Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ από την Αθηνά Ράμο και την Ευαγγελία Μελάκη, Β2

Κοιμόμουν όταν άκουσα ουρλιαχτά και την μάνα μου να φωνάζει: «Σήκω κοριτσάκι μου!». Πριν καν προλάβω να ανοίξω τα μάτια μου άκουσα πυροβολισμούς και ένιωσα για πρώτη φορά φόβο για τη ζωή μου. Ετοιμάσαμε κάποια πράγματα και φύγαμε για να βρούμε μία βάρκα.
Κρατούσα τα χέρια των γονιών μου όταν ένιωσα το χέρι κάποιου να χωρίζει το χέρι του πατέρα μου από το δικό μου. Γύρισα το κεφάλι μου να δω πού ήταν ο μπαμπάς μου, αλλά είδα χιλιάδες φιγούρες εκτός από την δικιά του. Η μάνα μου με τράβηξε, εγώ κοκάλωσα ολόκληρη, δεν έβγαλα μιλιά, ενώ οι άλλοι ούρλιαζαν. Όταν ανέβηκα στην βάρκα με τη μαμά μου με ρώτησε πού ήταν ο πατέρας μου. Εγώ ένιωσα μια ζαλάδα και στη συνέχεια έχασα τις αισθήσεις μου.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχαμε φτάσει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Στην αποβάθρα στέκονταν τρεις άντρες που μας κοιτούσαν υποτιμητικά. Ο καπετάνιος της βάρκας κατέβηκε στη στεριά και πήγε να διαπραγματευτεί με τους τρεις αυτούς άντρες. Μιλούσαν για πολλή ώρα και αργότερα μας πλησίασαν ζητώντας οι τραυματισμένοι ή άρρωστοι να σηκωθούν και να βγουν στη στεριά. Τότε εγώ γύρισα και κοίταξα τη μητέρα μου, γνωρίζοντας ότι είχε χτυπήσει σοβαρά στο πόδι. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν και εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι, ξέροντας τι σκεφτόμουν.
«Πήγαινε, κάντο για μένα.», της είπα. Εκείνη συνέχισε να είναι αρνητική λέγοντας πως δε θέλει να με αφήσει μόνη. Τελικά, μετά από πολλά παρακάλια κατάφερα να την πείσω. Η μάνα μου τους ζήτησε να με πάρουν κι εμένα μαζί. Ευτυχώς εκείνοι δέχτηκαν λόγω της ηλικίας μου. Σηκωθήκαμε και μας οδήγησαν στο νοσοκομείο όπου φρόντισαν τη μητέρα μου. Μείναμε εκεί για πολύ καιρό ώσπου μια μέρα, καθώς περπατούσα στον διάδρομο του νοσοκομείου, είδα έναν άντρα που μου φάνηκε γνώριμος. Τον κοίταξα καλά καλά και ένιωσα να παγώνω ολόκληρη. Ήταν ο πατέρας μου! Τον αγκάλιασα, εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και όταν με αντίκρισε αναστέναξε χαρούμενος και ανακουφισμένος που με βρήκε.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, αφού η μητέρα μου συνήλθε από το βαθύ τραύμα στο πόδι της, φύγαμε από εκεί και πήγαμε να αναζητήσουμε τον ξάδελφο του πατέρα μου που έμενε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου θυμόταν από παλιά το σπίτι του όπου πήγαινε με την οικογένειά του και τους κάνανε το τραπέζι. Κινήσαμε για εκεί. Όταν φτάσαμε, μας υποδέχθηκε χαρούμενος ο θείος μου.
Ζήσαμε εκεί μέχρι που καταφέραμε να αποκτήσουμε το δικό μας σπίτι. Ήμασταν ευχαριστημένοι για το πώς είχαν έρθει τα πράγματα, όμως δεν ξεχάσαμε ποτέ την παλιά μας ζωή στη Σμύρνη. Η Μικρασιατική καταστροφή κατάφερε να στιγματίσει για πάντα τη ζωή μας.

ΑΘΗΝΑ ΡΑΜΟ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΜΕΛΑΚΗ (Β2)