα πώς είναι η πραγματική αγάπη και όχι τα ψεύτικα όνειρα του πατέρα μου και ο γάμος για να ενωθούν οι δύο οικογένειες, η δική μου και του Γιώργου. Ο Ισίδωρος με κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει τι σκέφτομαι. Τον φίλησα και ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Όταν κατέβηκα ξανά στο σαλόνι, οι καλεσμένοι είχαν φύγει και οι γονείς μου θυμωμένοι μού ανακοίνωσαν πως σε δέκα με δεκαπέντε μέρες το αργότερο θα παντρευόμουν τον Γιώργο.
Κόντευα να πεθάνω, δεν μπορούσα καν να το σκεφτώ ότι θα παντρευτώ τον Γιώργο και θα πρέπει μια ζωή να είμαι με έναν άνθρωπο που δεν αγαπάω. Δεν είπα τίποτα. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου αποφασισμένη. Μάζεψα λίγα ρούχα και τα βιβλία της σχολής και έφυγα μέσα στη νύχτα. Ήξερα τη διεύθυνση του διαμερίσματος που νοίκιαζε. Σε λίγο ήμουν έξω από την πόρτα του. Μόλις άνοιξε την πόρτα και με είδε, χωρίς να πει λέξη, με πήρε αγκαλιά. Όλο το βράδυ μιλούσαμε και τελικά πήραμε μαζί την απόφαση: θα μέναμε μαζί, θα βρίσκαμε δουλειά και θα παντρευόμασταν!
Μετά από λίγο καιρό, είχαμε βρει και οι δύο δουλειά και σπουδάζαμε παράλληλα. Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι!
Βέβαια, οι γονείς μου δεν μπορούσαν με τίποτα να το δεχτούν. Μια μέρα, όταν γύρισε ο Ισίδωρος σπίτι, μου είπε πως τον πλησίασε ένας από τους σωματοφύλακες του πατέρα μου και του πρόσφερε αμοιβή 100.000 δραχμές για να με χωρίσει και να με διώξει από το σπίτι. Τότε πήρα μια απόφαση: θα πήγαινα στο σπίτι μου, για να μιλήσω με τους γονείς μου και να ξεκαθαρίσω τα πράγματα.
Την ίδια μέρα χτυπάω το κουδούνι, η πόρτα ανοίγει, η μητέρα μου στέκει αμίλητη και με κοιτά με δακρυσμένα μάτια, αμέσως με σφίγγει στην αγκαλιά της. Εγώ παγώνω. Τότε, ο πατέρας με καλωσορίζει πίσω στο σπίτι, διατάζει μια υπηρέτρια να ετοιμάσει το δωμάτιό μου και να στείλει γράμμα στον πατέρα του Γιώργου πως επέστρεψα και να ξαναβάλουν μπροστά τις ετοιμασίες για τον γάμο. Τότε σταματάω τον πατέρα μου και του ανακοινώνω τον πραγματικό λόγο που τους επισκέφτηκα και τους απαγόρευσα να ενοχλήσουν ξανά εμένα ή τον Ισίδωρο, διότι είχαμε σκοπό να παντρευτούμε σε έναν μήνα από εκείνη την μέρα. Τότε ακούω ξάφνου έναν ήχο σαν κλείδωμα πόρτας. Με είχαν κλειδώσει στο πατρικό μου! Κλαίγοντας, παρακαλούσα τον πατέρα μου να με αφήσει να φύγω μα εκείνος ήταν αντίθετος .
- Και τι έκανες μετά γιαγιά;;; Ρωτάει η Άννα .
Δυστυχώς τα πράγματα αρχίσαν να περιπλέκονται. Αναγκάστηκα να συμφωνήσω να παντρευτώ τον Γιώργο και σε αντάλλαγμα ο πατέρας μου δεν θα ενοχλούσε ποτέ ξανά τον Ισίδωρο.
Η μέρα του γάμου μου έφτασε. Ο πατέρας του Γιώργου ήρθε και μου είπε :
- Κορίτσι μου χαίρομαι που θα μπεις στην οικογένεια μας. Είναι προς τιμήν σου που παράτησες αυτόν τον άξεστο.
- Κύριε Γιάννη…
- Πατέρα φώναζέ με.
- Εντάξει . Απλά θα ήθελα να μην μιλήσουμε ξανά για αυτό….
Η ώρα πέρασε και έπρεπε να φύγω με τον πατέρα μου για τον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη όπου θα γινόταν ο γάμος. Μπαίνουμε μέσα. Το μυστήριο ξεκίνησε. Όμως ξαφνικά άκουσα μια γνώριμη φωνή να λέει το όνομά μου…..και…
- Εγώ διαφωνώ και θα στηρίξω την άποψή μου μέχρι τέλους!
- Ποιος είναι αυτός που διακόπτει τον γάμο, φώναξε θυμωμένη η μητέρα του Γιώργου.
Εγώ είχα παγώσει…..δεν ήξερα τι να κάνω… Ο Ισίδωρος απέναντί μου με κοίταζε στα μάτια….Τότε, δεν ξέρω πώς αλλά είπα:
- Επιτρέψτε μου να βγω λίγο έξω και θα επιστρέψω αμέσως ώστε να τελειώνουμε…
- Εντάξει, μου είπε ο πατέρας μου.
Βγαίνοντας από τον ναό με τον Ισίδωρο, συνέχιζα να αναρωτιέμαι πώς βρέθηκε εδώ.
Ο Ισίδωρος τότε μου είπε :
- Σε παρακαλώ, έλα μαζί μου, να φύγουμε μακριά από όλους και από όλα!
- Ξέρεις πόσο το θέλω μα…
- Κατάλαβα !!!,με διέκοψε εκείνος.
- Όχι, ξέρεις πόσο σε αγαπάω, αλλά……
- Αν με αγαπάς, πάμε να φύγουμε, τώρα!
Δεν του απάντησα ποτέ….μόνο κράτησα σφιχτά το χέρι του.
Τα χρόνια πέρασαν, η χούντα έπεσε, και των συνταγματαρχών και του πατέρα μου. Αναγκάστηκαν να το δεχτούν. Εμείς καταφέραμε όχι μόνο να είμαστε μαζί αλλά και να φτιάξουμε μια όμορφη και μεγάλη οικογένεια.
Κορίτσια μου, εγώ αυτό ήθελα να ξέρετε. Να προσπαθείτε πάντα για ό,τι θέλετε και σας κάνει χαρούμενες.
ΤΕΛΟΣ
Κατερίνα Χρονοπούλου