
ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΑΙΝΙΑΣ ‘’Η ΦΟΝΙΣΣΑ’’ΜΕ ΤΟ ΟΜΩΝΥΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Η ταινία της Εύας Νάθενα αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα μεταφοράς του βιβλίου του Παπαδιαμάντη στη μεγάλη οθόνη, δεδομένου ότι παρουσιάζονται πολλά προβλήματα κατά την διαδικασία αυτή που οδηγούν στην διαφοροποίηση του λογοτεχνικού κειμένου από την ταινία. Οι κυριότερες διαφορές αφορούν τον τόπο όπου διαδραματίζεται η υπόθεση, δεδομένου ότι στην ταινία η πλοκή εξελίσσεται κάπου στην Μάνη, ενώ στο βιβλίο στην Σκιάθο και την απουσία αφηγητή, ο οποίος μας εξιστορεί τα γεγονότα και μας παρουσιάζει τις σκέψεις των ηρώων. Ειδικότερα, στην ταινία ο θεατής καλείται να έχει πιο ενεργό ρόλο και να επεξεργαστεί ο ίδιος τα γεγονότα, καθώς ακόμα, επικρατεί ο διάλογος, μέσα από τον οποίο δίνεται έμφαση στα βασικά πρόσωπα της ιστορίας. Επίσης, διαφορά αποτελεί η σχεδόν μηδενική αναφορά στον γιο της ηρωίδας. Τέλος, προστίθενται στο σενάριο γεγονότα που δεν υπάρχουν στο λογοτεχνικό έργο, όπως αυτό της συζυγοκτονίας και της άγριας συμπεριφοράς των αστυνόμων στην Φραγκογιαννού.
Επιπρόσθετα, υπάρχουν διαφορές ως προς την ροή της ιστορίας, καθώς η Φραγκογιαννού στο λογοτεχνικό κείμενο διαπράττει πρώτα τον φόνο της εγγονής της και έπειτα σκοτώνει και άλλα κορίτσια του χωριού. Στο βιβλίο στο πρώτο μισό του παρουσιάζεται η ζωή της ηρωίδας, τα βιώματά της, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσής της, η κούραση και η συναισθηματική της φόρτιση από την ασθένεια του μωρού, που τελικά καταλήγει στον φόνο της εγγονής της. Αντίθετα, στην ταινία προβάλλεται μία ηρωίδα που διαπράττει από την αρχή του έργου φόνους παιδιών, χωρίς να παρουσιάζεται μία επαρκής αιτιολόγηση. Ακόμα, στο τέλος η Φραγκογιαννού επιλέγει την αυτοκτονία, καθώς την καταδιώκουν οι αστυνόμοι και οι τύψεις της. Αντίθετα, στο κείμενο η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη καταδιώκεται από τους αστυνόμους, παλεύει για την επιβίωσή της και επιζητά να βρει την σωτηρία της στον Αι-Σώστη. Στην προσπάθειά της πνίγεται στην θάλασσα, στοιχείο που δηλώνει την συμμετοχή της ίδιας της φύσης, στην τιμωρία της Χαδούλας, και την επιστροφή στην απόλαυση και την ασφάλεια, που διασφαλίζει η ίδια η φύση. Ο θεατής χάνει ,λοιπόν, την ευκαιρία να ακολουθήσει τη Χαδούλα στη λύτρωση της και συνεπώς τη δική του λύτρωση μέσω του κινηματογραφικού έργου. (Μέθεξη-Κάθαρση)
Όσον αφορά τα τεχνικά στοιχεία, παρατηρούμε ότι η σκηνοθεσία δημιουργεί μία σκοτεινή-καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Τα όμορφα προσεγμένα πλάνα απεικονίζουν σκληρά και θλιβερά τοπία, που μοιάζουν με πίνακες που απεικονίζουν το εσωτερικό σπιτιού της εποχής. Ακόμα, παρουσιάζονται ασφυκτικοί κλειστοί χώροι σπιτιών, όπου περιφέρεται η Φραγκογιαννού, αποδίδοντας το καταπιεστικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο είναι αναγκασμένη να ζει η ίδια και οι γυναίκες του χωριού. Ανάλογα, πληροφορούμαστε ευρύτερα για την συγκεκριμένη εποχή, μέσα από την χωροταξική διάταξη και το περιβάλλον της ιστορίας με τα πέτρινα σπίτια. Ωστόσο, η γενικότερη ατμόσφαιρα της ταινίας την καθιστά ασφυκτική, στενάχωρη και πένθιμη, χωρίς σημάδια αισιοδοξίας.
Χαρακτηριστικό της ταινίας αποτελεί η ανάμνηση και η εμφάνιση της μητέρας της Φραγκογιαννούς, που χρησιμοποιείται προκειμένου να αναδειχθεί η ψυχική της κατάσταση, καθώς και οι λόγοι που την οδηγούν στους φόνους. Ωστόσο, η συνεχής παρουσία της γίνεται κάποιες στιγμές κουραστική.
Σχετικά με την ενσάρκωση των ρόλων, επιλέχθηκαν σπουδαίοι ηθοποιοί ,με πρωταγωνίστρια την Καραμπέτη, η οποία ενσαρκώνει τέλεια τον ρόλο της Φραγκογιαννούς. Ωστόσο, η ίδια παρουσιάζεται μόνο με εκφράσεις πόνου και δυσφορίας καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας, γεγονός που δεν τονίζεται ιδιαίτερα στο βιβλίο. Παρ’όλ’αυτά, οι αποδόσεις των συναισθημάτων της είναι εξαιρετικές και προβάλλεται έντονα το ταλέντο της ως ηθοποιού. Ακόμα, οι υπόλοιποι ηθοποιοί συνιστούν ,επίσης, κατάλληλες επιλογές για τους συγκεκριμένους ρόλους, δεδομένου ότι το εκφραστικό τους ταλέντο είναι εντυπωσιακό. Εξαίρεση θα μπορούσε να αποτελέσει ο Κωνσταντής, ο άντρας του σπιτιού, που στην ταινία παρουσιάζεται ως ένας άγριος άνθρωπος, ενώ στο βιβλίο εμφανίζεται ‘’αϊσκιωτος, άγαρμπος και σπανός’’.
Συμπερασματικά διαπιστώνουμε ότι στην ταινία δεν δικαιολογούνται οι φόνοι ούτε δίνεται έμφαση στα αίτια των εγκλημάτων της Φραγκογιαννούς, αλλά οι ίδιοι οι θεατές μέσα από τη δική τους οπτική καλούνται να ανακαλύψουν τους συγκεκριμένους λόγους, με αποτέλεσμα να προβληματίζονται και να οδηγούνται σε κάποιο συμπέρασμα, γεγονός που αποτελεί στόχο κάθε ταινίας.
Συνοψίζοντας, η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί σε γενικές γραμμές μια επιτυχημένη προσπάθεια απόδοσης του βιβλίου σε κινηματογραφικό έργο, που προσελκύει το ενδιαφέρον όλων των θεατών, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Πίνακας εμπνευσμένος από την «Φόνισσα»» του Αλ. Παπαδιαμάντη της Σταυριάννας Τσοχανταρίδου, μαθήτριας Β Λυκείου.