Διήγημα: Ακρότητες (Project Α3: Ο Φόβος και Εγώ: Προσωπικές Φοβίες-Ξενοφοβία-Σχολικός Εκφοβισμός)

ΑΠΟ: 8ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΛΥΦΑΔΑΣ - Ιουν• 30•16

Στο τρίτο τρίμηνο και αφού στο πρώτο και δεύτερο αναλύσαμε εννοιολογικά, συζητήσαμε και εμβαθύναμε στους όρους ΄φοβία΄και ΄ξενοφοβία΄, ασχοληθήκαμε/συζητήσαμε/αναλύσαμε τις μορφές του εκ-φοβισμού και κυρίως του σχολικού εκφοβισμού. Μελετήσαμε/αναδείξαμε το προφίλ τόσο του ‘θύτη’ όσο και του ‘θύματος’ και έγινε κατανοητό ότι ανάλογα με τις περιστάσεις ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να ‘μπει’ και στις δυο θέσεις. Η παιδεία, η επικοινωνία, η σωστή ενημέρωση και συζήτηση είναι οι μόνοι παράγοντες που μπορούν να προλάβουν ανάλογες καταστάσεις. Διαβάσαμε στην τάξη διάφορα κείμενα σχετικά με το θέμα όπως αποσπάσματα από την ‘Τελευταία μαύρη γάτα’ του Ε. Τριβιζά. Αναφέραμε ταινίες και βιβλία που ασχολούνται με το θέμα είτε από την πλευρά του θύματος, είτε από την πλευρά του θύτη (αντι-ήρωας). Τέλος, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σταδιακά (βρίσκοντας και ψηφίζοντας όλοι μαζί το θέμα, τον ήρωα, το περίγραμμα της υπόθεσης) στη συγγραφή και παρουσίαση ενός σύντομου διηγήματος σχετικού με το θέμα απ’ όπου και προέκυψε το παρακάτω πόνημα του Α. Τσουβαλά με τίτλο ‘Ακρότητες’

ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ

        Ξημερώνει. Ο ήλιος ανατέλλει απελπιστικά αργά, αλλά ήδη φωτίζει με τις ακτίνες του, που σαν τις δεις κατάματα, τυφλώνεσαι. Ο αγέρας γλυκά διασχίζει τα χιλιάδες στρέμματα ψηλού, ξεραμένου, κιτρινισμένου από την ξηρασία χορταριού στην απέραντη σαβάνα, δημιουργώντας αυτόν τον μοναδικό και χαλαρωτικό ήχο του θροΐσματος. Οι μυρωδιές, όπως πάντα άλλωστε, εκρήγνυνται και σου τραβούν ευχάριστα την προσοχή. Ένα αίσθημα ευφορίας σε καταλαμβάνει. Πέρα δώθε, πέρα δώθε τα φύλα των διάσπαρτων και λιγοστών δέντρων, σε παρασαίρνουν και ξεχνιέσαι, ξεχνάς και ξεχνιέσαι. Ξημερώνει μια καινούργια μέρα. Μια ακόμη μέρα.  Άλλη μία μέρα. Αλλά όχι για όλους. Γιατί;! Αυτό αναρωτιούνται όλοι . Γιατί ;! Αυτό το ερώτημα τους βασανίζει όλους. Γιατί;! Μέσα σε μία μέρα είχε μαθευτεί παντού. Αλήθεια είναι; Κανείς δεν μπορούσε να το πιστέψει. Πάλι; Η δεύτερη φορά μέσα σε έναν χρόνο. Γιατί; Μαζεύτηκαν όλοι από πάνω. Οι απορίες και τα αναπάντητα ερωτήματα ήταν πολλά. Αλλά τα στόματα δεν θα μείνουν για πολύ ακόμα κλειστά. Αλήθειες αρχίζουν σιγά σιγά να φανερώνονται. Ψέματα και μυστικά, κακώς αλλά αναπόφευκτα υπάρχοντας, θα έρθουν στην επιφάνεια. Ερωτήματα σύντομα θα απαντηθούν, και αλήθειες θα μαθευτούν. Δυστυχώς για αυτήν. Την έχουν δει. Αυτή τον οδήγησε στην ακραία αυτήν πράξη. Καιρό τώρα λένε το έκανε αυτό. Δεν άντεξε άλλο, που ποιος θα το άντεχε βέβαια. Άλλα όχι αυτός. Ένα λιοντάρι; Κι όμως λύγισε. Τον είδαν. Αυτοκτονία. Αποφάσισε να βάλει τέλος στην ζωή του λόγω αυτής της καμηλοπάρδαλης. Αυτής της καμηλοπάρδαλης με τον κοντό λαιμό και διαφορετικό από τις άλλες χρώμα.

Είναι απόμακρη τον τελευταίο καιρό. Πάντα ήταν. Από τότε που την ξέρουνε δηλαδή. Δεν ήξερε όμως και κανείς το παρελθόν της. Δεν έκανε παρέα με κανέναν, δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν είχε κανέναν φίλο. Κανείς δεν ήξερε όμως γιατί. Δεν έχει μαθευτεί. Δεν απασχολεί όμως ιδιαίτερα και κανέναν. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα ήταν κι αυτός απόμακρος. Δεν ασχολήθηκε κανένας βέβαια. Άλλωστε δεν το είχε παρατηρήσει και κανείς.

Ανέσυραν το πτώμα. Ήρθε η ώρα για τον αποχαιρετισμό του λιονταριού. Ξέσπασαν όλοι σε λυγμούς. Ακολούθησε σιγή. Κανείς δεν μίλησε. Δεν έβγαλε κανείς άχνα. Μετά από λίγη ώρα όλοι έφυγαν από ΄κεί και δεν έμεινε κανείς.

Πέρασε άλλη μία μέρα χωρίς ούτε μία εξέλιξη σε σχέση με το γεγονός. Παραλίγο να ξεχαστεί μόνο που πάντα κάποιος, κάπου θα ξέρει…Βράδυ. Η νύχτα έπεσε. Το φεγγάρι ολόγιομο φωτίζει ασταμάτητα απ΄ άκρη σ΄ άκρη την απέραντη και πανέμορφη σαβάνα, και κοιμίζει γλυκά όλα της τα ζώα, απ΄ τα μικρά μέχρι και τα μεγαλύτερα. Τ΄ αστέρια, έτσι σκορπισμένα αλλά και τέλεια τοποθετημένα, φωτίζουν κι αυτά, πιο αγνά, πιο σεμνά, στο απαλό χρώμα του ακατέργαστου οινοπνεύματος. Κανείς δεν είναι ξύπνιος πια. Όλοι κοιμούνται βαριά, στην ζέστη και την υγρασία που σου διαπερνά το κόκαλο, ακόμα και τη νύχτα. Ή μάλλον όχι.

Ήτανε εκείνο το λιοντάρι. Περιφερόταν όλο το βράδυ μες΄ την σαβάνα. Σιγά σιγά περπατάει μην ξυπνήσει κανέναν. Τον μαρτυράει όμως ο τραγανιστός και ρυθμικός ήχος που προκαλεί το πάτημα των ποδιών του σαν πατήσει τα ξεραμένα από την ανομβρία χόρτα. Με τα στιβαρά και καλοσχηματισμένη πόδια του, με τα γαμψά και μυτερά του νύχια, που σου δίνουν την αίσθηση του σοβαρού, επιβλητικού αλλά και του επιθετικού, που σε κάνουν να πιστεύεις, πως ναι, δικαίως αποκαλείται ο βασιλιάς των ζώων.

       Ως που κατά τύχη, εκεί, στη ράχη του βουνού σε μία σκοτεινή, ψυχρή και επιβλητική σπηλιά, που σαν μπεις μέσα, σε διακατέχει ένα αίσθημα περίεργο, ένα δέος αλλά και μία σχετική αναστάτωση, σε αυτήν την απόμακρη σπηλιά, καθότανε ένας λαγός. Καθότανε και ξέσπαγε σε λυγμούς. Ήταν ένας μικρός, γλυκός, κάτασπρος λαγός. Ένας κάτασπρος λαγός με μία μεγάλη γκριζωπή βούλα, που έπιανε όλη την κοιλιά του. Με κάτι ψηλά, γκριζωπά επίσης αυτιά, με λίγο χρώμα ροζ στο εσωτερικό τους. Έκλαιγε. Αλλά έκλαιγε με απίστευτη ένταση. Δεν φαινόταν στεναχωρημένος, αλλά πιο πολύ απογοητευμένος, ταραγμένος και φοβισμένος. Παραξενεύτηκε το λιοντάρι και έτσι δειλά πλησίασε τη σπηλιά και μπήκε μέσα. Είδε τον λαγό. Σάστισε. Και τόλμησε να τον ρωτήσει γιατί κλαίει. “ Την γνώριζα από παλιά, κ΄ ίσως θα ΄πρεπε να είχαμε μιλήσει από τότε κάποιοι. Ίσως να είχαμε προλάβει την δική της δυστυχία αλλά και αυτήν που προκάλεσε. … Ήτανε μικρή τότε… Ήτανε » η με τον κοντό λαιμό ». Ήτανε » αυτή », » η άλλη ». Ήταν αυτή που κοροϊδεύαμε, αυτή που κάναμε να κλαίει και αυτή που δεν αποδεχόμασταν στις παρέες μας. Δεν το κάναμε επίτηδες αλλά… που να το φανταστώ… Δεν το ήθελα. Κανείς δεν το ήθελε, ούτε κανείς το έκανε σκόπιμα. Δηλαδή… δεν κάναμε και τίποτα… Δηλαδή… Δεν είχε φίλους από την πρώτη μέρα που την γνώρισα, που τη γνωρίσαμε, δεν είχε κανέναν. Είχε έρθει από αλλού. Δεν ήτανε δικιά μας. Γι΄ αυτό μάλλον. Δεν ξέρω ίσως. Δεν το θέλαμε… Μόλις είχε έρθει και της φερόμασταν πάρα πολύ άσχημα. Δεν είχαμε σκεφτεί βέβαια ότι αυτό θα οδηγούσε σε κάτι τέτοιο αλλά και πάλι. Εμείς φταίμε… το ξέρω… Εμείς φταίμε για τον πόνο που υπέστη εκείνη αλλά και όλοι οι άλλοι. Αν μπορούσα κάτι να κάνω για να αλλάξω όλο αυτό που έγινε θα το έκανα. Γιατί τώρα ξέρω ότι εγώ φταίω. Και δεν αντέχω άλλο.        Το λιοντάρι τα άκουγε όλα αυτά άφωνο και άπραγο. Δεν πίστευε στ΄ αυτιά του.  Δεν πίστευε θα μπορούσε ποτέ κάτι τόσο »ασήμαντο» να δημιουργήσει κάτι τόσο μεγάλο και αδιανόητο να συμβεί.“Δεν θέλω να τα πω όλα αυτά μήπως με ενοχοποιήσουν για όλα αυτά τα πράγματα… Μήπως δηλαδή κάνουν το σωστό. Γιατί εμείς τα προκαλέσαμε όλα αυτά. Εμείς επειδή απλώς δεν την δεχόμασταν για παρέα μας παλιά.”“Γι΄ αυτό λοιπόν.” Αναστέναξε το λιοντάρι.
Α. Τσουβαλάς (Α3)
Υπεύθυνη Καθηγήτρια Project: Μαριλένα Κοραντζάνη, ΠΕ05

Top