Μεταμέλεια

Ο μαθητής του Β3 Γιώργος Οικονομόπουλος έγραψε ένα διήγημα, το οποίο με πολύ μεγάλη χαρά δημοσιεύουμε σε αυτό το τεύχος. 

Ο Δημήτρης έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, περιοχή χωρίς βλάστηση και τσιμεντοστρωμένη, κυριαρχούμενη από το γκρι. Είναι δεκατριών χρόνων, γυμνασιόπαιδο, ψηλός και με βαθιά γαλάζια μάτια. Όμως είναι προβληματισμένος και κατσούφης, λες και κάτι τον απασχολεί..

Ζει με την οικογένειά του στο στενό τους διαμέρισμα. Οι γονείς του είναι πολυάσχολοι και όλη μέρα δουλεύουν. Δεν έχουν πολλές απαιτήσεις από τον Δημήτρη, μόνο οι βαθμοί του τους απασχολούν. Για τα υπόλοιπα προβλήματά του είναι αδιάφοροι και ο Δημήτρης νιώθει απομακρυσμένος, χωρίς ιδιαίτερο δεσμό μαζί τους. Η γιαγιά του είναι παλαιών αρχών και όλο τσακώνεται με τη μαμά του. Ο Δημήτρης κλείνεται στο δωμάτιό του ακούγοντας μουσική για να ξεσπάσει και να βάλει το μυαλό του σε μια σειρά. Κάθε μέρα όλα χειροτερεύουν, οι γονείς του, η γιαγιά του, όλα στη ζωή του πέφτουν σαν τραπουλόχαρτα στον δυνατό αέρα.

Μια μέρα στο σχολείο έγινε μια κλοπή από το ταμείο. Όλοι υποπτεύθηκαν τον Δημήτρη, μέχρι και οι καθηγητές. Αμίλητος και κατσούφης όπως ήταν, ήταν εύκολο να στοχοποιηθεί. Ο Δημήτρης δεν άντεχε να είναι το επίκεντρο της προσοχής, καθώς επίσης δεν άντεχε την αδιαφορία και περιφρόνηση από την οικογένειά του. Έτσι πήρε μια σοβαρή απόφαση· να το σκάσει από το σπίτι και απ’ όλα τα δυσάρεστα συναισθήματα.

Μόλις έπεσε η νύχτα, άρπαξε τον υπνόσακό του, έχωσε μέσα σε ένα σακίδιο το κινητό του, τα ακουστικά του, μερικά σνακ, μια αλλαξιά και λίγα χρήματα. Με απαλές κινήσεις άνοιξε το παράθυρο του μπαλκονιού, το έκλεισε πίσω του και πήδηξε από το μπαλκόνι μιας και ήταν χαμηλό. Στάθηκε εκεί για λίγο, χωρίς στενοχώρια κι ενοχές που έφευγε, και σιγά-σιγά χάθηκε στον ορίζοντα ένα κρύο πρωινό μιας Τετάρτης. «Το έσκασα επιτέλους από αυτή την τρέλα», συλλογίστηκε. Είχε την εντύπωση πως θα καλοπερνούσε μοναχός του.

Έπρεπε να βρει ένα μέρος να μείνει. Αφού περπάτησε για λίγο, εντόπισε ένα στενό λίγο πιο κάτω, κρύφτηκε εκεί μέσα, χώθηκε στον υπνόσακό του κι αποκοιμήθηκε. Την επομένη, οι ηλιαχτίδες σκόρπιζαν φως παιχνιδιάρικα και ο Δημήτρης με δύο κινήσεις μάζεψε τον υπνόσακο με το σακίδιό του και βγήκε στον δρόμο. Πήγε  να πάρει πρωινό άφοβα, γιατί κανείς δεν θα αναρωτιόταν τι κάνει ένα παιδί ολομόναχο τέτοια ώρα. Εξάλλου, θα μπορούσε να είναι στον δρόμο για το σχολείο!

Την ώρα που περπατούσε τρώγοντας το σάντουίτς του, χαρούμενος με την καινούρια του ζωή, παρατήρησε κάποιον που πιθανότατα τον παρακολουθούσε. Πανικοβλημένος, κρύφτηκε πίσω από μια γωνιά και κρυφοκοίταξε προς την μεριά του άντρα. Ο άντρας πλησίαζε. Ο Δημήτρης αναζήτησε μια έξοδο και βρήκε ένα κενό στον τοίχο. Ίσα-ίσα χώρεσε από κάτω και βγήκε στην άλλη μεριά. Ένιωθε σαν τρομαγμένος και απελπισμένος φυγάς. Όμως το κυνηγητό δεν τελείωσε εκεί. Άκουγε βήματα να πλησιάζουν και τότε είδε έναν κάδο δίπλα του. Αμέσως κρύφτηκε πίσω του, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε πως ήταν απλά κάποιοι περαστικοί. Κανένας δεν τον αναζητούσε. Σκέφτηκε πως στο σπίτι του δεν είχαν καν ανοίξει την πόρτα του δωματίου του!

Σιγά-σιγά οι ενοχές κι ο φόβος άρχισαν να τον κυριεύουν, αν και προσπαθούσε να αντισταθεί. Ξεκίνησε να ψάχνει ένα καταφύγιο, ένα μέρος να μείνει, αγνοώντας τις τύψεις του. Στον δρόμο του συνάντησε μια παρέα λυκειόπαιδων και τους πλησίασε, επειδή ένιωθε μια οικειότητα. Ήταν έτοιμος να τους μιλήσει, αλλά αντί για συζήτηση αυτοί τον άρπαξαν, τον κλώτσησαν, του έκλεψαν ό,τι είχε, κι έφυγαν κοροϊδεύοντάς τον. Ο Δημήτρης έμεινε εκεί, μελανιασμένος και αμίλητος. Άρχισε να κλαίει από την απογοήτευση, τη λύπη και την οργή που έκανε το αίμα του να βράζει. «Πώς μπόρεσαν να μου φερθούν έτσι; Ούτε που με γνωρίζουν», σκεφτόταν. Ήθελε να βρει  ένα μέρος να κουρνιάσει· η πόλη ήταν κρύα και γεμάτη κινδύνους. Με θολά μάτια και μυαλό κουρασμένο από την απογοήτευση και τον θυμό του, ξάπλωσε σε ένα παγκάκι χωρίς να κλείσει μάτι. Είχε αντιληφθεί το σφάλμα του, του έλειπε η οικογένειά του, η ζεστασιά και το σχολείο!

Το πρωί ο γυμνασιάρχης ειδοποίησε τους γονείς για την απουσία του, και μόνο τότε εκείνοι άνοιξαν την πόρτα του δωματίου του. Το κρεβάτι του ήταν άθικτο κι ο Δημήτρης πουθενά! Τότε κατάλαβαν πως το είχε σκάσει από το προηγούμενο βράδυ. Για πρώτη φορά νοιάστηκαν πραγματικά για εκείνον και ταραγμένοι πήγαν να δηλώσουν την εξαφάνισή του. Στο αστυνομικό τμήμα,  αφού έδωσαν τις κατάλληλες εξηγήσεις, και συνομίλησαν με έναν ψυχολόγο, συνειδητοποίησαν   πως η αιτία της εξαφάνισής του ήταν η αδιάφορη συμπεριφορά τους. Ήταν αποφασισμένοι να μην χάσουν τον γιό τους!

Εντωμεταξύ,  στο παγκάκι ο Δημήτρης πήρε την απόφασή του· θα γυρνούσε στο σπίτι του! Δεν άντεχε την ανασφάλεια και τη συνεχή αίσθηση καταδίωξης που ένιωθε.

Ο ήλιος έδυε, οι γονείς του περίμεναν στο σπίτι με τις τύψεις να τους βαραίνουν, όταν ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Ένας αστυνομικός τους είπε ότι το παιδί γυρίζει στο σπίτι τους. Ξαφνικά, είδαν το παιδί τους έξω στο κατώφλι  τρομαγμένο, γαντζωμένο στο χέρι του αστυνομικού. Ο Δημήτρης στάθηκε μπροστά τους δακρυσμένος· οι γονείς του συγκλονισμένοι και ανακουφισμένοι, κλαίγοντας τον αγκάλιαζαν σφιχτά. «Συγγνώμη, συγγνώμη», ψέλλιζαν μέσα από τα αναφιλητά τους. Το παιδί δεν ήξερε τι να πει από την συγκίνηση και τη χαρά του. Επιτέλους, απέκτησε την οικογένεια που ονειρευόταν, που χρειαζόταν, μια οικογένεια αγαπημένη κι ευτυχισμένη!

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης