Επιμέλεια άρθρο: Μαρίας Κωνσταντινίδου
Με το άστρο της Βηθλεέμ, που συνόδευσε το μεγάλο γεγονός της Γέννησης του Χριστού και φώτισε το σπήλαιο αλλά και τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη, ασχολήθηκαν τους τελευταίους αιώνες ορθόδοξοι πατέρες και ιερά πρόσωπα της Χριστιανοσύνης, προσεγγίζοντας κυρίως πνευματικά την εμφάνιση και τη σημασία του, αλλά και αστρονόμοι, που επιχείρησαν να διερευνήσουν το φαινόμενο επιστημονικά και να δώσουν απαντήσεις για την ταυτότητα ενός πρωτόγνωρου και σπάνιου ουράνιου σώματος.
Από την αρχαιότητα οι αστρονόμοι γνώριζαν πολύ καλά τις κινήσεις των πλανητών οι οποίοι κινούνται στην ουράνια σφαίρα σε τόξα, άλλοτε από την δύση προς την ανατολή και άλλοτε από την ανατολή προς τη δύση (ορθή και ανάδρομη κίνηση). Οι πλανήτες βρίσκονται συχνά και σε σύνοδο, το οποίο σημαίνει ότι παρατηρούνται σε μια περιορισμένη περιοχή του ουρανού. Οι πλανήτες ικανοποιούν επίσης και τα κριτήρια της «κίνησης» και της «στάσης» στον ουρανό. Ο J. Kepler, ήδη κατά τον 17ο αι. μ.Χ., υπολόγισε ότι πραγματοποιήθηκε τριπλή σύνοδος των πλανητών Δία και Κρόνου το 7 π.Χ στον αστερισμό των Ιχθύων, αναφορά της οποίας έχει βρεθεί σε βαβυλωνιακό κείμενο.
Με βάση σύγχρονους υπολογισμούς καταλήγουμε και σήμερα ότι πράγματι οι δύο πλανήτες (Δίας και Κρόνος) βρέθηκαν σε σύνοδο τρεις φορές την χρονολογία γέννησης του Ιησού, απέχοντας λιγότερο από μία μοίρα κατά την προβολή τους στην ουράνια σφαίρα. Μια ερμηνεία η οποία καθίσταται και η πλέον πιθανή για την ερμηνεία του φαινομένου.
Φωτογραφία από OpenClipart-Vectors από το Pixabay