Τα κύρια σημεία της αριστοτελικής κοσμολογίας
Οι προϊστορικές αντιλήψεις για τη φύση εξελίχθηκαν σταδιακά μέσα στους αιώνες[1] στη φυσική φιλοσοφία των προσωκρατικών φιλοσόφων[2], περίπου τον 6ο π.Χ. αιώνα. Μέσα σε έναν πολιτισμό ακόμα διαποτισμένο από τη μυθολογία, οι νέου είδους πνευματικές αναζητήσεις αποτέλεσαν την έναυση της φυσικής φιλοσοφίας, με σημαντικότερους εκπροσώπους τον Θαλή[3], τον Πυθαγόρα[4] και τον Ηράκλειτο[5] (Lindberg, 1997, σελ. 1-49).
Σύμφωνα με τον Lindberg (1997, σελ. 49-63), μετά τον θάνατο του Σωκράτη[6] στο τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα, το κέντρο βάρους της ελληνικής φιλοσοφίας μετατοπίστηκε από τα κοσμολογικά ενδιαφέροντα προς ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Ο Πλάτων[7], με το συγγραφικό φιλοσοφικό του έργο που ασκεί σημαντικές επιρροές μέχρι και σήμερα, εισήγαγε τη θεωρία των ιδεών κατά την οποία ο κόσμος χωρίζεται σε δυο σφαίρες ύπαρξης, μια υλική και μία ιδεατή.
Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε από τον Αριστοτέλη[8] επηρέασε ισχυρά τη δυτική φιλοσοφική και επιστημονική μέχρι και την Αναγέννηση. Αντίθετα προς τον ιδεατό κόσμο του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης εισήγαγε μια αντίληψη κοινού νου (λογικής) μέσω της αισθητηριακής εμπειρίας, αναζητώντας ένα αίτιο για κάθε τι. Υποστήριξε έναν κόσμο οργανωμένο, με σχέσεις αιτίας-αιτιατού, στον οποίο κάθε τι εξελίσσεται προς το τέλος που καθορίζει η φύση του. Αρνήθηκε την υπόθεση της αρχής του Σύμπαντος, επιμένοντας σε ένα αιώνιο Σύμπαν, χωρισμένο σε δυο σφαίρες, την υποσελήνια και την υπερσελήνια, με ποικιλία επιχειρημάτων και εισάγοντας τη δική του θεωρία για τις επίγειες και ουράνιες κινήσεις. Ο Αριστοτέλης, με τη φυσική του φιλοσοφία, αντιμετώπισε επιτυχώς – για τα τότε, αλλά και των επόμενων αιώνων δεδομένα- τα κυριότερα ζητήματα που είχαν τεθεί από τους προσωκρατικούς φιλόσοφους και τον Πλάτωνα σχετικά με τη δημιουργία του Σύμπαντος και τις μεταβολές σε αυτό, την αιτιότητα, τη σχέση του θείου με τα υλικά πράγματα, επικρατώντας μέσω της πειθούς και όχι του εξαναγκασμού (Lindberg, 1997, σελ. 67-96).
Η εδραίωση του «σχολαστικισμού» και η οργάνωση και εξέλιξη του μεσαιωνικού Πανεπιστημίου
Σύμφωνα με τον Lindberg (1997, σελ. 212), από την εποχή της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Χριστιανισμός άρχισε να έχει έναν ισχυρό θρησκευτικό ρόλο. Κατά τη διάρκεια του Πρώιμου Μεσαίωνα (5ος-9ος αι.) καταγράφεται παρακμή της φιλοσοφικής σκέψης και της μελέτης της φυσικής φιλοσοφίας, με τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα να διαβάζονται με όρους πρακτικότητας/χρηστικότητας, αν και δεν λείπουν παραδείγματα όπως αυτά των Ισίδωρου και Βέδα, λογίων που προσπάθησαν να διασώσουν τα υπολείμματα κλασικής παιδείας και να τα μεταδώσουν –σε χρήσιμη μορφή- στο χριστιανικό κόσμο του Μεσαίωνα (Lindberg, 1997, σελ. 223-225). Ο ρόλος του Καρλομάγνου[9] θεωρείται πολύ σημαντικός για την επαναφορά στο προσκήνιο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, καθώς ανάμεσα στα μέτρα που πήρε ήταν και το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο ιδρύονταν καθεδρικές και μοναστικές σχολές, οι οποίες μακροπρόθεσμα συνέβαλαν στη διάδοση της –αν και προσανατολισμένης προς τον κλήρο- παιδείας και έθεσαν τις βάσεις της μελλοντικής λόγιας δραστηριότητας (Lindberg, 1997, σελ. 262-264).
Κατά τη διάρκεια των Μέσων Χρόνων (10ος-11ος αι.) καταγράφεται η άνθιση της αραβικής επιστήμης. Το Ισλάμ (7ος-11ος αι.) έγινε ο κύριος μοχλός συντήρησης και διάδοσης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, με τη μετάφραση και μελέτη των αρχαίων ελληνικών συγγραμμάτων[10]. Συγχρόνως, στην Ευρώπη το ενδιαφέρον για τη φυσική φιλοσοφία ήταν περιορισμένο, κυρίως λόγω της φεουδαρχίας.
Κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα (12ος-15ος αι.) καταγράφεται η ανάπτυξη των Πανεπιστημίων και η μεταφορά του κέντρου της πνευματικής ζωής στην Κεντρική Ευρώπη˙ από το μοντέλο της τυπικής σχολής του Πρώιμου Μεσαίωνα, με την ανάπτυξη πλέον των αστικών κέντρων και ενός νέου αστικού εκπαιδευτικού συστήματος (Lindberg, 1997, σελ. 268-276) δημιουργούνται νέου τύπου σχολές, στις οποίες παρατηρείται και μια έντονη προσπάθεια ανάκτησης και μελέτης των Λατίνων κλασικών και –μέσω των μεταφράσεών τους στη λατινική- των Ελλήνων κλασικών. Στα Πανεπιστήμια που σταδιακά εμφανίστηκαν γινόταν κριτική εξέταση των ισχυρισμών γνώσης με τη βοήθεια της αριστοτελικής λογικής. Η εφαρμογή αυτής της μεθόδου δημιούργησε ένα σύστημα πεποιθήσεων που εναρμόνισε το περιεχόμενο της ελληνικής και αραβικής παιδείας με τους ισχυρισμούς της χριστιανικής θεολογίας (Lindberg, 1997, σελ. 297). Τον 13ο αιώνα τα πανεπιστήμια, υποστηριζόμενα κατά κανόνα από την παπική εξουσία, έχουν νομικά τη μορφή της συντεχνίας και λογίους με αυξημένο κύρος (Ασημακόπουλος & Τσιαντούλας, 2008, σελ. 91-126). Ως μέθοδος απόδειξης χρησιμοποιούνταν η διαλεκτική, ένα σύνολο διαδικασιών μέσω των οποίων το αντικείμενο της γνώσης μετατρέπονταν σε πρόβλημα και συζητιόταν μέσα από διάλογο αντιτιθέμενων πλευρών. Καλλιεργήθηκε όμως τελικά η λεγόμενη σχολαστική φιλοσοφία, που κυρίως ασχολήθηκε με τη μελέτη και την κριτική των έργων του Αριστοτέλη, με βάση τη γραμματική, δίνοντας όμως έμφαση στο γράμμα και όχι στην ουσία της φιλοσοφίας του. Αυτός ο σχολαστικισμός καλλιεργήθηκε από Ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς, με σημαντικότερους ανάμεσά τους τους: Πέτρο Αβελάρδο (1079-1142), Φραγκίσκο της Ασίζης (1182-1226), Ρογήρο Βάκωνα (1214-1294), Μποναβεντούρα[11] (1221-1274) και τον Θωμά τον Ακινάτη[12] (1225-1274).
Οι προσπάθειες εναρμόνισης της αριστοτελικής κοσμοεικόνας με τη Χριστιανική θεολογία στη διάρκεια του Μεσαίωνα
Σύμφωνα με τον Lindberg (1997, σελ. 303-342), κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα συντελέστηκε μια εκπαιδευτική αναβίωση, η οποία, με την πρόσληψη νέων πηγών, εντάθηκε στο τέλος αυτής της περιόδου. Κατά τον 13ο αιώνα, το νέο διαθέσιμο σύνολο γνώσεων αποτελούσε χαρακτηριστικό της διανόησης και απασχολούσε τους μεγαλύτερους λόγιους της εποχής. Αυτοί προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν και να εξερευνήσουν το περιεχόμενο των νέων –πολύ ενδιαφερόντων- γνώσεων και την εφαρμογή τους σε ζητήματα της εποχής. Η προσέγγιση των λογίων στις νέες προκλήσεις συνέβαλε στη διαμόρφωση της δυτικής σκέψης. Τα κείμενα του Αριστοτέλη αποτέλεσαν πεδίο ιδιαίτερης μελέτης και έτυχαν διαφορετικής υποδοχής από τα διάφορα Πανεπιστήμια˙ ενδεικτικά, θετικής στην Οξφόρδη, αρνητικής στο Παρίσι. Η παπική εξουσία, αναγνωρίζοντας συγχρόνως και ωφέλειες αλλά και κινδύνους από τα κείμενα αυτά, έφτασε μέχρι και σε διατάγματα απαγορεύσεών τους. Τα έργα του Αριστοτέλη ήταν δύσκολα κατανοήσιμα, και κατά περίπτωση –μέσω των μεταφράσεών τους- με αλλοιωμένα νοήματα. Εντοπίστηκαν σε αυτά αντιθέσεις με την παραδοσιακή χριστιανική σκέψη. Για παράδειγμα, η αιωνιότητα του Σύμπαντος κατά τον Αριστοτέλη έρχονταν σε φαινομενική τουλάχιστον αντίθεση με το χριστιανικό δόγμα της Δημιουργίας. Η αιτιοκρατία της φυσικής φιλοσοφίας και το Πρώτο Κινούν του Αριστοτέλη έρχονταν σε αντίθεση με τη χριστιανική πίστη σε θαύματα. Κατά συνέπεια, τα αιτιοκρατικά στοιχεία της αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας φαίνονταν ασύμβατα, άρα και αντίθετα και επικίνδυνα προς το χριστιανικό δόγμα καθώς σε αυτή τη φιλοσοφία δεν ταίριαζε η πίστη στην ελευθερία και παντοδυναμία του θεού, στη θεία πρόνοια και στα θαύματα.
Η είσοδος της φιλοσοφίας και στις θεολογικές σχολές άρχισε να επηρεάζει και τη θεολογική μέθοδο. Και ενώ από μερίδα λογίων η είσοδος της φιλοσοφικής αυστηρότητας στη θεολογική συζήτηση θεωρούνταν πρόοδος, μια άλλη μερίδα με παραδοσιακές αντιλήψεις επέμενε στο σαφή διαχωρισμό της αποστολής της φιλοσοφίας και της αποστολής της θεολογίας. Παρόλα αυτά, η αριστοτελική φιλοσοφία, ούσα ιδιαίτερα ελκυστική, δεν κατέστη δυνατό να απαγορευθεί μόνιμα. Καθώς υπήρχε πλέον πρόσβαση στα πλήρη κείμενα του Αριστοτέλη, οι μελετητές του έβρισκαν σε αυτά μια πλήρη θεωρία για την εξήγηση και ανάλυση του Σύμπαντος. Αναζητούνταν λοιπόν η εξομάλυνση των σημείων τριβής, ώστε η αριστοτελική φιλοσοφία να γίνει συμβατή με τη χριστιανική θεολογία και να δρα ως θεραπαινίδα αυτής. Ενδεικτικά, ο Βάκων υποστήριξε ότι η επιστήμη μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση της Αγίας Γραφής και ότι η θεολογία δεν καταπιέζει τις επιστήμες, αλλά τις αξιοποιεί και τις κατευθύνει προς τους προορισμούς τους.
Ο Θωμάς ο Ακινάτης πίστευε ότι μπορούσε να λύσει το παραπάνω πρόβλημα συμβατότητας, μέσω του καθορισμού της ορθής σχέσης μεταξύ της εθνικής παιδείας και της χριστιανικής θεολογίας. Υποστήριξε ότι οι δυο –μεθοδολογικά διακριτές- θεωρήσεις είναι δυο συμβατές μεταξύ τους οδοί προς την αλήθεια, οδηγώντας ενδεχομένως σε διαφορετικές αλλά όχι αντιφατικές αλήθειες. Ενδεικτικό της παραπάνω περιγραφόμενης προσέγγισης του Θωμά του Ακινάτη είναι το εδάφιο από το κείμενό του: Summa Contra Gentiles, II, 4. Σε αυτό, και σε απολογητικό τόνο, ο Θωμάς υπερασπίζεται τη χριστιανική αλήθεια απέναντι σε αντίθετα πιστεύω, χρησιμοποιώντας κατάλληλα επιχειρήματα. Για παράδειγμα, αναφερόμενος στη μελέτη των δημιουργημάτων υποστηρίζει πως η επιστήμη τα μελετά αυτά καθαυτά, ως είναι, ενώ η θεολογία μελετά τη σχέση τους με το θεό. Αποδίδει δηλαδή διαφορετικούς ρόλους στη φυσική φιλοσοφία και στη θεολογία κατά τη μελέτη κάθε ζητήματος, σε μια προσπάθεια να τις παρουσιάσει ως συμπληρωματικές και όχι ως ασύμβατες μεταξύ τους.
Η κρίση του 1277, η σταδιακή αποσύνθεση της αριστοτελικής φιλοσοφίας και η ανάδυση της Via moderna του 14ου αιώνα
Όπως αναφέρει ο Lindberg (1997, σελ. 349-353), η κοσμολογική εικόνα που υπήρχε από τις λίγες διαθέσιμες πηγές ως το 12ο αιώνα, εμπλουτίστηκε στη συνέχεια από τις μεταφράσεις μεγάλου αριθμού ελληνικών και αραβικών πηγών. Σταδιακά, κεντρική θέση κατέλαβε η αριστοτελική παράδοση, εκτοπίζοντας σιγά-σιγά την πλατωνική και την πρώιμη μεσαιωνική θεώρηση του κόσμου. Πολλά χαρακτηριστικά της αριστοτελικής κοσμολογίας συγχωνεύθηκαν με τις προϋπάρχουσες κοσμολογικές πεποιθήσεις, διαμορφώνοντας την ύστερη μεσαιωνική κοσμολογία. Ενώ όμως κάποιοι –όπως ο Θωμάς ο Ακινάτης- προσπαθούσαν να αναπτύξουν μια φιλοσοφία συμβατή με τη θεολογία, κάποιοι άλλοι ριζοσπαστικοί –όπως ο Σίγκερ[13], που υποστήριξε ότι η αλήθεια της ορθολογιστικής γνώσης μπορεί να έρθει σε αντίθεση με την αλήθεια της θρησκευτικής αποκάλυψης- έφτασαν σε σημείο να αναπτύσσουν φιλοσοφία χωρίς να λαμβάνεται καθόλου υπόψη η θεολογία. Καθώς η ανάπτυξη ακραίου αριστοτελισμού ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την ισχυρά εδραιωμένη εκκλησία και θεολογία – οδηγώντας σε κρίση, το 1277 εκδόθηκαν από τον επίσκοπο του Παρισιού –και μετέπειτα αντίστοιχα στην Αγγλία- δυο καταδίκες, με 219 συνολικά απαγορευμένες προτάσεις, πολλές εκ των οποίων αφορούσαν την αριστοτελική φιλοσοφία, αποτελώντας «…επίθεση κατά της αριστοτελικής αιτιοκρατίας και διακήρυξη της παντοδυναμίας και της ελευθερίας του Θεού…» (Lindberg, 1997, σελ. 335).
Οι καταδίκες αυτές, μη έχοντας ως κύριο στόχο την εξάλειψη του αριστοτελισμού, αλλά την επιβολή πειθαρχίας, από τη μια μεριά απέδειξαν το εύρος του συντηρητισμού που ακόμη επικρατούσε, από την άλλη όμως μεριά αναγνώρισαν ό,τι είχε προηγηθεί (σχετικά με την ανάπτυξη της φυσικής φιλοσοφίας). Συγχρόνως, έθεσαν νέα και επείγοντα ζητήματα, για τα οποία απαιτούνταν περαιτέρω ανάλυση. Στις αρχές του 14ου πλέον αιώνα, ο αριστοτελισμός συνεχίζει να υπάρχει, καθώς ανακαλούνται σχετικές με τον Ακινάτη απαγορεύσεις και η αριστοτελική φιλοσοφία εντάσσεται επίσημα σε προγράμματα σπουδών του –σημαντικότερου περί των θεολογικών, της εποχής- πανεπιστημίου του Παρισιού. Συγχρόνως όμως, τίθεται βαθμιαία υπό αμφισβήτηση και αντιμετωπίζεται πλέον με σκεπτικισμό η δυνατότητα της φιλοσοφίας να διατηρήσει το επίπεδο βεβαιότητας των παραδοσιακών αριστοτελικών προτύπων και εξαναγκάζονται η φιλοσοφία και η θεολογία σε μεταξύ τους απεμπλοκή. Επίσης, οι φυσικοί φιλόσοφοι –και οι θεολόγοι- του 14ου αιώνα στρέφουν τις αναζητήσεις τους σε ζητήματα σχετικά με τη θεία παντοδυναμία. Σταδιακά, τόσο η φιλοσοφία όσο και η θεολογία απομακρύνονται –προσωρινά- από τα μεγάλα ζητήματα της μεταφυσικής.
Τελικά, με προσεγγίσεις όπως αυτές του Όκκαμ[14], συντελείται κατά τον 14ο αιώνα μια αποσύνθεση της σύνθεσης που είχε επιχειρηθεί κατά τον 13ο. Σχηματίζονται νέες συνάφειες, η επονομαζόμενη Via Moderna των Οκκαμιστών, και η –εντυπωσιακή- πρόοδος πλέον συντελείται στα μαθηματικά, στη φυσική θεωρία και στη λογική. Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι κατά την χρονική αυτή περίοδο υποβαθμίστηκε –χωρίς όμως να αποσυντεθεί πλήρως- η αριστοτελική φυσική φιλοσοφία αλλά συγχρόνως κατέλαβε μόνιμη και καθοριστική θέση ανάμεσα στα βασικά εργαλεία της ανθρώπινης διανόησης για την αντιμετώπιση κοσμολογικών ζητημάτων.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Lindberg D. C. (1997), Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Αθήνα: Παν/κές Εκδόσεις Ε.Μ.Π..
Nicholas, D. (2000). Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη (312-1500). Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ..
Ασημακόπουλος Μ. και Τσιαντούλας Α. (2008). Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α’). Πάτρα: Ε.Α.Π..
[1] Σημαντικός αναδείχθηκε ο ρόλος της εμφάνιση της γραφής, ειδικά της αλφαβητικής.
[2] Διαμόρφωσαν το γνωσιοθεωρητικό υπόβαθρο για τη μετάβαση από τον μύθο στον λόγο, στην προσπάθεια ερμηνείας της δημιουργίας του κόσμου ή και των φυσικών φαινομένων και στη μελέτη προβλημάτων όπως αυτό της μεταβολής.
[3] Θαλής ο Μιλήσιος (630/635-543), ιδρυτής της Μιλησιακής σχολής της φυσικής φιλοσοφίας.
[4] Πυθαγόρας ο Σάμιος (570–490), θεμελιωτής των ελληνικών μαθηματικών.
[5] Ηράκλειτος ο Εφέσιος (544–484), υποστηρικτής της «συνεχούς αλλαγής» στη φύση.
[6] Σωκράτης (470-399), Αθηναίος φιλόσοφος, σημαντικότατη φυσιογνωμία του ελληνικού και παγκόσμιου πνεύματος και πολιτισμού και ένας εκ των ιδρυτών της Δυτικής φιλοσοφίας.
[7] Πλάτων (427–347) Αθηναίος φιλόσοφος, μαθητής του Σωκράτη και δάσκαλος του Αριστοτέλη.
[8] Αριστοτέλης (384-322), Έλληνας φιλόσοφος, μαθητής του Πλάτωνα.
[9] Κάρολος ο Μεγάλος ή Καρλομάγνος (742-814), ο σπουδαιότερος βασιλιάς της ομώνυμης δυναστείας (8ος–9ος αι.) (Nicholas, 2000, σελ. 186).
[10] Οι ξένες επιστήμες δεν αξιοποιήθηκαν τελικά από το ίδιο το Ισλάμ, αλλά κατάφεραν –μέσω αυτού- να μεταδοθούν στη χριστιανική Δύση πριν την παρακμή του (Lindberg, 1997, σελ. 255-256).
[11] Ενδεικτικά, ο Μποναβεντούρα, αντιτιθέμενος στον αριστοτελισμό, δόμησε ένα συνεκτικό σύστημα απόψεων στηριγμένο στα βασικά αξιώματα της χριστιανικής παράδοσης.
[12] Ενδεικτικά, ο Θωμάς ο Ακινάτης αξιοποίησε στη θεολογία τον Αριστοτέλη για τη μελέτη της Αποκάλυψης μέσω αυστηρών επιστημονικών μεθόδων.
[13] Σίγκερ ντε Μπραμπάν (1235-1282), καθηγητής της σχολής τεχνών του πανεπιστημίου του Παρισιού.
[14] Γουλιέλμος του Όκκαμ (1280-1349).