Κάθε Πρωτοχρονιά, ένα παιδί από την οικογένεια έκανε το ποδαρικό. Έπαιρνε ένα όμορφο και καθαρό κανάτι και πήγαινε να φέρει το πρώτο νερό της χρονιάς, που το έλεγαν αμίλητο νερό , γιατί σε όλο τον δρόμο δεν έπρεπε να μιλήσει.
Οι άνθρωποι πίστευαν πως την ώρα που άλλαζε ο χρόνος , οι μοίρες περνούσαν από τα σπίτια και έφερναν την τύχη. Μετά ξεκουράζονταν κοντά στις βρύσες. Για να τις ευχαριστήσουν , όσοι πήγαιναν για να πάρουν το πρώτο νερό άφηναν δίπλα στη βρύση λίγη ζάχαρη ή ένα γλυκό , για να «γλυκάνει» η μοίρα τους.
Όταν έπαιρναν το νερό , έλεγαν από μέσα τους ¨Καλημέρα βρυσούλα μου και καλή χρονιά. όπως τρέχει το νερό σου , έτσι να τρέχουν και οι χαρές στο σπίτι μου».
Μετά έπαιρναν και μια στρογγυλή , άσπρη πέτρα και γύριζαν σπίτι χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν. Αν περνούσαν μπροστά από σπίτι συγγενών ή φίλων, έριχναν λίγο αμίλητο νερό στο κατώφλι , έβαζαν μέσα μια πέτρα και έφευγαν πάλι αμίλητοι. Αυτό το έκαναν για να έχουν οι άνθρωποι εκεί χαρά, υγεία και γερή ζωή.
Όταν έφταναν στο δικό τους σπίτι , έκαναν το ίδιο και μόνο τότε έλεγαν όλοι μαζί : «Καλή χρονιά !»

