Το Παρελθόν

Το Παρελθόν

Απόσπασμα από το βιβλίο «Παρελθόν» της Νικολέτας Ροσσολύμου

Μέσα στο γραφείο υπήρχε ησυχία, οι σόμπες είχαν αρχίσει να καίνε. Ενώ όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά, ο αρχηγός καθόταν στην μέση του τραπεζιού, όσο τα άλλα μέλη της οργάνωσης απλωνόντουσαν γύρω από το έπιπλο.

«Τι εννοείς;» ρώτησε ο αρχηγός, ξύνοντας το μούσι το.

«Δεν βρήκαμε τις μαρτυρίες».

Ο μουσάτος άντρας άρχισε να χτυπάει νευρικά τα πόδια του πάνω κάτω στο ξύλινο δάπεδο του δωματίου όσο άκουγε τον ξανθό κοντοκουρεμένο τύπο.

Ο αρχηγός συνέχισε να χαϊδεύει ατάραχος το μούσι του, ήξερε να κρατάει ψυχραιμία. Για λίγο έπεσε σιωπή και δεν ακουγόταν τίποτα μέσα στο μεγάλο δωμάτιο

«Πόση ώρα διήρκησε ο βομβαρδισμός;» ρώτησε αλλάζοντας το θέμα. Ήξερε τι άνθρωποι δούλευαν για εκείνον και το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να πάει με τα νερά τους.

«Αρκετές ώρες» του απάντησε ένας άντρας.

«Φέρατε κάποιον;» ρώτησε με την περιέργεια να είναι εμφανής στην χροιά της φωνής του.

«Ναι» απάντησε χαρούμενος ο άντρας με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά, έχοντας μια αρρωστημένη λάμψη μες στα μάτια του.

«Άντε φέρ’ τους μέσα» είπε ο αρχηγός έχοντας ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπο του.

Μέσα μπήκαν τέσσερις άντρες ανάμεσα τους και ο κύριος Nick o μόνος που είχε σκουρόχρωμη επιδερμίδα μέσα στην αίθουσα.

«Μπορείτε να περάσετε έξω» είπε στα μέλη της οργάνωσης.

Οι άντρες έφυγαν από το δωμάτιο με ένα χαμόγελο χαραγμένο στα ρυτιδιασμένα τους πρόσωπα.

Τα τέσσερα βασανισμένα μέλι της NAACP έμειναν με τον μουσάτο άντρα.

«Λοιπόν;» ρώτησε γελώντας.

Οι άντρες κοιτούσαν το κενό σοβαροί

«Ποιος  έχει τις αναφορές;» συνέχισε γελώντας.

Για λίγο δεν ακούστηκε καμιά φωνή.

Ο αρχηγός περιπλανιόταν πάνω κάτω μέχρι που ξανά έφτασε στο μεγάλο τραπέζι. Άνοιξε ένα ραφάκι και έβγαλε ένα ζευγάρι λευκά υφασμάτινα γάντια και τα πέρασε στα χέρια του. Πήγε το δεξί του χέρι ένα ράφι παρακάτω, χαμογέλασε και πήρε το όπλο. Το ψηλάφισε και το γύρισε και από τις δύο φορές λες και έψαχνε κάποιες απαντήσεις που δεν μπορούσε να βρει. Με μια γρήγορη κίνηση γύρισε το όπλο στο μέρος ενός από τους τέσσερις άντρες. Στόχευσε το κεφάλι και πυροβόλησε τρεις φορές. Οι δυνατοί κρότοι ακούστηκαν ο ένας μετά τον άλλον και ο χρόνος σταμάτησε απότομα.

«Μιλήστε που να σας πάρει ο διάολος!» είπε ουρλιάζοντας.

Οι άντρες συνέχισαν να κοιτάνε ανέκφραστοι το κενό.

Ακούστηκαν άλλοι τρεις πυροβολισμοί και τρία ακόμη πτώματα έπεσαν στο πάτωμα με ορθάνοιχτα τα μάτια κοιτώντας με το ίδιο κενό βλέμμα το ταβάνι.

Ο άντρας έβγαλε αργά τα γάντια από το χέρι του και τα άφησε πάνω στο τραπέζι. Κηλίδες αίματος είχαν απλωθεί πάνω στο ξύλινο πάτωμα και τα λευκά γάντια είχαν ένα σημάδι από αίμα. Τράβηξε τα μαλλιά του προς τα πίσω και κοίταξε την κορνίζα απέναντι του. Η ζωγραφιά απεικόνιζε ένα πεδίο μάχης. Δέκα άντρες λαβωμένοι από βέλη και κοντάρια ήταν ξαπλωμένοι πάνω σε μια βουνοπλαγιά, ενώ ένας άντρας στεκόταν στην άκρη ενός ψηλού λόφου και κοιτούσε θριαμβευτικά τα πτώματα γύρω του. Αυτό που είχε φροντίσει ο ζωγράφος να τονίσει ήταν η έκφραση του δολοφόνου, αυτή η αρρωστημένη καμπύλη που υψωνόταν πάνω στα χείλη του. Το βλέμμα του μεταφέρθηκε από τον πίνακα στα σώματα των αντρών, χαμογέλασε ευχαριστημένος και αφού έφτιαξε τις άκρες του πουκαμίσου και έσφιξε τις ταμπακέρες του, βγήκε έξω από το δωμάτιο.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης