«Θεέ μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με».
Καθώς ο στρατιώτης παρακαλούσε τον Θεό και σκεφτόταν τι μεγάλο κακό έκανε σε έναν συνάνθρωπο του, άκουσε φωνές από τον λόχο του που πλησίαζε και ξαφνικά έσβησαν όλες οι σκέψεις του μυαλού του. Έτρεξε ανηφορίζοντας γρήγορα προς τους συμπατριώτες του, οι οποίοι εκείνη την στιγμή γελούσαν λέγοντας αστείες ιστορίες. Μόλις τον είδαν, τον ρώτησαν πού ήτανε και γιατί είναι έτσι ταραγμένος. Αυτός τους είπε ψέματα ότι συνάντησε μια αγέλη λύκων και προσπάθησε τρέχοντας να σωθεί. Δεν ήθελε να τους πει για τον πληγωμένο εχθρό, γιατί σίγουρα θα τον αποτελείωναν. Κάθισε μαζί τους και πήρε και αυτός μέρος στη συζήτηση προσπαθώντας να γελάσει και να διασκεδάσει.
Μετά από πολλή ώρα τους στρατιώτες τους πήρε ο ύπνος, εκτός από αυτόν. Γιατί, ενώ προσπαθούσε να κοιμηθεί, μόλις έκλεινε τα μάτια του, οι τύψεις και οι ενοχές κυρίευαν το μυαλό του. Μη μπορώντας να ηρεμήσει, αποφάσισε να πάει κρυφά πίσω στον άτυχο στρατιώτη, για να τον βοηθήσει. Σε όλον τον δρόμο, σκεφτόταν τι μεγάλο κακό του έχει κάνει και παρακαλούσε να είναι ζωντανός. Όταν έφτασε σε εκείνο το σημείο, αυτό που αντίκρισε από μακριά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Είδε όρθιο τον αντίπαλο στρατιώτη, συνοδεία των συμπατριωτών του, οι οποίοι ευτυχώς τον είχαν βρει, τον είχαν φροντίσει και του είχαν κλείσει το τραύμα. Έφυγε αθόρυβα, ευχαριστώντας τον Θεό για το δώρο που του έκανε να σωθεί ο άτυχος στρατιώτης και να ηρεμήσει επιτέλους η ψυχή του.
Χαράλαμπος Γ. . μαθητής του Β1
Επιμέλεια: Μάγδα Μπίγκα, ΠΕ02

