Ενθυμήσεις από τα Καλοκαίρια στον Πόρο

ΑΠΟ: 8ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΛΥΦΑΔΑΣ - Ιουν• 10•18

IMGP0129

      Προχθές χάζευα την ιστοσελίδα poros.gr κι έπεσα τυχαία πάνω σε ένα κείμενο του κ. Γιάννη που έγραφε για τις παιδικές του αναμνήσεις στον Πόρο, τη δεκαετία του ’60. Έτσι αποφάσισα κι εγώ να γράψω γι’ αυτό το νησί, που μπορεί να μην είναι σαν τότε, ίσως τώρα να έχει γίνει πιο πολύ τουριστικός προορισμός και πιο βιομηχανοποιημένο, όμως συνεχίζει να φιλοξενεί στα καταγάλανα νερά του γλυκές αναμνήσεις. Ελάτε λοιπόν, ας σαλπάρουμε με το καράβι των ενθυμήσεών μας, έχοντας καπετάνιο τις αισθήσεις μας κι ας θυμηθούμε κι ας ξαναζήσουμε τις μικρές στιγμές που ζήσαμε εδώ, ανάμεσα στα πεύκα και τη θάλασσα.

 

Το πρώτο φως της μέρας ήταν χρυσαφί κι ερχόταν από την πιο όμορφη ανατολή που έβλεπα από το σπίτι μου. Η αυγή ρόδιζε τον ουρανό, η θάλασσα ξυπνούσε κι ο ορίζοντας μεγάλωνε όπως και η ψυχή μας… Τα πάντα γίνονταν ένα αχνό πορτοκαλί και κυριαρχούσε η ηρεμία. Θυμάμαι πως η μυρωδιά των ευκαλύπτων το πρωί υπερίσχυε  των πεύκων κι ακόμη έχω στον νου τον ήχο των καϊκιών των ψαράδων του νησιού, που φεύγαν να μαζέψουν τα δίχτυα τους. Μετά τους άκουγα να φωνάζουν: «Εδώ το φρέσκο ψάρι !», ενώ η κόρνα του «Απόλλων», που έφτανε στο νησί πρωί-πρωί, το αναστάτωνε με τον ήχο της, σήμα πως έφταναν ένα σωρό τουρίστες… Γέμιζαν τότε οι βάρκες, μαζί τους και η «Γοργόνα», για να μεταφέρουν τους νέους επισκέπτες σε Νεώριο, Μοναστήρι, Γαλατά και Ασκέλη.

Θυμάμαι  ακόμη πως φεύγαμε το πρωί, μετά το πρωινό με μαρμελάδα φράουλα και φρέσκο ψωμί. Πηγαίναμε απέναντι από το Μόδι,  στα πιο έξω νερά, τα καταγάλανα, που θυμίζουν τις Κυκλάδες. Καθόμασταν εκεί μέχρι αργά το μεσημέρι. Τρώγαμε φρέσκια ντομάτα κι αγγούρι βουτηγμένο στο θαλασσινό νερό, μαζί με φέτα. Όταν ο ήλιος σηκωνόταν ψηλά και δεν τον αντέχαμε πια, φεύγαμε και γυρίζαμε σπίτι. Κάναμε όμως μία στάση στο Νεώριο, στο «Passage» του Bob και κάναμε σκι.

Τα μεσημέρια ξαπλώναμε στην παραλία, με τις σκιές των ευκαλύπτων να μας χαϊδεύουν και το ήσυχο κυματάκι  της θάλασσας να αγγίζει τα δάχτυλά μας. Μας φώναζε  ύστερα η θεία και μας κέρναγε γλυκό του κουταλιού νεράντζι και μερικές σταγόνες ελληνικό καφέ.

Αργότερα, τσαλαβουτούσαμε στα νερά του νησιού μας και όταν ο ήλιος είχε πια ξαναπάρει το πορτοκαλί του χρώμα, βγαίναμε από τη θάλασσα και καθόμαστε στον ντόκο. Κοιτάγαμε τότε την κοιμωμένη, που στον κόρφο της φώλιαζε  ο ήλιος σαν μικρό παιδί που του έχουν πάρει το παιχνίδι του. Η ατμόσφαιρα έπαιρνε μετά ένα κόκκινο χρώμα, έντονο, παιχνιδιάρικο, μα συνάμα τόσο μελαγχολικό! Καθώς πέρναγε η ώρα, το κόκκινο γινόταν ροζ και το ροζ μωβ και μετά σκοτάδι…. Έκανε τότε την εμφάνισή του το φεγγάρι, σαν νυφούλα ντυμένο στα λευκά. Μας χαμογέλαγε άλλοτε γλυκά κι άλλοτε  λίγο λυπημένα, όταν ήταν τα τελευταία βράδια που μας έβλεπε. Σιγά-σιγά τέλειωνε το καλοκαίρι και μαζί η ξεγνοιασιά μας…

Παίρναμε τότε κουβέρτες και ξαπλώναμε στην αμμουδιά, σε κύκλο. Ανάβαμε φωτιά και μιλάγαμε για ώρες. Στις δώδεκα, η κόρνα του «Απόλλων» μας χαιρετούσε. Οι τουρίστες είχαν επιβιβαστεί στο βαπόρι και φεύγανε… Μας γνέφανε με τα μάτια τους «καλό χειμώνα». Κι εμείς μελαγχολούσαμε κάθε βράδυ και λίγο περισσότερο. Όταν κουραζόμασταν, καθόμασταν στην άμμο και κοιτούσαμε τα αστέρια. Σηκωνόταν τότε ο Στασινός, έπιανε την κιθάρα του και μας έπαιζε όλο το βράδυ μελαγχολικά τραγούδια, όπως του Χατζηδάκη, αγγίζοντας την ψυχή μας Τον ακούγαμε με απόλαυση, μέχρι που τα μάτια μας έκλειναν…Κοιμόμασταν εκεί, κι ο ύπνος ήταν γλυκός, χωρίς όνειρα, γιατί δεν τα είχαμε ανάγκη…

Μυρτώ Καραβαριώτη ( Γ1΄)

Σχολιάστε

Top