Aυτοβιογραφίες μαθητών της Τρίτης τάξης

AYTOBIOGRAFIA

Α. Εκείνες οι αναμνήσεις που μπορεί να θυμάσαι μέχρι να γεράσεις είναι αυτές που έχεις περάσει στα πιο ωραία καλοκαίρια. Λοιπόν, σαν μικρο παιδί και “γώ έχω περάσει αξέχαστες στιγμές τα καλοκαίρια.

Εκείνες οι τελευταίες μέρες του σχολείου, που περίμενα με ανυπομονησία να κλείσει, ήμουν τόσο χαμούμενος που δεν ενδιαφερόμουν καν το αν είχα πάρει καλούς βαθμούς ή οχι. Και όταν έκλεινε το σχολείο με το καλό, μαζευόμασταν για εκείνο το «βαρβάτο» μπουγιέλο.

Κατά τη διάρκεια των διακοπών, επικρατούσε κάθε μέρα η ίδια ρουτίνα. Πρωινό μπάνιο, ύπνος το μεσημέρι, ξανά για μπάνιο το απόγευμα και μετά η βραδινή οικογενειακή βόλτα. Όμως, όσο και ίδιες να ήταν εκείνες οι μέρες, ήταν τόσο διαφορετικές. Όσο να “ταν, όλο και κάτι θα είχες να κάνεις.

Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ μου ειναι αυτά τα γνωστά soundtracks της Ελληνίδας μαμάς που ο καθένας μας έκανε πως δεν άκουγε. «Νίκο, μην πας βαθιά», «Μην βρέχεις την αδερφή σου», και άλλα τέτοια πολλά. Εν τω μεταξύ, όταν η μαμά έλεγε «Μην πας βαθιά είπα» εγώ όντως δεν την άκουγα, ίσως γιατί ήμουν είδη αρκετά μακριά, ώστε να φτάσω εκείνο που λεγόταν «σημαδούρα».

Επίσης, είμαι σίγουρος ότι κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει την εικόνα του εαυτού του να ξύνει τα «κουνούπια». Όσο ζέστη και να έκανε, θα έριχνα κάτι πάνω μου για να σκεπαστώ ώστε να αποφύγω τα τσιμπήματά τους.

Οι πιο ξεκαρδιστικές αναμνήσεις είναι αυτές που μαζευόμασταν όλοι για αυτα τα extreme challenges. Οι γνωστές κοκορομαχίες, στις οποίες εμείς οι αδύνατοι ανεβαίναμε στους ώμους των λίγο πιο μεγαλόσωμων προσπαθώντας να ρίξουμε ο ένας τον άλλον και, η πιο επικίνδυνη απ’όλες αποστολή : να ισορροπήσεις πάνω στο στρώμα θαλάσσης, που τελικά είχε ως αποτέλεσμα να πέφτεις και να κάνεις μούσκεμα τα μαλλιά της παρέας των ηλικιωμένων γυναικών  που παρίσταναν τα αγάλματα μέσα στο νερό λίγο πιο δίπλα.

Τα μεσημέρια είχαν πάντα την γεύση του φαγητού της μαμάς, και φόντο εκείνα τα πλαστικά τραπεζομάντιλα με σχέδια-φρούτα. Και για επιδόρπιο πάντα, η μάχη μεταξύ καρπουζιού και πεπονιού, που πάντα ξεχνιόταν προς τον Σεπτέμβρη, όταν έμπαιναν στο παιχνίδι τα σταφύλια-σταφίδα.

Φυσικά από τις διακοπές, δεν έλειπε και το ταξίδι σε κάποιο άλλο μέρος μακριά απο εκεί που ζούσα. Συνήθιζα να πηγαίνω στην Αλβανία, στο χωριό του μπαμπά. Εκεί είχα τα ξαδέρφια μου και πολλούς φίλους, που απο το πρωί μέχρι το βράδυ παίζαμε μπάλα ή και κρυφτό. Πέρναγα τόσο ωραία, που οπουδήποτε με πήγαινε ο μπαμπας δεν με ένοιαζε, αλλά θα έβρισκα τον τρόπο να περάσω καλά. Άλλωστε, οι διακοπές μου έκαναν το μέρος και όχι το μέρος τις διακοπές.

Πάνο Νικόλαος,  Γ3
 Β. Από την παιδική μου ηλικία έμενα στο ίδιο σπίτι που μένω και τώρα, σε ένα μικρό αλλά άνετο διαμέρισμα, στο κέντρο της πόλης. Θυμάμαι ακόμα πως ήταν το δωμάτιό μου πριν κάποια χρόνια. Είχε μια κουκέτα την οποία μοιραζόμουν με την αδερφή μου και ένα τεράστιο σωρό  από παιχνίδια με αυτοκινητάκια και αρκουδάκια που άρεσαν τόσο σε εμένα όσο και σε εκείνη. Ο ένας τοίχος του δωματίου ήταν γαλάζιος και ο άλλος πορτοκαλί, καθώς αυτά ήταν τα αγαπημένα μας χρώματα.

Στην πόρτα είχε μια μικρή μπασκέτα στην οποία έριχνα συχνά σουτάκια κάνοντας τη μητέρα μου και τον πατέρα μου να γκρινιάζουν ότι κάνω θόρυβο και ενοχλώ. Παρόλα αυτά  και οι δυο τους συνήθως ήταν πολύ ανεκτικοί και μας έκαναν τα περισσότερα χατίρια και σε εμένα και στην αδερφή μου.

Θυμάμαι, επίσης, που πήγαινα στο μαγαζί που δούλευε τότε ο πατέρας μου, το Ράδιο Κορασίδη, και εντυπωσίαζα τους συναδέλφους του με την ικανότητά μου να θυμάμαι και να λέω τις μάρκες των ηλεκτρικών συσκευών χωρίς όμως να ξέρω να διαβάζω καν. Όλοι ήταν πολύ φιλικοί μαζί μου και μου άρεσε πολύ να πηγαίνω εκεί.

Κάθε Κυριακή πηγαίναμε με τους γονείς μου και την αδερφή σε μια μεγάλη παιδική χαρά στον Άσσο και περνούσαμε εκεί σχεδόν όλο μας το μεσημέρι, παίζοντας μπάσκετ ή διασκεδάζοντας στις κούνιες, τις τσουλήθρες και τα μονόζυγα. Οι μόνες περιπτώσεις που συμβιβαζόμασταν να μην πάμε εκεί ήταν μόνο αν πηγαίναμε στο χωριό.

Στο χωριό περνούσαμε πάντα πολύ ωραία καθώς συναντούσαμε τα ξαδέρφια μας με τα οποία παίζαμε για ώρες μαζί. Ο παππούς και η γιαγιά ήταν πολύ φιλόξενοι, ευγενικοί και γενναιόδωροι μαζί μας. Μας έδιναν μεγάλα χαρτζιλίκια και την ευκαιρία να τους ακολουθήσουμε στα κτήματα τους και να δούμε τα ζώα τους. Επίσης, τα βράδια στην πλατεία ήταν φανταστικά, με πολύ παιχνίδι και διάφορες περιπέτειες.

Αυτό που έχει μείνει στη μνήμη μου χαρακτηριστικά σαν περιστατικό είναι ότι στο δεντρόσπιτο που είχαμε καταφέρει να φτιάξουμε όλοι μαζί στον πελώριο πλάτανο, λίγο πιο πάνω από την πλατεία, ένα βράδυ και ενώ είχαμε ανέβει όλη η παρέα πάνω του, από μια αυτοσχέδια ξύλινη σκάλα, κάποιος γνωστός μας θέλοντας να μας τρομάξει έκρυψε τη σκάλα. Εμείς φοβηθήκαμε πολύ.
-Και τώρα τι κάνουμε;, λέγαμε μεταξύ μας.
-Ποιος θα μας κατεβάσει; ρώτησε ο διπλανός μου.
-Μην ανησυχείς. Όπου να ‘ναι θα βγούμε, απάντησα.

Εκείνη την ώρα συνειδητοποίησα ότι ήμουν ο μόνος ο οποίος είχε κινητό και πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου που έφερε μια σκάλα από το σπίτι και μας βοήθησε να κατέβουμε. Παρόλο που μας έβαλε τις φωνές ανακουφιστήκαμε που επιτέλους πατούσαμε έδαφος. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία.

Γενικά τα παιδικά μου χρόνια ήταν ανέμελα με μικρές περιπέτειες που συνήθως είχαν αίσιο τέλος χάρη στην αγάπη της οικογένειας και των φίλων μου.

Κωνσταντίνος  Λαλιώτης  ,Γ2

Σχολιάστε

Top