Μες στο σκοτάδι
τα δάκρυα σκουπίζω
και την καρδιά μου φέρνω
μπρος στα μάτια μου εδώ,
να πάψει πια, να μην μπορεί να κλάψει.
Τ΄ άστρα έσβησαν κι εγώ εδώ ,
στο σκοτάδι, το αιώνιο σκοτάδι…
Η ψυχή μου τρέμει, πεθαίνει λίγο, λίγο
κι ένας λυγμός ακούγεται,
ναι, είναι η καρδιά μου που δεν μπόρεσε να πάψει
γιατί η αδικία και η αχαριστία την πληγώνουν,
είναι σαν αγκάθια που σιγά εισχωρούν μέσα της…
Αγκάθια και οι άνθρωποι που δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
μονάχα να πληγώνουν.
Το αίμα μου, το δάκρυ μου
ρέουν λίγο, λίγο
κυλούν από το καταπονημένο μου κορμί.
Μια άσβεστη φλόγα καίει μέσα μου
Ούτε τα μαύρα δάκρυα, ούτε το μαύρο αίμα
κατάφεραν να τη σβήσουν.
Η καρδιά μου δέθηκε με χιλιάδες αλυσίδες
να πάψει ο λυγμός της,
όμως πάλι δεν τα κατάφερε.
Πάντα θα ξέρει πως ποτέ δε θ’ αδικήσει,
γιατί πρώτη ένιωσε την αδικία στο πετσί της…
Μα όχι, θα σηκώσω το κεφάλι,
θα σταθώ στα πόδια μου…
Θα συνεχίσω να αισθάνομαι, να νιώθω
ακόμα κι αν δεν ξεχάσω ποτέ…
Μαρία Δαμηλάκη ( Γ3΄)