
Το καλοκαίρι του 1936 στη Σάμο, δύο αδελφές, η Μέλια και η Μυρτώ, παραθερίζουν, όπως κάθε χρόνο στο σπίτι του παππού τους. Αυτό που τους κάνει μεγαλύτερη εντύπωση σε αυτό το σπίτι είναι το βαλσαμωμένο καπλάνι (τίγρης) που υπάρχει στο σαλόνι .Η Μυρτώ και Μέλια, δεν πηγαίνουν στο σχολείο γιατί ο παππούς τους κάνει την ίδια και πιο αποτελεσματική δουλειά. Πλησίαζε 10 Ιουνίου και ο παππούς, αφού τους έκανε τις κατάλληλες ερωτήσεις για να δει αν είχαν καταλάβει όλα όσα είχαν διδαχθεί κατά τη διάρκεια της χρονιάς, ανακοίνωσε στους γονείς τους το ευχάριστο αποτέλεσμα. Έτσι τα δύο κορίτσια θα πήγαιναν νωρίτερα στο νησί τους, που τόσο πολύ αγαπούσαν. Όλοι οι κάτοικοι του νησιού τους υποδέχτηκαν με χαρά. Τα δύο κορίτσια αμέσως έτρεξαν να παίξουν μαζί με τα άλλα παιδιά τα οποία όλη την ώρα ρωτούσαν για το καπλάνι της βιτρίνας. Τα παιδιά κάθε μέρα έπαιζαν όλα μαζί, ώσπου κάποια μέρα ήρθε ένας ξάδελφος της Μέλιας και της Μυρτώς, ο Νίκος. Ο Νίκος διηγιόταν πολύ ωραίες ιστορίες που σχετίζονταν με το καπλάνι αλλά και με άλλα παράξενα, πραγματικά ή ψεύτικα πρόσωπα. 4 Αυγούστου ήταν η ημέρα που επιβλήθηκε δικτατορία στην Ελλάδα, το δυσάρεστο αυτό γεγονός σήμαινε πως ο Νίκος έπρεπε να φύγει γιατί κινδύνευε να συλληφθεί. Ο Νίκος στην πραγματικότητα δεν έφυγε αλλά πήγε και κρύφτηκε σε ένα ερειπωμένο σπίτι. Τα παιδιά πήγαιναν κάθε μέρα φαγητό στον Νίκο. Παράλληλα οι γονείς των κοριτσιών αποφάσισαν να τα αφήσουν να πάνε σχολείο.Μια μέρα όμως τα πράγματα αγρίεψαν, οι στρατιώτες μπήκαν μέσα στο σπίτι της οικογένειας για να ψάξουν και για να σκοτώσουν το καπλάνι. Από εκείνη την μέρα τα δυο κορίτσια δεν ξαναπήγαν ποτέ σχολείο. Ο Νίκος, αφού είχε πετύχει τον σκοπό του, ταξίδεψε στην Ισπανία για να πολεμήσει τους φασίστες. Τα παιδιά συνέχισαν τη ζωή τους στο Λαμαγάρι, αναζητούσαν και φώναζαν τον Νίκο, μα ο αέρας έπαιρνε τις φωνές τους