
Ένα μικρό αγκάθι άφησε στην καρδιά του η εκδρομή. Ήθελε τόσο να πάει, να ξεφύγει από τη μοναξιά που τον έκανε να μισεί τα διαλείμματα… Ίσως κατόρθωνε να πατήσει πιο γερά στα πόδια του, να μοιραστεί επιτέλους τα όνειρά του με τα παιδιά που γελούσαν κάθε φορά που πήγαινε να αρθρώσει μια κουβέντα
Ναι! έφταιγε και ο ίδιος. Δεν έπρεπε να λύσει τόσο εύκολα την άσκηση των μαθηματικών.
Πήρε άριστα μα δεν το χάρηκε γιατί κανένας άλλος δεν την έλυσε. Θρίαμβος τα λόγια του καθηγητή, μα τι να το κάνει όταν αντίκρισε τα παγωμένα τους μάτια, τον Κώστα που ψιθύρισε ”βρε, το φυτό”, την Άννα που γελούσε με τον Κώστα συνωμοτικά…και μετάνιωνε τώρα-πολύ αργά βέβαια- που τόλμησε να πει οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
Όταν αποφασίστηκε η εκδρομή, ευχόταν να είναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες.
Να μπορούσε να δείξει πως κανένας Κύκλωπας δεν τον τρομάζει, πως όλοι μαζί μπορούσαν να παλέψουν και να φτάσουν σε λιμάνια εξωτικά, σε μέρη μυρωμένα…
Ίσως, κατόρθωνε να δείξει στην Άννα ότι η καρδιά του δεν έκρυβε μόνο χ και ψ και εξισώσεις, ούτε μόνο τον μέλλοντα του ρήματος ειμί, μα έκρυβε κι ένα τραγούδι που είχε γράψει μονάχα για τα μάτια της
Αιχμάλωτος στις λίμνες των ματιών σου
ψάχνω περάσματα για να σε συναντήσω
χτυπώ την πόρτα των ονείρων σου
το αίνιγμα σου για να λύσω
Όχι, δεν τον πείραξε που απρόθυμα τον δέχτηκαν δύο συμμαθητές του στο δωμάτιό τους, που γελούσαν όταν τον έβλεπαν να στρώνει το κρεβάτι και να διπλώνει τα ρούχα του προσεκτικά, που μιλούσαν χαμηλόφωνα σα να μην υπήρχε …
Όμως την τελευταία βραδιά της εκδρομής, όταν σηκώθηκε κι εκείνος να χορέψει και εισέπραξε χειροκροτήματα και χαχανητά ”βρε, το φυτό ξεψάρωσε”, καρφώθηκε το αγκάθι στην καρδιά του και δεν ξαναμίλησε ποτέ…