Ενεργειακό Ισοζύγιο

Εισαγωγή

Το σωματικό βάρος ενός ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της ισορροπίας ανάμεσα σε ενέργεια που προσλαμβάνει και ενέργεια που δαπανά. Η ισορροπία αυτή καλείται ενεργειακό ισοζύγιο  και ουσιαστικά αποτελεί μια μαθηματική εξίσωση , της οποίας το αποτέλεσμα καθορίζει τη διατήρηση ή μεταβολή του σωματικού βάρους ενός ανθρώπου.

Για τον λόγο αυτό , όλες οι παρεμβάσεις που στοχεύουν είτε στην αύξηση είτε μείωση του σωματικού βάρους, με στόχο τη διατήρηση του σε υγιή επίπεδα, έχουν ως επίκεντρο την μεταβολή του ισοζυγίου ενέργειας

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ
Η έννοια του ενεργειακού ισοζυγίου περιλαμβάνει τις πολύπλοκες διαδικασίες που
συμμετέχουν στη ρύθμιση της ενεργειακής ομοιόστασης του ανθρώπινου οργανισμού,
δηλαδή την πρόσληψη ενέργειας μέσω της τροφής, την αξιοποίησή της για την κάλυψη των
αναγκών του σώματος, την αποθήκευσή της στο σώμα όταν βρίσκεται σε περίσσεια, την
απελευθέρωσή της από τις ενεργειακές αποθήκες του σώματος όταν υπάρχει έλλειψη,
καθώς και την επίδραση όλων των παραπάνω στο μέγεθος και τη σύσταση του σώματος. Πιο
απλά, το ενεργειακό ισοζύγιο μπορεί να νοηθεί ως η ισορροπία ανάμεσα στην ενέργεια που
προσλαμβάνεται και την ενέργεια που δαπανάται από ένα άτομο και η οποία καθορίζει σε
μεγάλο βαθμό τη διατήρηση ή τη μεταβολή του σωματικού του βάρους.

Ως ενεργειακή πρόσληψη ορίζεται η ενέργεια που προσλαμβάνεται μέσω της τροφής.
Υπενθυμίζεται ότι τα θερμιδογόνα θρεπτικά συστατικά των τροφίμων, δηλαδή αυτά που
αποδίδουν ενέργεια, είναι οι υδατάνθρακες (1 γραμμάριο αποδίδει 4 θερμίδες), οι
πρωτεΐνες (1 γραμμάριο αποδίδει 4 θερμίδες), τα λίπη (1 γραμμάριο αποδίδει 9 θερμίδες)
και το αλκοόλ (1 γραμμάριο αποδίδει 7 θερμίδες). Η συνολική ενεργειακή πρόσληψη, η
οποία συνήθως αναφέρεται σε χρονικό διάστημα μιας ημέρας (συνολική ημερήσια
ενεργειακή πρόσληψη) αποτελεί το άθροισμα των προσλαμβανόμενων θερμίδων από όλα
τα θρεπτικά συστατικά των τροφίμων και των ποτών που καταναλώνονται κατά τη διάρκεια
της ημέρας.

Η ενέργεια που προσλαμβάνει ένας άνθρωπος μέσω της τροφής μπορεί να
χρησιμοποιηθεί άμεσα για τις τρέχουσες ανάγκες του οργανισμού ή να αποθηκευτεί στο
σώμα για μελλοντική χρήση με τη μορφή γλυκογόνου (τόσο στο ήπαρ όσο και τους μυς),
λίπους (στο λιπώδη ιστό) ή πρωτεΐνης (στο μυϊκό ιστό) όταν το σώμα δεν έχει άμεση ανάγκη.
Να σημειωθεί ότι ο ανθρώπινος οργανισμός έχει την ικανότητα να ρυθμίζει την ποσότητα
της τροφής που προσλαμβάνει, και κατ’ επέκταση την ενεργειακή του πρόσληψη, μέσω
διαφόρων διεργασιών οι οποίες ρυθμίζουν τα αισθήματα της πείνας και του κορεσμού. Σε
αυτή την πολύπλοκη διαδικασία ρύθμισης της ενεργειακής πρόσληψης, που δεν έχει μέχρι
σήμερα διαλευκανθεί πλήρως, συμμετέχουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, διάφορα
βιομόρια με ορμονικές δράσεις και συγκεκριμένα όργανα και ιστοί του σώματος (εγκέφαλος,
ήπαρ, λιπώδης ιστός), ωστόσο επιδρούν και άλλοι παράγοντες, όπως γενετικοί, ψυχολογικοί
και εξωγενείς-περιβαλλοντικοί.
Ταυτόχρονα, ο ανθρώπινος οργανισμός δαπανά ενέργεια για να επιτελέσει τις διάφορες
λειτουργίες του, η οποία αποτελεί το δεύτερο σκέλος του ενεργειακού ισοζυγίου, δηλαδή
την ενεργειακή δαπάνη. Η δαπανώμενη ενέργεια αυτή μπορεί να αφορά τόσο ακούσεις
διεργασίες που συμβαίνουν στο ανθρώπινο σώμα με στόχο την επιβίωσή του (π.χ.
λειτουργία της καρδιάς, αναπνοή, λειτουργία εγκεφάλου, αντιδράσεις μεταβολισμού, κλπ.)
όσο και δραστηριότητες που πραγματοποιούνται συνειδητά από τον άνθρωπο (π.χ. κίνηση).
Ειδικότερα, σε κυτταρικό επίπεδο, ο ανθρώπινος οργανισμός δαπανά ενέργεια, προκειμένου
να επιτελέσει έργο τριών ειδών, και πιο συγκεκριμένα χημικό έργο, για να γίνει η βιοσύνθεση
μορίων, μηχανικό έργο, για να πραγματοποιηθεί η μυϊκή συστολή και ηλεκτρικό έργο, για τη
διατήρηση των ιοντικών βαθμίδων κατά μήκος των κυτταρικών μεμβρανών. Κάθε φορά που
η μία μορφή ενέργειας μετατρέπεται σε άλλη, παράγεται θερμότητα και αυτή η απώλεια
ενέργειας καλείται θερμογένεση.

Η συνολική ενεργειακή δαπάνη διακρίνεται περαιτέρω σε
τρία μέρη, και πιο συγκεκριμένα το βασικό μεταβολισμό, την τροφογενή θερμογένεση και
την ασκησιογενή θερμογένεση.

Αναλυτικότερα, το μεγαλύτερο μέρος της ενεργειακής
δαπάνης του ανθρώπου αφορά στον βασικό μεταβολισμό ή βασικό μεταβολικό ρυθμό (Basic
Metabolic Rate, BMR), δηλαδή την ενέργεια που απαιτείται, προκειμένου ο οργανισμός να
διατηρήσει τις φυσιολογικές του λειτουργίες, όπως η μυϊκή δραστηριότητα, η αναπνοή και
ο καρδιακός παλμός. Ουσιαστικά, πρόκειται για την ελάχιστη ποσότητα ενέργειας που
απαιτείται για τη διατήρηση ενός ανθρώπινου οργανισμού στη ζωή, σε κατάσταση απόλυτης
ανάπαυσης. Συνήθως, ο BMR αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών
απαιτήσεων του ανθρώπου, καθώς υπολογίζεται ότι καλύπτει περίπου τα δύο τρίτα της
συνολικής ενεργειακής δαπάνης του. Ο BMR διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο,
καθώς επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, με κυριότερους το μέγεθος και τη σύσταση
του σώματος (σωματικό, βάρος, ύψος και μυϊκή μάζα σώματος), την ανάπτυξη, τη
θερμοκρασία του περιβάλλοντος, την κατάσταση υγείας, καθώς και ορμονικές ή άλλες
παραμέτρους. Αναλυτικότερα, ως προς το μέγεθος και τη σύσταση του σώματος, τα
ψηλότερα άτομα έχουν κατά κανόνα υψηλότερο BMR (επειδή έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια
σώματος, άρα εμφανίζουν και μεγαλύτερες απώλειες θερμότητας), ενώ όσο μεγαλύτερη
είναι η μυϊκή μάζα ενός ατόμου, τόσο μεγαλύτερος είναι ο BMR του. Συνεπώς, οι άνδρες
έχουν συνήθως μεγαλύτερο BMR σε σχέση με τις γυναίκες, όπως και τα άτομα με
υπερβάλλον βάρος σε σύγκριση με τα άτομα φυσιολογικού σωματικού βάρους, ενώ τα
ηλικιωμένα άτομα έχουν μικρότερο BMR σε σύγκριση με τα νεότερα. Η σωματική ανάπτυξη
επηρεάζει, επίσης, σε μεγάλο βαθμό την ενεργειακή δαπάνη του σώματος, καθώς ο
κυτταρικός πολλαπλασιασμός και η ανάπτυξη νέων ιστών απαιτούν επιπλέον ενέργεια. Έτσι,
οργανισμοί που βρίσκονται στην ανάπτυξη, δηλαδή τα παιδιά και οι έφηβοι, καθώς και οι
έγκυοι ή οι θηλάζουσες γυναίκες, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες ενεργειακές απαιτήσεις λόγω
της ανάπτυξης του εμβρύου ή λόγω παραγωγής γάλακτος, αντιστοίχως, εμφανίζουν
υψηλότερο BMR. Παράλληλα, η προσαρμογή σε πολύ χαμηλές ή πολύ υψηλές θερμοκρασίες
περιβάλλοντος, όπως και ο πυρετός, αυξάνουν τον BMR, λόγω της προσπάθειας του
σώματος να διατηρήσει τη θερμοκρασία του σώματος σταθερή σε συγκεκριμένα επίπεδα,
τα οποία συμβαδίζουν με την επιβίωσή του. Ως προς την παρουσία νόσου, οξείας ή χρόνιας,
αυτή συνήθως αυξάνει την ενεργειακή δαπάνη του σώματος λόγω των διεργασιών που
εμπλέκονται στην αντιμετώπισή της (π.χ. σύνθεση πρωτεϊνών οξείας φάσης, σύνθεση
αντισωμάτων, κλπ.) επομένως οδηγεί σε παροδική αύξηση του BMR μέχρι την θεραπεία της.
Αυτός είναι, μεταξύ άλλων, ένας λόγος που εξηγεί την απώλεια βάρους, η οποία
παρατηρείται συχνά σε άτομα που νοσούν. Τέλος, τα επίπεδα των ορμονών στο σώμα
επηρεάζουν σημαντικά τον BMR, και πιο συγκεκριμένα, τα αυξημένα επίπεδα θυρεοειδικών
ορμονών ή τα αυξημένα επίπεδα ορμονών του στρες (κυρίως αδρεναλίνη) οδηγούν σε
αύξησή του και αντιστρόφως. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο μόνος τρόπος ενίσχυσης του BMR
είναι η αύξηση της μυϊκής μάζας του σώματος μέσω αύξησης των επιπέδων σωματικής
δραστηριότητας, ενώ σε αντίθεση με λανθασμένες πεποιθήσεις που κατά καιρούς
προβάλλονται, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα θρεπτικά συστατικά, τρόφιμα, συμπληρώματα
διατροφής ή φαρμακευτικοί παράγοντες που αυξάνουν τον BMR και βοηθούν στην απώλεια
βάρους ή αντιθέτως που τον μειώνουν-μπλοκάρουν και οδηγούν στην αύξηση του
σωματικού βάρους. Μάλιστα, με το πέρας της ηλικίας, παρατηρείται μια σταδιακή μείωση
του BMR, η οποία είναι φυσιολογικό αποτέλεσμα του γήρατος και της αλλαγής της σύστασης
του σώματος (μείωση μυϊκής μάζας και αύξηση λιπώδους μάζας σώματος).

Ένα άλλο μέρος
της ενεργειακής δαπάνης αφορά την τροφογενή θερμογένεση (ΤΘ), η οποία αντιστοιχεί στο
5-10% του συνόλου της και αναφέρεται στην ενέργεια που δαπανάται για την πέψη, το
μεταβολισμό, τη μετατροπή και αποθήκευση των προσλαμβανόμενων μέσω της τροφής
θρεπτικών στοιχείων. Το πιο ευμετάβλητο, όμως, μέρος της ενεργειακής δαπάνης αφορά την
ενεργειακή δαπάνη από τη σωματική δραστηριότητα, ή οποία ονομάζεται και ασκησιογενής
θερμογένεση (ΑΘ). Ως σωματική δραστηριότητα ορίζεται οποιαδήποτε κίνηση του σώματος
η οποία δαπανά ενέργεια πέραν του BMR. Εάν μάλιστα πρόκειται για οργανωμένη σωματική
δραστηριότητα (π.χ. η συστηματική δραστηριότητα σε υπαίθριο ή κλειστό χώρο, η
ενασχόληση με κάποιο άθλημα, κλπ.), τότε αυτή καλείται άσκηση. Αν και ποικίλει σημαντικά
από άτομο σε άτομο, η ΑΘ κατά μέσο όρο αντιστοιχεί στο 20-40% της ενεργειακής δαπάνης.
Το σύνολο των παραπάνω αποτελεί τη συνολική ενεργειακή δαπάνη (ΣΕΔ), η οποία ορίζεται
ως το άθροισμα του βασικού μεταβολικού ρυθμού, της τροφογενούς θερμογένεσης και της
ασκησιογενούς θερμογένεσης (ΣΕΔ = ΒΜΡ + ΤΘ + ΑΘ). Συνήθως, η μέτρησή της αφορά ένα
συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, για παράδειγμα ένα 24ωρο (συνολική ημερήσια
ενεργειακή δαπάνη).
Η αριθμητική διαφορά ανάμεσα στην ενεργειακή πρόσληψη και την ενεργειακή δαπάνη
ενός ατόμου, ορίζει το ενεργειακό ισοζύγιο ή ισοζύγιο ενέργειας (ΙΕ). Δηλαδή, το ΙΕ ισούται
με την προσλαμβανόμενη ενέργεια μείον τη δαπανώμενη ενέργεια. Στην περίπτωση που τα
δύο σκέλη του ΙΕ ταυτίζονται, δηλαδή η προσλαμβανόμενη ενέργεια ισούται με τη
δαπανώμενη, τότε το ΙΕ χαρακτηρίζεται ως μηδενικό και το σωματικό βάρος του ατόμου
παραμένει σταθερό. Στην πράξη, οι δύο τιμές δεν ταυτίζονται ποτέ επακριβώς, ωστόσο σε
άτομα που διατηρούν σταθερό το σωματικό τους βάρος παρατηρούνται μικρές αποκλίσεις
από μέρα σε μέρα, είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση, οι οποίες συμβάλλουν
σε ένα μηδενικό ΙΕ μακροπρόθεσμα. Αντιθέτως, μια συστηματική ανισορροπία στο ΙΕ,
δηλαδή μια διαφορά ανάμεσα στη ενεργειακή πρόσληψη και την ενεργειακή δαπάνη για
μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να επιφέρει μακροπρόθεσμα σημαντική διαφοροποίηση
στο σωματικό βάρος ενός ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα, εάν το ΙΕ είναι θετικό, δηλαδή εάν
η ενεργειακή πρόσληψη υπερτερεί της ενεργειακής δαπάνης, τότε παρατηρείται αύξηση του
σωματικού βάρους. Θετικό ΙΕ υπάρχει κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης ή της εγκυμοσύνης,
καθώς όπως προαναφέρθηκε στις καταστάσεις αυτές το σώμα απαιτεί επιπλέον ενέργεια
για να καλύψει τις ανάγκες του και να συνθέσει ιστούς, η οποία πρέπει να προσλαμβάνεται
μέσω της τροφής. Πέραν των παραπάνω ειδικών περιπτώσεων, στους ενήλικες, οι οποίοι δεν
αναπτύσσονται σωματικά, το πλεόνασμα της προσλαμβανόμενης ενέργειας συνήθως
αποθηκεύεται με τη μορφή σωματικού λίπους, ενώ, σε περίπτωση άσκησης, η πλεονάζουσα
ενέργεια αποθηκεύεται εν μέρει και με τη μορφή σωματικής πρωτεΐνης (μυϊκός ιστός). Όταν
το θετικό ΙΕ διατηρείται μακροχρόνια, αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης υπέρβαρου ή και
παχυσαρκίας, ενώ η αύξηση του σωματικού λίπους πέρα από κάποιο όριο είναι ιδιαιτέρως
επιβαρυντική, καθώς αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων μη μεταδοτικών νοσημάτων,
συμπεριλαμβανομένης της υπέρτασης, του σακχαρώδους διαβήτη, των καρδιαγγειακών
νοσημάτων και συγκεκριμένων τύπων καρκίνου. Αντιθέτως, όταν το ΙΕ είναι αρνητικό, όταν
δηλαδή η ενεργειακή πρόσληψη υπολείπεται της ενεργειακής δαπάνης, τότε παρατηρείται
μείωση του σωματικού βάρους. Πιο συγκεκριμένα, όταν η εξωγενής ενεργειακή πρόσληψη
δεν επαρκεί για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του σώματος, τότε χρησιμοποιείται
η ενέργεια που είναι αποθηκεμένη στο σώμα. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη ενότητα,
η σημαντικότερη αποθήκη ενέργειας του σώματος είναι ο λιπώδης ιστός, ο οποίος
τροφοδοτεί τους υπόλοιπους ιστούς του σώματος με τριακυλογλυκερόλες όταν υπάρχει
ανάγκη. Πέρα όμως από το λιπώδη ιστό, σε περίπτωση αρνητικού ΙΕ, πλήττεται και ο μυϊκός
ιστός, σε βαθμό που ποικίλλει ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, τη φυσική κατάσταση, τη
διατροφή και τη γενικότερη κατάσταση υγείας του ατόμου. Να σημειωθεί ότι το
μακροχρόνιο αρνητικό ΙΕ μπορεί να είναι εξίσου επικίνδυνο για την υγεία, καθώς μπορεί να
οδηγήσει σε ανεπιθύμητα χαμηλό σωματικό βάρος, γεγονός που αποτελεί παράγοντα
κινδύνου για υποσιτισμό και συνδέεται με επιπλοκές στην υγεία, οι οποίες προκύπτουν ως
απόρροια της ανεπαρκούς κάλυψης των διατροφικών αναγκών του οργανισμού (ανάγκες σε
ενέργεια και σε θρεπτικά συστατικά).
Σε κάθε περίπτωση, η ισορροπία του ΙΕ στο σημείο εκείνο που ευνοεί τη διατήρηση ενός
υγιούς σωματικού βάρους αποτελεί στόχο για όλον τον πληθυσμό. Η αξιολόγηση του
σωματικού βάρους, γίνεται κατά κανόνα με τη χρήση ενός δείκτη, ο οποίος καλείται δείκτης
μάζας σώματος (ΔΜΣ), και υπολογίζεται με βάση το βάρος και το ύψος ενός ατόμου με τον
εξής μαθηματικό τύπο: βάρος (μετρημένο σε κιλά) / ύψος2
(μετρημένο σε μέτρα). Για
παράδειγμα, εάν ένας άνθρωπος ζυγίζει 70 κιλά και έχει ύψος 1,75 μέτρα, τότε ο ΔΜΣ του
είναι: 70 / 1,75 x 1,75 = 22,9 κιλά/μέτρα2
. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας,
τιμές του ΔΜΣ κάτω από 18,5 κιλά/μέτρα2 κατατάσσουν ένα άτομο στην κατηγορία του
λιποβαρούς, τιμές μεταξύ 18,5 και 25 κιλά/μέτρα2 συνεπάγονται ένα φυσιολογικό σωματικό
βάρος, τιμές μεγαλύτερες από 25 κιλά/μέτρα2 κατατάσσουν ένα άτομο στην κατηγορία του
υπέρβαρου, ενώ τιμές μεγαλύτερες από 30 κιλά/μέτρα2 κατατάσσουν ένα άτομο στην
κατηγορία του παχύσαρκου. Ο ΔΜΣ δεν αποτελεί μια άμεση εκτίμηση της σύστασης του
σώματος, δηλαδή της αναλογίας μεταξύ της μυϊκής και της λιπώδους μάζας σώματος,
ωστόσο θεωρείται ότι συσχετίζεται ισχυρά με το επίπεδο σωματικού λίπους, η συσσώρευση
του οποίου είναι επιβαρυντική για την υγεία. Να σημειωθεί ότι ο ΔΜΣ δεν είναι έγκυρος
στην αξιολόγηση του σωματικού βάρους σε συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων, όπως
άτομα που ασκούνται συστηματικά και μπορεί να έχουν αυξημένη μυϊκή μάζα αλλά
φυσιολογικό ποσοστό σωματικού λίπους ή εγκύους γυναίκες, στις οποίες το υπερβάλλον
βάρος αποτελεί μια φυσιολογική απόκριση του οργανισμού με στόχο την επαρκή ανάπτυξη
του εμβρύου, γι’ αυτό και η χρήση του αντενδείκνυται στις ομάδες αυτές. Ωστόσο, αποτελεί
έναν εύχρηστο δείκτη για την αξιολόγηση του σωματικού βάρους και γι’ αυτό
χρησιμοποιείται ευρέως για την εκτίμηση των ποσοστών λιποβαρούς, υπέρβαρου και
παχυσαρκίας σε επίπεδο πληθυσμού. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η αξιολόγηση του
σωματικού βάρους των παιδιών δεν γίνεται με βάση τις τιμές που αναφέρθηκαν
προηγουμένως για το ΔΜΣ των ενηλίκων, αλλά με βάση ειδικές τιμές, ξεχωριστές για κάθε
φύλο και ηλικία, οι οποίες θα παρουσιασθούν αναλυτικά σε επόμενη ενότητα. Ενδεικτικά,
στην ηλικία των 12 ετών, ως υπέρβαρα θεωρούνται τα αγόρια με ΔΜΣ από 21,2 κιλά/μέτρα
και άνω, καθώς και τα κορίτσια με ΔΜΣ από 21,7 κιλά/μέτρα2 και άνω.

Με βάση τα παραπάνω, ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει το σωματικό του βάρος, είτε
μεταβάλλοντας την ενεργειακή του πρόσληψη είτε μεταβάλλοντας το επίπεδο της
σωματικής του δραστηριότητας, είτε μέσω συνδυασμού αυτών, δεδομένου ότι ο βασικός
μεταβολικός ρυθμός και η τροφογενής θερμογένεση δεν μπορούν να μεταβληθούν σε
μεγάλο βαθμό. Μάλιστα, στο πλαίσιο της διατήρησης ενός υγιούς σωματικού βάρους, το
επίπεδο της ενεργειακής πρόσληψης και το επίπεδο της σωματικής δραστηριότητας είναι
άμεσα συνδεδεμένα. Το γεγονός αυτό τονίζεται στις Διατροφικές Οδηγίες για τους
Αμερικανούς του 2010, σύμφωνα με τις οποίες όσο αυξάνονται τα επίπεδα της σωματικής
δραστηριότητας, τόσο αυξάνονται και οι ενεργειακές ανάγκες του σώματος σε όλες τις
ηλικίες και στα δύο φύλα (Πίνακας 1). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όσο περισσότερη
σωματική δραστηριότητα εκτελεί κανείς τόσο μεγαλύτερο περιθώριο έχει να αυξήσει την
ενεργειακή του πρόσληψη, χωρίς να αυξήσει παράλληλα και το σωματικό του βάρος, και το
αντίστροφο. Αντιστοίχως, όσο περισσότερο αυξάνεται η ενεργειακή πρόσληψη ενός ατόμου
τόσο θα πρέπει να αυξάνεται και η ενέργεια που δαπανά σε σωματική δραστηριότητα, με
στόχο την πρόληψη της αύξησης του σωματικού βάρους. Έτσι, στην περίπτωση των
ενηλίκων, μια προσεκτική ισορροπία ανάμεσα στην ενεργειακή πρόσληψη και την
ενεργειακή δαπάνη είναι αναγκαία για τη διατήρηση του σωματικού βάρους σε υγιή
επίπεδα, ενώ σε περίπτωση υπέρβαρου ή παχυσαρκίας συνήθως συστήνεται μια μείωση της
ενεργειακής πρόσληψης από την τροφή σε συνδυασμό με μια αύξηση της ενεργειακής
δαπάνης μέσω της σωματικής δραστηριότητας. Στην περίπτωση των παιδιών, μεγαλύτερη
έμφαση δίνεται στο κομμάτι της ενεργειακής δαπάνης, καθώς η μεγάλη μείωση της
ενεργειακής πρόσληψης δεν είναι θεμιτή, λόγω των αυξημένων διατροφικών αναγκών που
παρατηρούνται στην ευαίσθητη παιδική και εφηβική ηλικία ως απόρροια της σωματικής
ανάπτυξης. Συνεπώς, ειδικά για τα παιδιά, η σωματική δραστηριότητα αποτελεί ίσως τον
σπουδαιότερο παράγοντα για την ρύθμιση του ενεργειακού ισοζυγίου, ενώ συνοδεύεται
από ποικίλα οφέλη στην υγεία και γενικότερα τη ζωή τους.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης