γράφει η μαθήτρια Φασουλάκου Αλεξάνδρα
Λεπτομέρειες στην Κύπρο
Στον ζωγράφο Διαμαντή
Η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί
σκαρφαλωμένη στ’ ανοιχτάρι τ’ Άγιου Μάμα,
παραδομένη τυφλά στο μέλι του ήλιου
εδώ ή αλλού, τώρα, στα περασμένα: χόρευε
μ’ ένα τέτοιο ρυθμό το φθινόπωρο.
Άγγελοι ξετυλίγανε τον ουρανό
και χάζευε ένας πέτρινος καμαροφρύδης
σε μια γωνιά της στέγης.
Τότες ήρθε ο καλόγερος· σκουφί, κοντόρασο, πέτσινη ζώνη,
κι έπιασε να πλουμίζει την κολόκα.
Άρχισε απ’ το λαιμό: φοινικιές, λέπια, και δαχτυλίδια.
Έπειτα, κρατώντας στην πλατιά παλάμη τη στρογγυλή κοιλιά,
έβαλε τον παραυλακιστή, τον παραζυγιαστή, τον παραμυλωνά, και τον κατάλαλο·
έβαλε την αποστρέφουσα τα νήπια και την αποκαλόγρια·
και στην άκρη, σχεδόν απόκρυφο, τ’ ακοίμητο σκουλήκι.
Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση.
Όμως το ξύλινο μαγκανοπήγαδο—τ’ αλακάτιν,
κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς
μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,
γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;
Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή
βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου
γιατί την είπες φωνή πατρίδας;
Με αφορμή το αφιέρωμα του σχολικού περιοδικού μας στην Κύπρο του Σεφέρη, θα αναφερθώ στο αξιοσημείωτο ποίημα του <<Λεπτομέρειες στην Κύπρο>>.Ο ίδιος ο ποιητής αναπολεί ένα αμέριμνο τοπίο , και με τον δικό του μοναδικό τρόπο προσφέρει στον αναγνώστη ένα ανεβάσταγο συναίσθημα για την συνέχεια.
Στην πρώτη στροφή περιπλανούνται οι περιγραφές κυρίως γύρω από το αμέριμνο πουλί. Η κουκουβάγια μπορεί και πετάει ήσυχα, ενώ κοιτάζει τον κόσμο και τη φύση ανενόχλητα. Ελεύθερα εκφράζεται και ταξιδεύει κοντά στον ήλιο, χωρίς να φοβάται ιδιαίτερα.
Στην δεύτερη στροφή σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίρνει ο καλόγερος. Ο Σεφέρης περιγράφει με λεπτομέρεια την εμφάνιση του προηγουμένου. Αναλύει την διακόσμηση της κολοκύθας και δίνει έμφαση όχι στα στολίδια που αξιοποιεί, αλλά από πού ξεκινάει την όλη διαδικασία. Στο τέλος της ίδιας στροφής κάνει αναφορά στους νέους, οι οποίοι είναι οι μόνοι που πλέον απομένουν με βεβαιότητα και μπορούν να θυμούνται τους αγώνες της πατρίδας. Μιας πατρίδας που δεν ξεχνάει και δεν ξεχνιέται.
Στην τελευταία ενότητα του ποιήματος μπορεί κανείς να πει πως κάνει αναφορά στον χαμό της μισής Κύπρου. Οι κάτοικοί της νιώθουν απογοήτευση και πικρία . Οι στίχοι που επιλέγει και ο ίδιος προσδίδουν αυτήν την εικόνα (μισοί στο χώμα και μισοί μέσα στο νερό) καθώς θέλει να κάνει αναφορά στον μεγάλο αυτόν χαμό.
Κατά την δική μου άποψη θεωρώ πως το ποίημα διέπεται από τον συμβολισμό. Η κολοκύθα μπορεί και είναι η Κύπρος. Μπορεί και είναι στολισμένη και ευχάριστα όμορφη πριν τον χαμό της ίδιας, αλλά και των παιδιών της. Ο καλόγερος επιλέγει να την φυτέψει βαθιά μέσα στο έδαφος, για να μην ξεχαστεί, ενώ από την άλλη απευθύνει το βλέμμα του στους νέους αφήνοντας τους το έργο της θύμησης. Στο τέλος ο Σεφέρης αναφέρεται στην αδικοχαμένη πατρίδα, καθώς παρομοιάζει τον σπαραγμό της φωνής με τον χαμό της πατρίδας.