Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στη Βαρειά της Μυτιλήνης γύρω στα 1870 και ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας, τέσσερα αγόρια και άλλα τόσα κορίτσια.
Προβληματικός με το οικογενειακό περιβάλλον, φεύγει γύρω στα δεκαοκτώ του για την Σμύρνη, όπου σύμφωνα με τον ίδιο, δουλεύει ως «θυροφύλαξ» -»Καβάσης»- στο Ελληνικό Προξενείο.
Από τη Σμύρνη αναγκάζεται να φύγει, μετά από ένα επεισόδιο με κάποιους Τούρκους, για την Ελλάδα και συγκεκριμένα για την Αθήνα, όπου προσπαθεί να καταταγεί στον Ελληνικό στρατό κατά τον πόλεμο του 1897. Αφού εκεί δεν γίνεται δεκτός, φεύγει για το Βόλο και όπως μαρτυρείται, θα καταταγεί εθελοντής και θα βρεθεί στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού. Μετά το τέλος του πολέμου, θα παραμείνει στην Μαγνησία για τριάντα περίπου χρόνια και θα δημιουργήσει την πρώτη και ίσως σημαντικότερη περίοδο του ζωγραφικού του έργου.
Η Ελλάς υποβασταζόμενη από το Ρήγα και τον Κοραή.
Η δεύτερη περίοδος είναι αυτή μετά την επιστροφή του στην Μυτιλήνη και η τρίτη μετά τη γνωριμία του με τον Λέσβιο τεχνοκρίτη Στρατή Ελευθεριάδη – Teriade, ενώ για την περίοδο της παραμονής του στη Σμύρνη δεν έχουμε μαρτυρίες για την ύπαρξη ζωγραφικής δραστηριότητας.
Στην περιοχή της Μαγνησίας το πρώτο χρονολογημένο έργο του που βρέθηκε, ήταν μια αυτοπροσωπογραφία μικρών διαστάσεων (0,28 Χ 0,40) την οποία τιτλοφορούσε «Θεόφιλος ζωγράφος και άλλοτε οπλαρχηγός και θυροφύλαξ εν Σμύρνη 1899″.
Πλούσιο το έργο που θα αφήσει ο Θεόφιλος στην περιοχή, όπου στην πόλη του Βόλου θα ζωγραφίσει σε διάφορα καφενεία, ταβέρνες και χάνια, στα οποία έβρισκε τα απαραίτητα για την επιβίωσή του και στα γύρω από το Βόλο χωριά, όπως στις Μηλιές που ζωγράφισε στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας,(τα έργα σήμερα φυλάσσονται στο Λαογραφικό Μουσείο του Δήμου), στην Πορταριά στο καφενείο «κάραβος» που έχει κατεδαφιστεί, στο καφενείο της Μακρινίτσας, στον Αγιο Βλάση στο σπίτι του Γκέκα, στην Ανακασιά στο σπίτι του Κοντού, στο μύλο του Κοντογιάννη, στο ελαιοτριβείο του Βαραλή, στον “Άγιο Ονούφριο στο Μύλο του Κοντού, στην Άλλη Μεριά στο φούρνο του Βελέντζα, στο σπίτι του Γκουντέλια, στην εκκλησία κ.ά.
Ανακασιά σπίτι Κοντού.
Στην πόλη του Βόλου το μεγαλύτερο σε όγκο έργο του και ίσως το πλέον ενδιαφέρον, το άρχισε γύρω στα 1925 με την εγκατάσταση των προσφύγων της Μικράς Ασίας στην περιοχή.
Οι πρόσφυγες έκτισαν τις παράγκες τους σε διάφορους ελεύθερους χώρους της πόλης, όπως στην πλατεία Ρήγα Φεραίου, στην πλατεία Ελευθερίας και προς το τέρμα της οδού Ιωλκού, στις οποίες ο Θεόφιλος ζωγράφισε πολύχρωμες επιγραφές με λουλούδια και πουλιά, διάφορες παραστάσεις στις προσόψεις των μαγαζιών κ.ά., τα οποία, λίγα χρόνια αργότερα, το 1930 καταστράφηκαν από πυρκαγιά.
Τα θέματά του ο Θεόφιλος τα αντλούσε από την καθημερινή ζωή και κυρίως από κάρτες και λιθογραφίες της εποχής του, με μυθολογικές και Ιστορικές παραστάσεις.
Σήμερα από τη μεγάλη ζωγραφική παραγωγή του Θεόφιλου στην περιοχή της Μαγνησίας, ένα πολύ μικρό μέρος σώζεται στη θέση του, αφού τα περισσότερα έργα του έχουν καταστραφεί από τους σεισμούς του ’55, άλλα καταστράφηκαν από άγνοια των ιδιοκτητών τους και άλλα απομακρύνθηκαν από την περιοχή.
Εκτός από τη ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος, είχε και μια έντονη συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα στης περιόδου εκείνης, με την διοργάνωση διαφόρων λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος ως Μεγαλέξανδρος με μακεδονική φάλαγγα να την αποτελούν μαθητές των σχολείων και άλλοτε ως ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που επιμελούνταν ο ίδιος, διασκέδαζε το κοινό.
Ερωτόκριτος και Αρετούσα.
Πηλιορείτες νεόνυμφοι.
«Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια, καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ ἔμεινε σ᾿ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ τ᾿ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτὴ τὴ χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία» Γιώργος Σεφέρης.
Γοργόνα (Σπίτι Δ. Γκουντέλια στο Βόλο) Βημόθυρο από Ι.Ν. Αγ. Μαρίνας στις Μηλιές ΠηλίουΜακροστέργιου Ευαγγελία
Γ΄Τάξη Εσπερινού Λυκείου Βόλου