Ένα βιβλίο, μια ολόκληρη εποχή και «οι νεκροί που… περιμένουν…»

Τίτλος Βιβλίου: «Οι νεκροί περιμένουν»

Συγγραφέας: Διδώ Σωτηρίου

Πρώτη γυμνασίου. Ένα νέο ξεκίνημα και ένας ολόκληρος νέος κόσμος. Τι θα λέγατε για μια αναδρομή στο για κάποιους σύντομο και για κάποιους άλλους μακρύτερο παρελθόν; Πόσοι, λοιπόν, από σας θυμάστε το κείμενο «Ταξίδι χωρίς επιστροφή» στο μάθημα της λογοτεχνίας; Το απόσπασμα αυτού του κειμένου προέρχεται από το έργο «Οι νεκροί περιμένουν» της Διδώς Σωτηρίου. Ας δούμε, τώρα, λίγες παραπάνω πληροφορίες για το βιβλίο που, τουλάχιστον κάποιους από εμάς, μας γέμισε ερωτήσεις και συναισθήματα εφόσον τελειώνει τόσο απότομα η αφήγηση του σχολικού βιβλίου.

σμυρνη

Πρόκειται για την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού, της Αλίκης Μάγη, η οποία έζησε αλλά δε μεγάλωσε στη Μικρά Ασία. Για όσους ανησύχησαν, το κορίτσι δεν πέθανε, απλά αναγκάστηκε να αφήσει την πατρίδα της, αυτή και η οικογένειά της, στην καταστροφή της Σμύρνης. Το σπίτι της ήταν στη συνοικία του Αϊντινίου. Ζούσε με τη μητέρα της, Μαίρη Μάγη, τον πατέρα της, Βασίλη Μάγη, την αδερφή της Ριρή και τον αδερφό της Στέφο. Ζούσαν επίσης μαζί τους το σόι του πατέρα της και πολλοί φίλοι,  Έλληνες και Τούρκοι. Η οικογένεια κάποια στιγμή επισκέπτεται στη Σμύρνη το σπίτι του Ταλάντ-μπέη προσπαθώντας να κλείσει ο εργοστασιάρχης πατέρας συμφωνία μαζί του. Παρ’ όλ’ αυτά εγκαθίστανται μόνιμα ενώ η Αλίκη μέχρι τώρα ενθουσιασμένη και μαγεμένη από την λαμπρή πόλη πλέον νοσταλγεί την παλιά ζωή της. Λίγο καιρό αργότερα ο ελληνικός στρατός κατέφθασε στο λιμάνι της Σμύρνης. Τότε ξεδιπλώνεται η χαρά και τα όνειρα των Ελλήνων και ο στρατός προχωρούσε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας μέχρι που οι Τούρκοι απάντησαν και οι ισορροπία στις ζωές των εύθυμων ανθρώπων διαταράχτηκε ή καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Το Αϊντίνι ήταν μέσα στις απώλειες του πολέμου και μαζί πολλοί από τους αγαπημένους φίλους και συγγενείς της οικογένειας Μάγη. Τα άλλοτε σε καλή κατάσταση οικονομικά τους είχαν φτάσει σε αισχρή και τότε αναγκάστηκαν να δώσουν την μικρή Αλίκη στην αδερφή του κυρίου Μάγη, Ερμιόνη, και τον γαμπρό του, Γιάγκο. Η συμβίωση της Αλίκης με τους θείους της δεν ήταν ό,τι καλύτερο είχε ζήσει. Δεν της έλειψε κανένα υλικό αγαθό, αλλά ήθελε πολύ να γυρίσει πίσω. Φτάνοντας σιγά σιγά στο απόσπασμα του βιβλίου, η θεία Ερμιόνη και ο θείος Γιάγκος βλέποντας το κακό να πλησιάζει αποφασίζουν να φύγουν για την Ελλάδα. Το κορίτσι αποχαιρετά την οικογένειά της και φεύγει για το λιμάνι του Πειραιά. Το ερώτημα είναι, θα επιζήσουν οι υπόλοιποι από τη σφαγή και την πυρκαγιά που σάρωσε την πόλη της Σμύρνης; Ναι, λοιπόν, επέζησαν και τότε όλοι αυτοί μαζί με ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπους έπρεπε να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους ενώ όλοι οι Έλληνες τους θεωρούσαν πρόσφυγες, Τούρκους και τους απέκλειαν από παντού και δίνοντας σκληρή μάχη ακόμα και με τους εαυτούς τους τα κατάφεραν.

ΔΙΔΩ 3

Το λογοτεχνικό αυτό έργο έχει συγκινήσει πολλούς αναγνώστες καθώς μας φανερώνει μια ολόκληρη περασμένη εποχή. Το κύριο θέμα που θίγει είναι ο ξεριζωμός και η προσφυγιά αλλά είναι κι άλλα πολλά για ένα βιβλίο 250 σελίδων. Η συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων, η θέση της γυναίκας και γενικότερα η οικογένεια εκείνης της εποχής, η καθημερινότητα και κουλτούρα των δύο λαών σε μια μίξη και οι αντιδράσεις των Ελλήνων προς το ξένο και άγνωστο είναι κάποια από αυτά.

Αυτό που μου άρεσε περισσότερο είναι ένα μήνυμα αγάπης που δίνει για ένα έθνος με το οποίο εδώ και χρόνια, υπάρχει κατά καιρούς μια αντιπαλότητα. Συχνά ξεχνάμε πως ο απλός λαός αυτής της χώρας είναι άνθρωποι σαν εμάς. Έχουν τα παιδιά τους, τις δουλειές τους, τις ζωές τους. Ξέρουν ότι σε έναν πιθανό πόλεμο πεθαίνουν και τα δικά τους παιδιά. Πως υπάρχει και η περίπτωση να ηττηθούν. Οι ισχυροί, που φυτεύουν εχθρικά αισθήματα στον κόσμο, τον αναγκάζουν να προβεί συχνά σε πράξεις με τις οποίες δεν συμφωνούν πραγματικά. Οι ισχυροί βλέπουν τους αθώους να πεθαίνουν χωρίς ίχνος συμπόνιας ή λύπησης. Αυτοί οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται μόνο για τα πλούτη και την εξουσία, είναι που ευθύνονται για τη μαυρίλα του κόσμου σε κάθε άκρη της γης. Στο βιβλίο η Αλίκη αφηγείται: «Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς δεν έσβησαν απ’ τη μνήμη μου ο Χασάνης και ο Αλής, όπως τόσοι άλλοι Τούρκοι που γνώρισα, και η μόνη απόκριση που βρίσκω είναι οι δύο αυτοί αντιπροσώπευαν, στην καρδιά μου, την αγνή και αγαθή ψυχή του βασανισμένου και καθυστερημένου εκείνου λαού, που ύπουλες και κακοποιές δυνάμεις τον έσπρωχναν καταπάνω μας και τον μεταβάλαν σε «προαιώνιο εχθρό» μας». 

Παρά τα μηνύματα για ειρήνη και την αναφορά στις επιπτώσεις του πολέμου, η υπόθεση της ιστορίας προχωράει αργά. Μπορεί ως σύνολο να είναι ένα μυθιστόρημα με πλούσιο περιεχόμενο και συναρπαστικά γεγονότα, οι πυκνές και συχνές περιγραφές, ωστόσο, λειτουργούν ως επιβράδυνση και εμένα προσωπικά, λίγο με κούρασαν. Αν, λοιπόν, έπρεπε να θίξω κάποιο μειονέκτημα του βιβλίου, θα ήταν αυτό.

Ελπίζω να χαρήκατε αυτήν την αναδρομή, γιαυτό και σας προτείνω να διαβάσετε το βιβλίο «Οι νεκροί περιμένουν». Κλείνοντας, παραθέτω κάποιες φράσεις του βιβλίου που, ακόμα κι αν δεν το διαβάσετε, θα ήθελα να μοιραστούμε:

«Μα η Μικρασία που πλήρωσε την απάτη της πολιτικής την Αντάντ δεν ήταν ψεύτικη και κανένα χρυσωμένο ψέμα δεν μπορεί να σκεπάσει την τραγική μοίρα των Ελλήνων που την κατοικούσαν.»

«Τι με κόφτει εμένα ποιο Θεό πιστεύουν; Εγώ, σ’ όποιον κι αν δουλεύω, Τούρκο ή ραγιά, το ψωμί μου θέλω να βγάζω, τίμια και σωστά, κι απέ… Αυτά τα πράματα, κοριτσάκι μου, δε γίνονται έτσι στο βρόντο. Δε μας διατάζει η καρδιά μας να πιάνουμε στα καλά καθούμενα το μαχαίρι και δώστου να πετσοκόβουμε τον άλλονε. Τα διατάζουν άλλοι αυτά.»

«Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος ‘’Πρόσφυγες!’’. Πού ν’ απακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Πού να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;»

«Χωρίς πατρίδα, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς μπαούλο. Και χτες, μόλις χτες, να θυμάσαι πως ήσουν νοικοκύρης, πως είχες το κατιτί το δικό σου.»

«-Ετοιμάστε τα ποτήρια σας για μπρούσκο. Τελειώνει η προϊστορία!

Βγήκαν οι νεκροί από τους τάφους για συμπαράσταση.

-Θα περιμένουμε!

-Θα περιμένουμε!»

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Τζελέπη Δέσποινα Γ5