Η αντίθετη άποψη

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, Το ιστολόγιο του Νίκου Σαρντάκου για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και…όλα τα άλλα»
17 Δεκεμβρίου, 2020

Κινδυνεύει άραγε η ελληνική γλώσσα από τις ξένες λέξεις;

Πλησιάζουν τα περίεργα Χριστούγεννα της φετινής σημαδεμένης χρονιάς, κι αυτά σημαδεμένα, και δύσκολα βρίσκει κανείς θέμα συζήτησης άλλο από τον εγκλεισμό και τα προβλήματα που προκαλεί, οικονομικά και ψυχολογικά, τον καθημερινό αριθμό των θυμάτων, που πολύ αργά μειώνεται, το εμβόλιο που προβάλλεται ως πανάκεια.
Από αυτή την άποψη, είναι παραπάνω από καλοδεχούμενη η συζήτηση που ξεκίνησε για τον κίνδυνο που (υποτίθεται ότι) αντιπροσωπεύουν για τη γλώσσα μας οι ξένες λέξεις, ιδίως τα αγγλικά δάνεια, κι ας ξεκίνησε η συζήτηση από τη δυσαρέσκεια του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη για όρους όπως λοκντάουν, ντελίβερι ή click away, δηλαδή όρους που τους έφερε στο προσκήνιο ή και τους γέννησε η πανδημία. Με το να συζητάμε κάτι γλωσσικό, έχουμε την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμαστε σε πιο ανέφελους καιρούς.
Ειδικά για τον όρο click away συζητήσαμε προχτές, οπότε και ανέφερα, αν και χωρίς να σχολιάσω, το κυριακάτικο άρθρο του Γ. Μπαμπινιώτη στην Καθημερινή, στο οποίο ο καθηγητής απαντά σε σχετικά άρθρα του Π. Μανδραβέλη και του Τ. Θεοδωρόπουλου, οι οποίοι είχαν διαφωνήσει με την εκστρατεία του, και εκθέτει τις γενικότερες απόψεις του εναντίον της «γλωσσικής αγγλοκρατίας» προσάπτοντας «γλωσσική ακηδία» σε όσους δείχνουν ανεκτικότητα ή μοιρολατρία σε αυτή την εισροή ξένων όρων.
Ακολούθησε ανακοίνωση της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, ενός σωματείου που κατά καιρούς έχει πάρει συντηρητικότατες θέσεις σε ζητήματα σχετικά με το γλωσσικό. Η ΠΕΦ καταγγέλλει «την άκριτη υιοθέτηση αμετάφραστων ξενικών όρων σε ποικίλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, με συνέπεια να νοθεύεται το γλωσσικό αίσθημα και βαθμιαία να μετατρέπεται η γλώσσα της καθημερινότητας σε ένα υβριδικό, αγγλοελληνικό ιδίωμα».
Φέρνουν τα εξής παραδείγματα: Βλέπουμε έτσι λέξεις που συνδέονται με το γλωσσικό αίσθημα πλατιών λαϊκών στρωμάτων, όπως π.χ. οι σχετιζόμενες με τον τομέα του αθλητισμού, να μετατρέπονται σε αγγλικές, όπως «Super League», αντί «Πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής Κατηγορίας», Football League, αντί «Πρωτάθλημα Β΄ Εθνικής Κατηγορίας» κ.ο.κ. Το ίδιο συμβαίνει στον χώρο της πολιτικής, όπου τα «hot spots» τείνουν σχεδόν ολοσχερώς να αντικαταστήσουν τα «Κέντρα Φιλοξενίας», το «debate» την «τηλεμαχία», το «win win» το «αμοιβαίο όφελος» κ.λπ. Στον χώρο της οικονομίας, τα POS και τα Black Friday, τα takeaway, clickaway, e-shops, delivery κ.τ.τ. αποτελούν την κορυφή ενός ραγδαία διογκούμενου παγόβουνου.
Η ΠΕΦ θεωρεί επιτακτική ανάγκη τη «δημιουργία ενός επίσημου επιτελικού οργάνου, στελεχωμένου από πνευματικούς ανθρώπους που αποδεδειγμένα γνωρίζουν και μεριμνούν για τη γλωσσική και πολιτισμική μας παράδοση, οι οποίοι θα είναι σε θέση να δίνουν ανά πάσα στιγμή λύση στα προβλήματα που θέτει επί τάπητος η ανάγκη χρήσης νεολογισμών σε κάθε τομέα της καθημερινής δραστηριότητας. Οι ίδιοι άνθρωποι μπορούν να αναλάβουν και το έργο της σταδιακής αποκατάστασης των όρων που σήμερα έχουν αντικατασταθεί από ξενικούς«.
Τέλος, η ΠΕΦ υποστηρίζει ότι «επιβάλλεται να κατοχυρωθεί στο νέο σύνταγμα η προστασία της ελληνικής γλώσσας, με την ίδια στοργική μέριμνα η οποία προβλέπεται για την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας του τόπου», παρόλο που την προηγούμενη φορά που υπήρξε συνταγματική προστασία της επίσημης γλωσσικής ποικιλίας, στο Σύνταγμα του 1911, αυτό οδήγησε σε διώξεις δημοτικιστών και σε καθήλωση της πνευματικής ζωής και, κατά τη γνώμη πολλών όπως του Γ. Σεφέρη, έβλαψε τη διδασκαλία της γλώσσας και τη διάπλαση γλωσσικού αισθήματος.
Δεν συμφωνώ με την ανακοίνωση του συνδέσμου των φιλολόγων. Καταρχάς, δεν τεκμηριώνεται η βαριά κατηγορία ότι η γλώσσα της καθημερινότητας έχει μετατραπεί σε «αγγλοελληνικό υβριδικό ιδίωμα», που αν την καλοσκεφτούμε θα σήμαινε ότι και ένας Άγγλος, χωρίς να έχει μελετήσει την ελληνική, μπορεί να την καταλάβει μέσες-άκρες ακριβώς επειδή τόσο πολλοί οροι θα του είναι οικείοι.
Ούτε γίνεται παραπομπή σε κάποια μελέτη που να δείχνει ότι ο αριθμός των εισαγόμενων «αμετάφραστων ξενικών όρων» έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Κάποια από τα παραδείγματά τους, όπως η μετατροπή της Α’ Εθνικής Κατηγορίας σε Super League δεν είναι πρόσφατα (είναι όρος του 2006!), ενώ σε άλλες περιπτώσεις (hot spot, win win κτλ.) δεν αντικατέστησε ο ξένος όρος τον ελληνικό, όπως υποστηρίζει η ανακοίνωση, αλλά ο ξένος όρος προηγήθηκε και ο ελληνικός που προτάθηκε δεν κατάφερε να τον εκτοπίσει. Είναι εντυπωσιακό ότι φιλόλογοι, επιστήμονες άνθρωποι, κάνουν μια ανακοίνωση χωρίς να στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα, σε κάποια έρευνα -απλώς σε εμπειρικές, καφενειακές θα έλεγα, παρατηρήσεις.
Ως προς την πρόταση για ίδρυση επιτελικού οργάνου, η ΠΕΦ παραβιάζει ανοιχτές πόρτες. Τέτοια όργανα υπάρχουν και συνεργάζονται στο Ελληνικό Δίκτυο Ορολογίας, με συμμετοχή και των μεταφραστικών υπηρεσιών των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Αλλά η τυποποίηση της ορολογίας είναι δύσκολη και χρονοβόρα υπόθεση, όπως θα διαπιστώσει όποιος επιχειρήσει να ασχοληθεί μαζί της (το λέω εκ πείρας).
Την πρόταση της ΠΕΦ την επικρότησε ο κ. Μπαμπινιώτης, σε νέα του ανάρτηση: Χαιρετίζω την πρωτοβουλία τής Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων (ΠΕΦ) να παρέμβει δημόσια και να εκφράσει την γνώμη της για τον καταιγισμό ξένων λέξεων που πλήττει τελευταία την γλώσσα μας κατά προκλητικό τρόπο. Διότι είναι πρόκληση γλωσσική το Black Friday, το click away, τα delivery με courier, το lockdown, τα rapid test (tests, συγγνώμη) και η επερχόμενη χριστουγεννιάτικη ευχή που θα μάς απευθυνθεί από πολλά καταστήματα, το Merry Christmas (έχετε δίκιο να φοβάστε, αγαπητέ μου αξεπέραστε δάσκαλε τής γελοιογραφίας, κ. Κώστα Μητρόπουλε ότι μπορεί και να μού επιφέρει λιποθυμία η εκτόξευση αγγλιστί τής συγκεκριμένης ευχής αντί τού «Καλά Χριστούγεννα» [γελοιογραφία στα Νέα]).
Πολύ πιο νηφάλιο, το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών παρέπεμψε στην κλασική μελέτη του Μαν. Τριανταφυλλίδη «Ξενηλασία ή ισοτέλεια;» (κατεβαίνει από εδώ αλλά αργεί να φορτώσει).
Ως προς τον κ. Μπαμπινιώτη, φοβάμαι ότι με την εκστρατεία του υπερεκτίθεται και κινδυνεύει τα λεγόμενά του να μην γίνονται πλέον αντικείμενο συζήτησης από γλωσσολόγους ή φιλολόγους ή πολίτες που ενδιαφέρονται για τα γλωσσικά αλλά από γελοιογράφους, ευθυμογράφους και επιθεωρησιογράφους.

Όσο για τον κατακλυσμό δανείων, πρέπει πρώτα να αποδειχτεί. Μας κάνουν βέβαια πολλή εντύπωση οι εισαγόμενοι νεολογισμοί, διότι ακριβώς είναι κάτι καινούργιο, αλλά δεν συνειδητοποιούμε εξίσου εύκολα πόσα ξένα δάνεια παύουν να λέγονται. Για να φέρω ένα παράδειγμα, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 είχαμε στο σπίτι μας λίβινγκ ρουμ (και σκετο «λιβινγκ), ασυμμόρφωτο δάνειο. Σήμερα ο όρος ακούγεται πολύ λιγότερο. Σήμερα έχουμε σαλόνι (δάνειο μεν αλλά πλήρως συμμορφωμένο) ή καθιστικό.
Ούτε έχουν επιβιώσει όλοι οι γαλλισμοί και άλλοι ξενισμοί του μεσοπολέμου. Ξέρει κανείς τι είναι το «μπράιτζ φαντζ» που φορούσε η κ. Δρούλια στη δεξίωση του 1931;
Έπειτα, οι κινδυνολογούντες για τα αθρόα δάνεια δεν μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν σε τι ακριβώς συνίσταται ο κίνδυνος, δηλαδή τι θα πάθει ακριβώς η ελληνική γλώσσα αν δεχτεί άφθονα δάνεια. Ή, όπως οι φιλόλογοι, καταφεύγουν σε βαριές προβλέψεις («αγγλοελληνικό ιδίωμα») που δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα.
Παραβλέπουν οι εξοβελιστές των δανείων ότι ο γλωσσικός δανεισμός είναι φαινόμενο που γίνεται από τα αρχαιότατα χρόνια, όσο υπάρχει επαφή ανθρώπων, πολιτισμών και γλωσσών, και κυρίως ότι είναι ένα φυσικό φαινόμενο, ότι όλες οι γλώσσες αλλάζουν -και ότι η αγγλική γλώσσα που είναι αυτή τη στιγμή η κυρίαρχη έφτασε να έχει το πλουσιότερο λεξιλόγιο από τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες επειδή ακριβώς δανειζόταν ασύστολα, από το γαλλικό, το λατινικό, το ελληνικό ταμείο, αλλά και από τις γλώσσες των χωρών της βρετανικής αυτοκρατορίας (τανκ και σαμπουάν είναι λέξεις ινδικής προέλευσης).
Παραβλέπουν ότι και η αρχαία ελληνική δανειζόταν (αγγαρεία, σινδόνη, χιτών, παρασάγγη, παράδεισος -και έγραψε κάποιος ειρωνικά στο Φέισμπουκ: μα κι αυτοί οι αρχαίοι, γιατί πήρανε το περσικό «τιάρα» αντί να πουν το ελληνικότατο «κυλινδροειδής και ελαφρώς ραβδωτός πέτασος»;
Παραβλέπουν ακόμα ότι υπήρξαν εποχές όπου η ελληνική γλώσσα είχε πολύ περισσότερα ξένα δάνεια ως ποσοστό στο λεξιλόγιό της και επιπλέον δεν υπήρχε ελληνικό κράτος, κι όμως η γλώσσα δεν έπαθε κάποια ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο Μακρυγιάννης, ο Καραϊσκάκης και ο Κολοκοτρώνης χρησιμοποιούσαν λεξιλόγιο με πολλούς τουρκογενείς και ιταλογενείς όρους αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να ελευθερώσουν την Ελλάδα. (Θα πει κάποιος: ναι, αλλά ανάμεσα στον Μακρυγιάννη και στο σήμερα μεσολάβησε η καθαριστική προσπάθεια των λογίων του 19ου αιώνα που, με τη βοήθεια του κράτους, έφεραν τον υπουργό και την εφημερίδα αντί του μινίστρου και της γαζέτας. Ωστόσο, θα πω εγώ, το γεγονός αυτό ακριβώς αποδεικνύει ότι τίποτα το ανεπανόρθωτο δεν έπαθε η γλώσσα. Εξάλλου, σήμερα έχουμε εκπαίδευση, θεσμούς και μια ισχυρή ραχοκοκαλιά εγχώριας ορολογίας.
Ναι, αλλά πρέπει να υπάρχει μέτρο, λένε. Ποιος όμως μας λέει ότι το μέτρο έχει ξεπεραστεί; Επειδή τον Μπαμπινιώτη τον ενοχλεί το ντελίβερι, αυτό τάχα σημαίνει πως ξεπεράστηκε το μέτρο; Ποιος το ορίζει το μέτρο; Πόσο είναι; Κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να μας το πει.
Παρόλο που οι κινδυνολογούντες δεν τεκμηριώνουν τις θέσεις τους, δεν τσιγκουνεύονται τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς σε όποιον διαφωνεί. Ακηδία και αμεριμνησία πρόσαψε ο κ. Μπαμπινιώτης σε όσους διαφώνησαν με τις προτάσεις του. Σε μια ομάδα του Φέισμπουκ διάβασα για το μίσος που τρέφουν για την αρχαία μήτρα της γλώσσας μας όσοι διαφωνούν με τις μπαμπινιωτικές υπερβολές. Η Εστία (βλ. λίγο πιο κάτω) μιλάει για «γλωσσική απατρία». Θυμίζουν όλα αυτά τις συκοφαντίες των καθαρευουσιάνων για τα ρούβλια που τάχα έπαιρναν οι μαλλιαροί, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Προσωπικά δεν νομίζω ότι η γλώσσα αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα βρίσκεται σε παρακμή, ότι απειλείται, ότι κινδυνεύει, ότι κοντεύει να εξαφανιστεί, ότι θα πάθει αφελληνισμό. Αντίθετα, θα έλεγα ότι αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα έχουμε παραγωγή συγκροτημένου λόγου περισσότερη από οποιαδήποτε άλλη εποχή από τότε που μιλιέται η ελληνική γλώσσα. Αν δείτε, ας πούμε, πόσες εφημερίδες κυκλοφορούν σήμερα και πόσες το 1960, πόσοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, τηλεοπτικά κανάλια, ιστολόγια, θα συμπεράνουμε ότι η σημερινή ποσότητα λόγου είναι συντριπτικά μεγαλύτερη – και μιλάμε για συγκροτημένο λόγο. Αλλά βέβαια, όταν είναι πολλαπλάσια η παραγωγή λόγου, πολλαπλάσια θα είναι και τα «γλωσσικά λάθη» των ομιλητών, ιδίως στον προφορικό λόγο που κυριαρχεί σήμερα με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Θα έλεγα μάλιστα ότι η μόνη επικίνδυνη εξέλιξη που βλέπω εγώ, και για τη γλώσσα και για την πνευματική ζωή της χώρας, είναι η εκστρατεία που βρίσκεται υπό διαμόρφωση, με αιχμή του δόρατος τον κ. Μπαμπινιώτη και συμπαραστάτη την ΠΕΦ, που έσπευσε να την υιοθετήσει σε σημερινό πρωτοσέλιδο η υπερσυντηρητική Εστία, ξιφουλκώντας εναντίον της γλωσσικής απατρίας.
Όσο για τα ξένα δάνεια, δεν αρνούμαι την ανάγκη να υπάρχουν και ελληνικοί όροι, που θα χρησιμοποιούνται παράλληλα και σε άλλα επίπεδα ύφους. Έχουμε τον υπολογιστή, αλλά σε διάφορα συμφραζόμενα λέμε και κομπιούτερ. Δεν θα εξαφανίσει ο ένας όρος τον άλλον και η συνύπαρξή τους πλουταίνει τη γλώσσα. Δεν θα επιδιώξω σε όλες τις περιπτώσεις το μεταφραστικό δάνειο -καλό είναι και το άμεσο δάνειο, ιδίως αν το συμμορφώσουμε στο τυπικό της ελληνικής. Άλλωστε κι εγώ κατά καιρούς υιοθετώ ή προτείνω εξελληνισμούς -όταν όμως άρχισα να υποστηρίζω και να πλασάρω την πρόταση «δρόνος» για την απόδοση του drone δεν χρέωσα ακηδία, αμεριμνησία ή εθνική μειοδοσία σε όσους επέμεναν στο drone ή στο ντρόουν.
Επισημάνθηκε (σε συζήτηση στη Λεξιλογία) κάτι εύστοχο σε σχέση με τα δάνεια, ότι από τα βάθη των αιώνων ο δανεισμός των ξένων λέξεων «υπακούει στους νόμους της ελληνικής και προσαρμόζεται σε αυτούς, και πρώτα πρώτα στο ουσιώδες και ειδοποιό χαρακτηριστικό της ελληνικής ότι είναι γλώσσα κλιτή», γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνουμε, εκτός αν έχουμε ειδικά ασχοληθεί, ότι ο χιτών ή η πόρτα είναι ξένα δάνεια. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες το λαϊκό αισθητήριο που έκλινε τα ξένα δάνεια μιλούσε για σινεμάδες και βάζα και στιλούς έχει πάψει να λειτουργεί, πιθανώς (λέω εγώ) υπό το βάρος της γλωσσομάθειας αφενός και του στιγματισμού των κλιτών τύπων ως «χωριάτικων» αφετέρου. Κι έτσι σήμερα ακούγεται κάπως παράξενος ο εξελληνισμός (αλλά όχι πάντοτε) ενώ «ανατρέπονται και παλιές επιτυχημένες προσαρμογές: τα παλτά γίνονται τα παλτό» και τοπωνύμια όπως η Καλιφόρνια ή η Νταϊάνα μένουν αναλλοίωτα στις πτώσεις.
Ναι, αυτή είναι μια εξέλιξη που κι εμένα με ενοχλεί, αλλά δεν νομίζω ότι στοιχειοθετεί απειλή για τη γλώσσα. Και θα τολμήσω να τη χρεώσω στον μπαμπινιωτισμό και στη νεοκαθαρεύουσα, που με το να θέλει να διαχωρίσει τα δάνεια από τις αυτόχθονες λέξεις (χώρια τα πρόβατα από τα ερίφια) έκανε εθνικώς ύποπτα και τα πλήρως αφομοιωμένα δάνεια. Eξάλλου, και άλλες αλλαγές σημειώνονται στη γλώσσα μας που ανατρέπουν δεδομένα αιώνων και χιλιετιών -για παράδειγμα, μέχρι τον 20ό αιώνα δεν υπήρχαν στα ελληνικά πρωτόκλιτα θηλυκά σε -ής, ενώ τώρα ο επίσημος τύπος είναι (ακόμα;) «η βουλευτής» και «η δικαστής», που θα έκαναν έναν αρχαίο ή έναν μεταγενέστερο να φρίξει.
Θα πει κανείς ότι το Διαδίκτυο έχει φέρει την αγγλική σε απολύτως προνομιακή, πανίσχυρη θέση -κι έτσι είναι εύκολο να διαδίδονται όχι μόνο ξένα δάνεια αλλά και αγγλισμοί. Η εξέλιξη αυτή υπάρχει, αλλά δεν βλέπω πώς μπορούμε να την αντιπαλέψει κανείς. Και, από την άλλη πλευρά, στην ψηφιακή εποχή η τεχνολογία έχει προσφέρει μεγάλη βοήθεια στην ελληνική γλώσσα, καθώς έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν πολλοί νέοι γλωσσικοί πόροι και να γίνουν κοινό κτήμα των πολλών. Πράγματι, η ελληνική, όπως και πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες ανάλογου αριθμού ομιλητών, έχουν πολλαπλάσιους γλωσσικούς πόρους από αφρικανικές ή ασιατικές γλώσσες που μιλιούνται από πολύ περισσότερους φυσικούς ομιλητές.
Αλλά πάντως αυτό δεν συνιστά θανάσιμη απειλή. Κατά τη γνώμη μου, ο μόνος τρόπος για να απειληθεί με εξαφάνιση η ελληνική γλώσσα είναι να πάψουν να υπάρχουν ομιλητές της• όσοι θέλουν να εξασφαλίσουν το μέλλον της γλώσσας, ας προσπαθήσουν να θεραπεύσουν τις αιτίες που οδηγούν σε δημογραφικό μαρασμό τη χώρα.
YΓ Είχα γράψει το άρθρο όταν πρόφτασα κι άλλη μια, χτεσινή, ανάρτηση του κ. Μπαμπινιώτη στο Φέισμπουκ. Την παραθέτω διότι είναι εξόχως διδακτική:
drive through : νέα ευκαιρία γλωσσικού εμπλουτισμού τής Ελληνικής
drive through = παραγγέλλω διαδικτυακά ή τηλεφωνικά, προπληρώνω διαδικτυακά, μού ορίζεται ώρα παραλαβής στον χώρο στάθμευσης (πάρκινγκ) που διαθέτει το κατάστημα [μέχρι εδώ κάνω “click away” που λέμε Ελληνικά], μεταβαίνω στον χώρο στάθμευσης τού καταστήματος και παραλαμβάνω εκεί ΕΠΟΧΟΥΜΕΝΟΣ το παραγγελθέν [ολοκληρώθηκε το “drive through”]. Κι όλα αυτά λέγονται, ρε παιδί μου, μόνο με δύο μονοσύλλαβες λέξεις : ντράιβ θρου, που τις καταλαβαίνει ο καθένας. Αυτή είναι γλώσσα! Τί φωνάζει εκείνος ο δάσκαλος !…
Ο κ. Μπαμπινιώτης ειρωνεύεται, αλλά η ειρωνεία του ακούγεται εξαιρετικά πειστική και σε πρώτο επίπεδο! Πράγματι είναι πολύ βολικός ο όρος, πράγματι είναι ευρύτερα κατανοητός διότι ήδη ξέρουμε το «ντράιβ ιν», και πράγματι εμπλουτίζεται η ελληνική, όπως και τόσες άλλες γλώσσες που έχουν υιοθετήσει τον όρο. Κι αν επιχειρήσουμε να τον αποδώσουμε «ελληνικά», κατά πάσα πιθανότητα θα καταλήξουμε σε μακρινάρι. Ή όχι; (Ίσως γι’ αυτό και ο κ. καθηγητής δεν αποτόλμησε να προτείνει ελληνική απόδοση).

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης