Ο πρόσφυγας προπάππους μου

Πρόσφυγες έχουν κατακλύσει την προκυμαία της Σμύρνης για να γλιτώσουν από τη φωτιά και τις σφαγές (1922).
Πρόσφυγες έχουν κατακλύσει την προκυμαία της Σμύρνης για να γλιτώσουν από τη φωτιά και τις σφαγές (1922).

Πολύ συχνά ακούω τη γιαγιά μου να διηγείται την ιστορία του παππού της που ήταν πρόσφυγας. Λεγόταν Θανάσης Μαρκούτσης και ήρθε στην Ελλάδα το 1922 μαζί με την γυναίκα του την Παρασκευή και το μωρό παιδί τους.

Ο προπάππους μου ζούσε στο Αϊβαλί μαζί με την οικογένειά του. Δούλευε ως τσαγκάρης και ήταν πολύ ξακουστός στην πόλη του. Ώσπου μια μέρα μπήκαν οι Τσέτες και άρχισαν να καταστρέφουν και να καίνε τα πάντα. Ο προπάππους μου γρήγορα μάζεψε λίγα πράγματα, πήρε την γυναίκα του και το παιδί και πήγαν στο λιμάνι για να βρουν μια βάρκα για να φύγουν. Έβλεπαν τον κόσμο να τρέχει τρομαγμένος να σωθεί από την οργή των Τούρκων και όλοι να είναι κλαμένοι.

Τελικά κατάφεραν να βρουν μια βάρκα και να φτάσουν στη Χίο. Από εκεί ξεκίνησαν για την Κόρινθο, όπου έμενε ένας μακρινός θείος της προγιαγιάς μου. Μετά από πολλές περιπέτειες, στενοχώριες και βάσανα κατάφεραν να έρθουν εδώ και να αρχίσουν ξανά τη ζωή τους.

Μαζί με άλλους πρόσφυγες από άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας και με τη βοήθεια του κράτους, έχτισαν σπίτια στον Συνοικισμό και βρήκαν δουλειά για να μπορέσουν να συντηρήσουν την οικογένειά τους.

Γιώργος Γιαμπουράνης, Γ Τάξη, 12 Δ.Σ.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης