ΑΓΩΝΕΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΨΗΦΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στην Ελλάδα, η απονομή πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες πραγματοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Αν και η «καθολική ψηφοφορία» αναγράφηκε ως αρχή στο Σύνταγμα του 1864, δεν αφορούσε παρά μόνο τους άνδρες. Το ζήτημα του αποκλεισμού των γυναικών μαζί με τα παιδιά, τους αλλοδαπούς, τους πνευματικά ανίκανους και τους κακοποιούς δεν συζητήθηκε, γιατί θεωρήθηκε κάτι το αυτονόητο. Όταν, λοιπόν, μιλάμε για καθιέρωση της «καθολικής» ψηφοφορίας στην Ελλάδα το 1864, πρέπει να είναι σαφές ότι αυτή αφορούσε μόνο τον ανδρικό πληθυσμό.
Η πρώτη πρόταση να δοθεί στις γυναίκες δικαίωμα ψήφου έγινε στις 19 Μαΐου 1922, από βουλευτή υποστηριζόμενο από τον τότε πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη, κατά τη διάρκεια συνταγματικής συνέλευσης. Η πρόταση συγκέντρωσε οριακή πλειοψηφία των παρόντων όταν προτάθηκε για πρώτη φορά, αλλά απέτυχε να πάρει την ευρεία υποστήριξη του 80% που απαιτούταν για να προστεθεί στο σύνταγμα.
Η διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών θα τεθεί εντονότατα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Αυτή η εξέλιξη προέκυψε, καθώς, αφενός το ζήτημα της ισοπολιτείας των γυναικών είχε αναδειχθεί διεθνώς σε κεντρικό ζήτημα του φεμινιστικού ρεύματος της εποχής, αφετέρου, είχαν ήδη αποδοθεί πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες άλλων χωρών, αλλά και είχε πλέον αρχίσει να κερδίζει έδαφος στην Ελλάδα η γενικότερη ιδέα της ισοπολιτείας που είχε αρχίσει να θίγεται ήδη από την προηγούμενη δεκαετία μέσα στο πνεύμα του αστικού εκσυγχρονισμού. Μεταξύ των ετών 1919 και 1936, το ζήτημα της ψήφου των Ελληνίδων απασχόλησε τη Βουλή και συζητήθηκε στον Τύπο. Όμως, οι προτάσεις και τα σχέδια νόμου που κατατέθηκαν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο στη διάρκεια των ετών αυτών αφορούσαν μόνο το δικαίωμα ψήφου για τις δημοτικές εκλογές και καθόλου τη συμμετοχή τους στις βουλευτικές.
Το φεμινιστικό κίνημα για την ψήφο θα ξεκινήσει τους αγώνες του από το 1924, με πρωτοβουλία του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας που ιδρύθηκε το 1920 και θα κορυφωθεί την περίοδο 1928-1932. Στον αγώνα επιστρατεύτηκαν, λιγότερο ή περισσότερο, πολλές γυναικείες οργανώσεις της εποχής, υπερβαίνοντας τις μεταξύ τους πολιτικές διαφορές. Ειδικότερα, τα επιχειρήματα των φεμινιστριών του Μεσοπολέμου μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: α) δεν μπορεί να νοηθεί ως δημοκρατικό ένα πολίτευμα που αγνοεί και αποκλείει τον μισό πληθυσμό της χώρας, β) η στέρηση των γυναικών από τα πολιτικά τους δικαιώματα συνιστά κατάφωρη κοινωνική αδικία, γ) οι γυναίκες μπορούν να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο μέσω της συμμετοχής τους στην πολιτική ζωή του τόπου, δ) η ψήφος είναι ένα ισχυρό όπλο για την υπεράσπιση των οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων των πολιτών, και άρα και των γυναικών. Μόνος καρπός όλης αυτής της προσπάθειας ήταν το δικαίωμα του εκλέγειν για τις δημοτικές εκλογές μόνο στις εγγράμματες γυναίκες, πάνω από 30 χρονών, που αποδόθηκε το 1930.
Σε εθνικό επίπεδο, γυναίκες άνω των 18 ετών ψήφισαν για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1944 για το Εθνικό Συμβούλιο, ένα νομοθετικό σώμα που δημιουργήθηκε από το κίνημα αντίστασης του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Τελικά, οι γυναίκες κέρδισαν το νόμιμο δικαίωμα ψήφου και την εκλογή τους στις 28 Μαΐου 1952. Η Ελένη Σκούρα, έγινε η πρώτη γυναίκα που εξελέγη στο Ελληνικό Κοινοβούλιο το 1953, με το Συντηρητικό Ελληνικό Συναγερμό, όταν κέρδισε μία επιλεκτική εκλογή εναντίον μίας άλλης γυναίκας αντιπάλου.Οι γυναίκες ήταν τελικά σε θέση να συμμετάσχουν στις εκλογές του 1956, ενώ δύο ακόμη γυναίκες έγιναν βουλευτές του Κοινοβουλίου. Η Λίνα Τσαλδάρη, σύζυγος του πρώην πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη, έλαβε τις περισσότερες ψήφους οποιουδήποτε υποψήφιου στη χώρα και έγινε η πρώτη γυναίκα υπουργός στην Ελλάδα, υπό τη συντηρητική κυβέρνηση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Συνοψίζοντας, μετά από πολλές δεκαετίες οι γυναίκες κατάφεραν να διεκδικήσουν το δικαίωμα τους για να ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές. Αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα βήματα που έγιναν για την ισότητα των δύο φύλων.
Η αρθρογράφος: Ακριτίδου Πελαγία Α1