Η Σταγόνα
Πέφτανε σιγανά, σταγόνες νερού από το σκουριασμένο σίδερο της μεγάλης μαύρης πόρτας. Κοίταζε την ατσάλινη πόρτα επίμονα, ολονυχτίς και ολημερίς , χωρίς να ξέρει πότε δύει ή ξημερώνει… Ξαφνικά κάποιος την άνοιξε…Την κοίταξε θαυμάζοντας την ομορφιά της! Η έντονη μυρωδιά της Άνοιξης μπήκε κι αυτή… Επιτέλους, ένιωσε ελεύθερη!
Καλοκαιρινά Μάγια
Τον ξαναείδε εκεί, να κάθεται πλάι στο περβάζι του παραθύρου… Ένιωσε το βλέμμα του να την καίει καθώς την κοίταζε επίμονα… Τα μάτια του σαν ζαφείρια, φεγγοβολούσαν στο φως του φεγγαριού… Κάτι την τράβηξε, λες και τη μάγευε αυτό το βλέμμα… Τον πλησίασε σιγανά και κάθισε δίπλα του… Έτσι περνούσε τις νύχτες του καλοκαιριού της…
Έλλη Γρηγοριάδη (Β1)