«Δεν έχω μπαταρία. Θα σε πάρω όταν φτάσω». «Εδώ δίπλα μου κάθεται μια παρέα που γελάει με όλη της την ψυχή»
«Σε κάνα δίωρο φτάνω. Έχε το νου σου να ξεκινήσεις» «Πόσο μου έλειψες. Ανυπομονώ να σε δω» «Καλό ταξίδι, αγάπη μου. Να προσέχεις».
Ενας γονιός αποχαιρέτησε το παιδί του, λίγο πριν αυτό μπει σε ένα τρένο που θα το πάρει μακριά. Ένας σύντροφος φίλησε τον άνθρωπο του,
τον αγκάλιασε και περίμενε
ένα τηλεφώνημα μόλις αυτός θα έφτανε.
Μια παρέα χωρίστηκε μέχρι να βρεθεί ξανά.
Την ίδια στιγμή μια φωνή από κάπου άρθρωνε: «Πάμε και όπου βγει»
Και μετά σπασμένα τζάμια, κραυγές, λάδια στο έδαφος, φωνές, άνθρωποι στο έδαφος, ένας γονιός να προσπαθεί να απεγκλωβίσει το ίδιο του το παιδί, πάνω απο 30 ψυχές έφυγαν και μια μάνα να φωνάζει αγωνιώντας «Πως μπορώ να μάθω αν το παιδί μου ζει;» Σιωπή.
Εκκωφαντική σιωπή.
Κανένα όνειρο, καμία ψυχή και κανένα βλέμμα δεν αξίζει να σβήσει ανάμεσα σε σίδερα και φωτιά.
«Πάμε και όπου βγει» στον έρωτα και στην ίδια τη ζωή. Όχι σε σιδηροδρομικές γραμμές.
Όχι.
Αν αυτό δεν είναι έγκλημα, πες μου εσυ τι είναι;
Θα μπορούσα να ήμουν εγώ.
Θα μπορούσες να ήσουν εσύ.
Μα δεν είμαστε.
Είναι όλοι εκείνοι οι φοιτητές που γυρνούσαν σπίτια τους.
Όλοι εκείνοι οι μακρινοί έρωτες που πήγαιναν στο άλλο τους μισό.
Όλοι εκείνοι που είχαν φύγει για το τριήμερο και αποφάσισαν να το κρατήσουν τετραήμερο, μα κράτησε παντοτινό.
Είναι εκείνη η μητέρα με το παιδί της που ήθελε να του δείξει πως είναι το τρένο από μέσα.
Είναι όλοι εκείνοι που δυστυχώς
βρέθηκαν στο λάθος μέρος, την λάθος στιγμή.
Αντίο σε όσους έφυγαν και καλή δύναμη σε όσους έμειναν πίσω.
Αναδημοσίευση από το Internet