Πόλεμος στο Ισραήλ και στην Παλαιστίνη, πόλεμος στην Ουκρανία, νεκροί, αγνοούμενοι, βασανιστήρια, απερίγραπτος πόνος…
Δυστυχώς, και σήμερα, ο ένας πόλεμος διαδέχεται τον άλλο στο όνομα της δήθεν διασφάλισης της ειρήνης και τα ανθρώπινα δικαιώματα καταλύονται στο όνομα της δήθεν διαφύλαξης της ελευθερίας.
Η ανθρωπότητα φαίνεται να μην μπορεί να διδαχθεί από το παρελθόν…
Μήπως η μουσική μπορεί να είναι μία διαρκής υπενθύμιση της φρίκης του πολέμου αλλά κυρίως της δύναμης της αγάπης και των ευγενικότερων ανθρώπινων συναισθημάτων;
Αυτή είναι και η δύναμη της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη.
Ας μιλήσουμε για το έργο του «Μαουτχάουζεν» σε στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Το φοβερό ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης του Μαουτχάουζεν, άνοιξε τις πύλες του στην Αυστρία στις 8 του Αυγούστου 1938. Υπήρξε συνώνυμο του θανάτου και τόπος μαρτυρίου για πάνω από 200.000 κρατούμενους από σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης πιάστηκε από τους Γερμανούς στην Κατοχή, το 1943 και οδηγήθηκε στο Μαουτχάουζεν όπου παρέμεινε έως τις 5 του Μάη 1945. Την καθοριστική αυτή εμπειρία που θα επηρεάσει όλο το έργο του την κατέγραψε στο βιβλίο «Μαουτχάουζεν» (εκδ. Θεμέλιο, 1961) που θα καταγραφεί ως ένα από τα πιο σημαντικά έργα της αντιπολεμικής λογοτεχνίας.
Ο Καμπανέλλης έγραψε και τέσσερα ποιήματα σαν μία σμίκρυνση τεσσάρων αντίστοιχων επεισοδίων από το βιβλίο του. Θέμα των ποιημάτων του ήταν ο έρωτας δυο νέων ανθρώπων, έγκλειστων στο ναζιστικό στρατόπεδο.
Τα έδωσε στον καλό του φίλο, τον μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος είχε ήδη χαράξει καινούργια γραμμή στο έντεχνο – λαϊκό τραγούδι της εποχής, μελοποιώντας τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Ο ίδιος ο Θεοδωράκης μας εξομολογείται:
«Διαβάζοντας το Μαουτχάουζεν άκουσα αμέσως τη μουσική…Ένα απόγευμα ήρθε στο σπίτι μου ο Καμπανέλλης, μου είπε την ιστορία, τα κοίταξα, μου άρεσαν πάρα πολύ. Του λέω αύριο, μεθαύριο θα είναι έτοιμα. Όταν έφυγε ο Ιάκωβος, κάθισα στο πιάνο, τελείωσα το πρώτο ποίημα, το «Άσμα Ασμάτων», και τον παίρνω τηλέφωνο. Δεν είχε φτάσει ακόμα σπίτι του. Τον ξαναπαίρνω, του λέω θες να ακούσεις το πρώτο τραγούδι; Και του το έπαιξα στο πιάνο. Αυτό που εισέπραξα από το «Μαουτχάουζεν» δεν μπορώ να το περιγράψω, το έχω εκφράσει με τη μουσική μου, το εξέφρασα πλήρως νομίζω. Δεν περιγράφεται με λόγια αυτό.»
Το έργο ονομάστηκε τελικά «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» και χωριζόταν σε τέσσερα τραγούδια, το περίφημο »Άσμα Ασμάτων (Τι ωραία πού “ν” η αγάπη μου)», τον »Αντώνη», τον »Δραπέτη» και το »Όταν τελειώσει ο πόλεμος», που η ερμηνεύτρια Μαρία Φαραντούρη τραγούδησε ως »Άμα τελειώσει ο πόλεμος». Τέσσερα τραγούδια με τη χρήση ηλεκτρικής κιθάρας, κρουστών, φλάουτου και τσέμπαλου με έναν ήχο αρκετά προοδευτικό .
«Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν» δεν αποτελεί μόνο μια καταδίκη στη βία και την αλλοφροσύνη του πολέμου, αλλά και έναν ύμνο στον έρωτα, που μπορεί ν’ ανθίσει ακόμη και σ’ ένα εφιαλτικό περιβάλλον και να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα για ζωή. Σε κάθε εκδοχή/διασκευή που μπορεί να ακούσει κανείς θα ανακαλύψει διαφορετικές πλευρές του έργου όμως σε όλες είναι φανερή η αντιπολεμική διάθεσή του καθώς ακόμα και σ’ ένα φρικτό στρατόπεδο κρύβεται ζωή, αγάπη, έρωτας.
Ας το αφήσουμε να μιλήσει και σήμερα στις ψυχές μας!
Κοπέλες του Άουσβιτς,
του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;
Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.
Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Γράφει η Έρικα Στεργίου Γ4