Ο Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο (πορτογαλικά: Edson Arantes do Nascimento, προφορά: ˈɛtsõ (w)ɐˈɾɐ̃tʃiz du nɐsiˈmẽtu, Τρες Κορασόες, 23 Οκτωβρίου 1940 – Σάο Πάολο, 29 Δεκεμβρίου 2022) γνωστός ως Πελέ (πορτογαλικά: Pelé), ήταν Βραζιλιάνος διεθνής ποδοσφαιριστής. Έχει αναγνωριστεί ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών από τη FIFA[1] και τη Δ.Ο.Ε.[2] και ευρέως θεωρείται ως ο μεγαλύτερος στην ιστορία του αθλήματος.[3][4][5][6][7][8][9] Γνωστός και ως ο «Βασιλιάς του Ποδοσφαίρου», κατέχει επίσης τον τίτλο «Αθλητής του Αιώνα» από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Το έτος 2000 σε παγκόσμια δημοσκόπηση της FIFA στο διαδίκτυο για την ανάδειξη του καλύτερου ποδοσφαιριστή του 20ού αιώνα, ήρθε δεύτερος πίσω από το Ντιέγκο Μαραντόνα, ενώ αντίθετα, στην ψηφοφορία της «FIFA Football family» και των αναγνωστών του περιοδικού «FIFA Magazine» ο Πελέ ήρθε πρώτος. Τα ατομικά του επιτεύγματα και οι διακρίσεις του τον κατατάσσουν ως τον πιο διάσημο και δημοφιλή όχι μόνο στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία αλλά και στο σύνολο του κόσμου των σπορ.[8][10][11]
Αποκαλούμενος και ως «Μαύρο Μαργαριτάρι» (
Pérola Negra),
[12] έχει ψηφιστεί ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα από τη Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής Ποδοσφαίρου (
IFFHS) λαμβάνοντας 1.705 πόντους, με δεύτερο το
Γιόχαν Κρόιφ με 1.303.
[13] To 1999 εξελέγη Ποδοσφαιριστής του Αιώνα μετά από ψηφοφορία των νικητών (1956–1999) της
Χρυσής Μπάλας του περιοδικού
France Football.
[14]
Ξεκίνησε την καριέρα του το 1956 αγωνιζόμενος με τη
Σάντος στην οποία παρέμεινε σχεδόν 18 χρόνια λόγω της αγάπης του για την ομάδα του, αλλά και της απαγόρευσης που εφήρμοσε η κυβέρνηση της χώρας, καθώς το 1961 ο τότε
Πρόεδρος της Βραζιλίας με σχετικό νόμο τον χαρακτήρισε «εθνικό θησαυρό», προκειμένου να μην μπορέσει να αποκτηθεί από σύλλογο άλλης χώρας.
[15][16] Κατά τη διάρκεια της καριέρας του κέρδισε όλους τους ομαδικούς και ατομικούς τίτλους που διεκδίκησε και απέκτησε πρωτοφανή παγκόσμια φήμη ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που είχε μέχρι τότε παρουσιαστεί ήδη από τα πρώτα χρόνια της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, ενώ άλλαξε την πορεία της ομάδας που από μέτριας δυναμικότητας έγινε πρωταθλήτρια κόσμου σε λιγότερο από πέντε χρόνια.
[17] Έκλεισε την καριέρα του στις
ΗΠΑ το 1977, όπου αγωνίστηκε για τρεις σεζόν, αυξάνοντας κατακόρυφα τη δημοτικότητα του ποδοσφαίρου, οδηγώντας και άλλους σπουδαίους παίκτες να πράξουν το ίδιο εκείνη την περίοδο. Λειτούργησε ως παγκόσμιος πρέσβης για το άθλημα από την αρχή της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας και οι δύο σύλλογοι που αγωνίστηκε έκαναν περιοδείες σε πολυάριθμες χώρες για να συμμετάσχουν σε φιλικά παιχνίδια.
[18][19
Η καταξίωσή του στο ανώτατο επίπεδο ήρθε με τη συμμετοχή του στα
Παγκόσμια Κύπελλα με την εθνική του ομάδα: πρώτου συμπληρώσει τα 22 του χρόνια ήταν δύο φορές παγκόσμιος πρωταθλητής συνεισφέροντας τα μέγιστα στην μέχρι τότε χωρίς τον κορυφαίο τίτλο Βραζιλία, ο δε ίδιος κατάκτησε τον τίτλο τρεις φορές, ο μόνος ποδοσφαιριστής που έχει πετύχει κάτι τέτοιο. Ανεπανάληπτο είναι το γεγονός ότι η κορυφή του κόσμου ήρθε πρώτα σε διεθνές επίπεδο σε ηλικία πριν τη συμπλήρωση των 18 χρόνων του στη διοργάνωση του 1958 και ακολούθησε η καταξίωση σε συλλογικό επίπεδο.
[17][20][21] Το 1962 στο
Παγκόσμιο Κύπελλο της Χιλής, τραυματίστηκε στον αγώνα με την
Τσεχοσλοβακία και δεν συνέχισε στη διοργάνωση. Το 1966 στο
Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας είχε ανάλογη τύχη στον αγώνα με την
Πορτογαλία. Το
1970 σκόραρε σε τέταρτο συνεχόμενο Κύπελλο και ήταν ο κορυφαίος παίκτης της διοργάνωσης που συγκέντρωσε όλες τις ιστορικά κορυφαίες ποδοσφαιρικές δυνάμεις σε κατάσταση ισχύος.
[22]