Ένα απόγευμα ζήτησα από την γιαγιά μου να μου πει κάτι που θυμάται από αυτά που της έλεγε η μαμά της για τον διωγμό των Μικρασιατών, μιας και ήταν μικρό κορίτσι στον διωγμό.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι πως μια θεία της γιαγιάς μου, η θεία η Μαριγώ, που είχε πέντε (5) παιδιά, όταν άρχισε να τρέχει μαζί με τα παιδιά της για να ξεφύγει από τους Τούρκους, ξαφνικά άνοιξε μια πόρτα και μια Τουρκάλα τους τράβηξε μέσα στο σπίτι της για να τους βοηθήσει. Τότε της έδειξε μια καταπακτή με παλιά σκάλα που μέσα υπήρχαν και άλλοι Έλληνες, περίπου είκοσι (20). Το μωρό όμως που είχε στην αγκαλιά της, άρχισε να κλαίει και όλοι της φώναζαν να το πνίξει για να μην τους προδώσει το κλάμα τους και τους βρουν οι Τούρκοι. Πήγε τρεις (3) φορές να το πνίξει αλλά δεν άντεχε και τελικά την έδιωξαν από την καταπακτή. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν μέσα οι Τούρκοι στρατιώτες και σκότωσαν όσους υπήρχαν στην καταπακτή. Η θεία η Μαριγώ όμως είχε κάτσει κάτω από μία σκάλα, αγκαλιά με τα παιδιά της και έκανε προσευχή. Παρόλο που πέρναγαν δίπλα της Τούρκοι στρατιώτες, δεν την είδαν και έτσι σώθηκαν.
Ο μεγαλύτερος γιος της καθώς έτρεχαν μπήκε σε ένα φούρνο για να πάρει ένα καρβέλι ψωμί, για να έχουν τα μικρότερα αδέλφια του, όμως δεν βγήκε ποτέ γιατί μπήκαν από πίσω οι Τούρκοι και σκότωσαν όλους όσοι ήταν μέσα.
Βαγγέλης Ρουμελιώτης, Γ Τάξη, 12 Δ.Σ.