Η «Ελένη» του Γ. Σεφέρη

Ελένη - Γιώργος Σεφέρης

γράφει η μαθήτρια Λαζαρίδου Θεοδώρα

Η «Ελένη» του Γ. Σεφέρη

ΤΕΥΚΡΟΣ: …ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν

οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν

Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.

…………………………………………………

ΕΛΕΝΗ: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.

 

…………………………………………………

ΑΓΓΕΛΟΣ: Τί φῄς;

Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ


«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

Ποιές είναι οι Πλάτρες; Ποιός το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών·
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη·
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Πού είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης·
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους —ποιός θα το ’λεγε— η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα·
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία — ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα νά ηταν πλάσμα ατόφιο·
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τί μη θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό ειναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι ανθρώποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών·
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.


Η «Ελένη» του Σεφέρη αποτελεί ένα φιλοσοφικό και πολιτικό συμπέρασμα. Παρά, δηλαδή, τις καταστροφές που βίωσαν οι άνθρωποι ‘για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη’, παρατηρούνται τα ίδια λάθη με τις ίδιες συνέπειες και από τους απογόνους. Με αφορμή το αφιέρωμα του σχολικού περιοδικού μας στην Κύπρο του Σεφέρη, θα αναφερθώ στο γνωστό ποίημα του, την «Ελένη». Διαμέσου του ποιήματος αυτού, φανερώνεται η συναισθηματική κατάσταση και οι σκέψεις του ποιητή με τα αντίστοιχα του Τεύκρου.

Στην αρχή του ποιήματος, ο Σεφέρης απευθύνει τον λόγο σε ένα πουλί, το χαρούμενο τραγούδι του οποίου συντροφεύει την δύσκολη πορεία των ψυχών των ανθρώπων που πέθαναν στον πόλεμο. Στην συνέχεια, αναφέρεται ο ερχομός του Τεύκρου στην Κύπρο με την λήξη του Τρωικού πολέμου, εξαιτίας της εξορίας που έλαβε από τον πατέρα του. Ο διωγμός του οφείλεται στην αυτοκτονία του αδερφού του, Αίαντα, μετά την απόρριψη παράδοσης του οπλισμού του Αχιλλέα σε αυτόν. Ο Τεύκρος συναντώντας την Ελένη, νωρίτερα, στην Αίγυπτο αντιλαμβάνεται ότι ο δεκαετής πόλεμος στην Τροία με τους πολυάριθμους νεκρούς έγινε για ένα είδωλο.

Στην τελευταία ενότητα του ποιήματος, παρατηρείται ταύτιση των σκέψεων του Σεφέρη με αυτών του Τεύκρου. Συγκεκριμένα, ο ποιητής φτάνοντας στην Κύπρο το 1953 και έχοντας βιώσει τις αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα του 2ου Παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου Πολέμου, προβληματίζεται σχετικά με την σκοπιμότητα όλων των θανάτων που υπήρξαν. Παράλληλα με την προσπάθεια που πραγματοποιείται από την Κύπρο για τον τερματισμό της Αγγλικής κυριαρχίας, ο Σεφέρης ως έμπειρος πρέσβης αντιλαμβάνεται τον ερχομό ενός νέου πολέμου. Και από τον ποιητή αλλά και από τον Τεύκρο παρατηρούνται δυσπιστία και αμφισβήτηση, καθώς οι ανούσιοι πόλεμοι διαλύουν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων προς τους ισχυρούς.

Πηγές: https://www.logografis.gr/%CE%B7-%CE%BA%CF%8D%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%B5%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B7-%CE%B5%CE%B9%CF%83%CE%B1%CE%B3/

https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=1&text_id=3175

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης