Αιτίες που οδήγησαν στην άνοδο και επικράτηση του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού κατά την περίοδο του μεσοπολέμου

Pieter Bruegel the Elder - The Tower of Babel (Vienna) - Google Art Project

Στο άρθρο επιχειρείται συζήτηση σχετικά με την εμφάνιση των εθνών κατά τον 19ο αιώνα και σχετικά με τα βασικά χαρακτηριστικά του εθνικισμού. Επιπρόσθετα, γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα συγκρότησης εθνικών κρατών, αυτών της Ιταλίας και της Γερμανίας, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Έθνος, εθνικισμός και εθνικό κράτος

Το έθνος μπορεί να οριστεί ως «ένας επώνυμος πληθυσμός ανθρώπων που μοιράζονται μια ιστορική περιοχή (επικράτεια), κοινούς μύθους και ιστορικές μνήμες, ένα μαζικό, λαϊκό πολιτισμό, μια κοινή οικονομία, κοινά νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για όλα τα μέλη» (Smith, 1991, όπ. αναφ. στο Ράπτης, 2000, σελ. 73). Σύμφωνα δε με τον Hobsbawm (1994, σελ. 34), «το «έθνος» ήταν το σώμα των πολιτών, η συλλογική κυριαρχία των οποίων τους συγκροτούσε σε ένα κράτος, το οποίο ήταν η πολιτική τους έκφραση. Διότι οτιδήποτε άλλο κι αν ήταν ένα έθνος, το στοιχείο της πολιτογράφησης και της μαζικής συμμετοχής ή εκλογής, ποτέ δεν απουσίαζε από αυτό». Βέβαια, όπως ό ίδιος αναφέρει (σελ. 33), κατά την Εποχή των Επαναστάσεων η ίδια λέξη (έθνος) σήμαινε, ή μπορούσε να σημαίνει, πολύ διαφορετικά πράγματα. Ο εθνικισμός μπορεί να οριστεί ως «αξίωμα που θεωρεί ότι η πολιτική και η εθνική ενότητα πρέπει να συμπίπτουν» (Gellner, 1983, όπ. αναφ. στο Ράπτης, 2000, σελ. 73). Η έννοια του εθνικού κράτους στηρίζεται στην «αρχή των εθνοτήτων», δηλαδή του αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος κάθε εθνοτικής κοινότητας να συγκροτεί το δικό της εθνικό κράτος (Ράπτης, 2000, σελ. 71).

Οι απαρχές του εθνικισμού

Σύμφωνα με τον Blanning (2009, σελ 203) ο εθνικισμός «εν μέρει προέκυψε από την ανάγκη να βρεθεί κάποιο κοσμικό υποκατάστατο της θρησκείας». Εμφανίστηκε δε με δυο μορφές: «Μια πολιτισμική, η οποία προσδιόριζε το έθνος ως το σημαντικότερο σημείο αναφοράς για τους ανθρώπους, ως την κορυφαία αξία και το υψηλότερο ιδανικό˙ και μια πολιτική που προέκυψε αργότερα, η οποία πρέσβευε ότι τα πολιτισμικά και τα πολιτικά σύνορα ενός κράτους πρέπει να ταυτιστούν». Κατά τον 19ο αιώνα, στο πλαίσιο της νεωτερικότητας και του μετασχηματισμού των ευρωπαϊκών κοινωνιών, μαζί με την εκβιο­μηχάνιση, τον φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό, κατά το -κατά τον Braudel (2010, σελ. 523)- «επαναστατικό και ιδεολογικό στάδιο», αναδείχθηκε και η ιδέα του εθνικού κρά­τους ως πρότυπου συστήματος οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης, κατά τις διαδικασίες μετάβασης από τη φεουδαρχική κοινωνία στη δημιουργία και εγκαθίδρυση μιας αστικής πλέον κοινωνίας.

Η έννοια του έθνους είχε διαφορετικό νόημα πριν τη Γαλλική Επανάσταση σύμφωνα δε με τον Hobsbawm (1994, σελ. 28), το Λεξικό της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας μόλις το 1884 χρησιμοποιεί για πρώτη φορά την ορολογία του κράτους, έθνους και γλώσσας σύμφωνα με σύγχρονη άποψη για τις έννοιες αυτές. Η συμμετοχή του λαού στα γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης εγκαινίασε την ανάληψη, από την πλευρά των μαζών, πρωταγωνιστικού ρόλου στο ιστορικό γίγνεσθαι, ενώ παράλληλα αναδείχθηκε και η σημασία της κοινής γνώμης στις εξελίξεις. Οι ιδέες της πολιτικής και εθνικής ελευθερίας της Γαλλικής Επανάστασης προέβαλαν την έννοια του Έθνους ως ενοποιητική και κυρίαρχη δύναμη και ως ανώτατη πηγή όλων των εξουσιών. Ο εθνικός στρατός που δημιουργήθηκε την εποχή του Ναπολέοντα διέχυσε και διέσπειρε σε ολόκληρη την Ευρώπη, ως φορέας εθνικής και κοινωνικής συνείδησης, τις ιδέες της εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής ελευθερίας, ιδέες που αποτέλεσαν κατά τον 19ο αιώνα την κινητήρια δύναμη εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Σύμφωνα δε με τον Burns (1983, σελ. 119-120) ο εθνικισμός ήταν εν μέρει παιδί της Γαλλικής Επανάστασης και συνδέονταν με το κίνημα του «ρομαντισμού», με την κοινή πεποίθηση ότι «το παρελθόν θα έπρεπε να λειτουργεί ως μέσο κατανόησης του παρόντος και σχεδιασμού του μέλλοντος».

Μετά την κατάρρευση της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, υπογράφηκε (μετά το Συνέδριο της Βιέννης, το 1815) μεταξύ της Αυστρίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας η συνθήκη της «Ιεράς Συμμαχίας» για την αντιμετώπιση των επίδοξων κοινωνικών και εθνικών ανατροπέων καθώς, όπως γράφει ο Roberts (2009, σελ. 43), «Η Πρωσία, η Ρωσία και η Αυστρία βρέθηκαν να εξουσιάζουν πληθυσμούς τους οποίους τίποτε δεν συνέδεε ιστορικά με τις δυναστείες των Χοεντσόλερν, των Αψβούργων και των Ρομανόφ. Για τους δυο τελευταίους η σύγκρουση μεταξύ δυναστών και εθνών έμελλε να αποτελέσει φλέγον εσωτερικό θέμα και αποσταθεροποιητικό παράγοντα για όλο τον επόμενο αιώνα». Η Ιερά Συμμαχία διαλύθηκε ως αποτέλεσμα του Κριμαϊκού πολέμου, το 1856. Είχε ήδη ξεκινήσει μια μακρόχρονη διαδικασία για την εδραίωση της εθνικής συνείδησης ως κύριας δημόσιας υποχρέωσης όλων των μελών κάθε εθνότητας, στην οποία συνέβαλαν και παράγοντες όπως η ανάπτυξη της εκπαίδευσης και ο αλφαβητισμός (υποβοηθούμενοι και από την ανάπτυξη της τυπογραφίας), η υποχρεωτική στράτευση, τα εθνικά σύμ­βολα και οι εθνικές γιορτές. Εθνικά κράτη προέκυπταν είτε μέσω της απόσχισής τους από πολυεθνικά κρά­τη (όπως η Ελλάδα, η Σερβία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία κατά την εξασθένιση της Οθωμανικής εξουσίας στα Βαλκάνια) είτε μέσω της ενοποίησης πολιτικά κατακερματισμένων εθνών (όπως η Ιτα­λία και η Γερμανία). Παράλληλα, ήδη υφιστάμενα κράτη (Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία) ενίσχυαν τον εθνικό τους χαρακτήρα. Καταγράφονταν γενικά έντονες ανακατατάξεις, κυρίως στο πλαίσιο της εκβιομηχάνισης της Ευρώπης (Trebilcock, 2009, σελ. 69-106), καθώς οι βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης (και οι ΗΠΑ) αποτελούσαν το κέντρο ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, το οποίο βασιζόταν στη συνεχή αύξηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού, στην ελεύθερη μετανάστευση ανθρώπινου δυναμικού και κεφαλαίων, στην επιλεκτική ανάπτυξη της βιομηχανίας σε περιοχές του κόσμου, στην ανάπτυξη των συγκοινωνιών, των επικοινωνιών και του ασφαλιστικού/ τραπεζικού συστήματος και στην αύξηση του διεθνούς εμπορίου. Προϋποθέσεις για την ομαλή λειτουργία αυτού του ευρω-ατλαντικού παγκόσμιου συστήματος αποτελούσαν: η ειρήνη, η ελευθερία του διεθνούς εμπορίου και η οικονομική ηγεμονία των χωρών που αποτελούσαν τον πυρήνα του συστήματος.

Η περιπτώσεις της Ιταλίας και της Γερμανίας

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η ιταλική χερσόνησος ήταν κατακερματισμένη σε μικρά κράτη/κρατίδια (βλ. Εικόνα 1, σελ. 7), με το ισχυρό βασίλειο του Πεδεμόντιου και της Σαρδηνίας ως το μόνο ανεξάρτητο και ως το μόνο με Ιταλό μονάρχη, τα παπικά κράτη, και τα υπόλοιπα να ανήκουν στην αυστριακή ή στην ισπανική επικράτεια. Διάφορες αποτυχημένες εξεγέρσεις, κυρίως κατά του καθεστώτος που είχε επιβληθεί από το Συνέδριο της Βιέννης, μπορούν να θεωρηθούν ως οι ρίζες του εθνικού ιταλικού κινήματος. Δυο πολιτικές προτάσεις με στόχο την επίλυση του ιταλικού ζητήματος απέτυχαν, επίσης. Με τους κατάλληλους χειρισμούς τους, ο βασιλιάς του Πεδεμοντίου Βίκτωρ-Εμμανουήλ Β’ (Vittorio Emanuele II di Savoia) και ο πρωθυπουργός του Καμίλο Καβούρ (Camillo Benso conte di Cavour), έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη της Γαλλίας, και εκφράζοντας τις επιθυμίες της βιομηχανικής και εμπορικής τάξης για μια ενωμένη Ιταλία με συνταγματική μοναρχία και φιλελεύθερη οικονομία, κατόρθωσαν –και μέσω ενθαρρυντικών στρατιωτικών νικών κατά της Αυστρίας- τη σταδιακή και σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα ενοποίηση της Ιταλίας (βλ. Εικόνα 1).

 Εικόνα1
Εικόνα 1: Οι φάσεις της Ιταλικής ενοποίησης (Berstein & Milza, 1997, σελ. 122).

Αντίθετα, στη Γερμανία η ενοποίηση προέκυψε όχι τόσο από πολιτικές προσπάθειες, αλλά κυρίως από την οικονομία: με πρωτοβουλία της Πρωσίας (οι οποία επικράτησε τελικά παραγκωνίζοντας σταδιακά την ανταγωνίστρια Αυστρία) ιδρύθηκε η «Γερμανική Τελωνειακή Ένωση», δημιουργώντας έτσι έναν ενιαίο οικονομικό χώρο που αποτέλεσε την ικανή βάση για την πολιτική ενοποίηση της Γερμανίας. Αυτή η ενοποίηση –και αυτή σε σύντομο χρονικό διάστημα (βλ. Εικόνα 2), όπως και η της Ιταλίας – επιτεύχθηκε μέσω των κατάλληλων χειρισμών του Βίσμαρκ (Otto Eduard Leopold von Bismarck-Schönhausen), πρωθυπουργού της Πρωσίας, ο οποίος συνδύασε πολιτική ισχύος και αυταρχισμού με την κινητοποίηση της κοινής γνώμης και την αφύπνιση του εθνικού συναισθήματος, αξιοποιώντας παράλληλα εθνικό πόλεμο ενάντια στη Γαλλία (Ράπτης, 2000, σελ. 78-82˙ Berstein & Milza, 1997, σελ. 114-141).

 Εικόνα2

Εικόνα 2: Οι φάσεις της Γερμανικής ενοποίησης (Berstein & Milza, 1997, σελ. 134).

Συζήτηση – συμπεράσματα

Ο εθνικισμός, φαινόμενο του 19ου αιώνα, φαίνεται να συνδέεται αρχικά με τη δημοκρατία και την ελευθερία, αντλώντας στοιχεία της Γαλλικής Επανάστασης. Εμφανίστηκε, καλλιεργήθηκε και αξιοποιήθηκε ως ιδεολογία με ιδανικό το έθνος, στην προσπάθεια κοινωνικών συνόλων να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους ή/και ακόμη και την ίδια την ύπαρξή τους, στο πλαίσιο των ανακατατάξεων στον πολιτιστικό-οικονομικό-πολιτικό χάρτη της Ευρώπης. Δέχθηκε ισχυ­ρή ώθηση από την ιταλική και τη γερμανική ενοποίηση, η οποία είχε εδαφικό και διπλωματικό κόστος για την Αυστρία, και άλλαξε τον μέχρι τότε συσχετισμό των δυνάμεων στην Ευρώπη, με τη δημιουργία της ενιαίας και ισχυρής Γερμανίας. Παράλληλα, μικρότερου εύρους εθνικά κινήματα οδήγησαν στη δημιουργία νέων, εθνικών πλέον κρατών, τα περισσότερα από τα οποία υφίστανται μέχρι και σήμερα.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Berstein, S., Milza, P. (1997). Ιστορία της Ευρώπης 2. Η Ευρωπαϊκή συμφωνία και η Ευρώπη των εθνών1815-1919, τ. 2. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Blanning, T.C.W. (2009). Η εμπορευματοποίηση και η ιεροποίηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού τον 19ο αιώνα. Στο: T.C.W. Blanning (Επιμ.), Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης (σελ. 177-212). Αθήνα: Εκδόσεις Τουρίκη.

Braudel, F. (2010). Γραμματική των πολιτισμών. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ..

Burns, E. (1983). Ευρωπαϊκή Ιστορία, Εισαγωγή στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της Δυτικής Ευρώπης, τόμος B΄. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Hobsbawm, E. J. (1994). Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα.

Roberts, J. (2009). Επανάσταση από τα πάνω και από τα κάτω: Πολιτική ιστορία της Ευρώπης από τη Γαλλική Επανάσταση έως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο: T.C.W. Blanning (Επιμ.), Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης (σελ. 31-68). Αθήνα: Εκδόσεις Τουρίκη.

Trebilcock, T. (2009). Η εκβιομηχάνιση της Ευρώπης, 1759-1914. Στο: T.C.W. Blanning (Επιμ.), Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης (σελ. 69-106). Αθήνα: Εκδόσεις Τουρίκη.

Ράπτης, Κ. (2000). Γενική Ιστορία της Ευρώπης κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, τ. Β΄. Πάτρα: Ε.Α.Π..

Ράπτης, Κ., Γενική ιστορία της Ευρώπης, 19ος  – 20ός αιώνας (ενότητα 21.1), Πάτρα: ΕΑΠ, 2000

Αρβελέρ, Ε. – Aymard, M. (επιμ.), Οι Ευρωπαίοι, Νεότερη και σύγχρονη εποχή, τομ. Β΄ (ιδίως το άρθρο του Robert Frank, «Εμφύλιοι ευρωπαϊκοί πόλεμοι»), Αθήνα: Σαββάλας, 2003

Berstein, S. – Milza, P., Ιστορία της Ευρώπης (τ. 3), 1919 έως σήμερα: Διάσπαση και ανοικοδόμηση της Ευρώπης (κεφ. 3), Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 1997

Blanning, T.C.W., Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης (ιδίως το άρθρο του Paul Preston, «Ο Μεγάλος Εμφύλιος Πόλεμος: Πολιτική ιστορία της Ευρώπης, 1914-1945), Αθήνα: Εκδόσεις Τουρίκη, 2009

Burns, E.M., Ευρωπαϊκή ιστορία: Ο Δυτικός Πολιτισμός, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2006, κεφ.16.

E.J. Hobsbawm, Η εποχή των άκρων: Ο σύντομος 20ός αιώνας, 1914-1991 (κεφ. 4), Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1999

Joll, J., Η Ευρώπη, 1870-1970 (μτφρ. E.Βόγλη), Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2006.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης