των Κωνσταντίνα Μπουζάνη & Δήμητρα Νονότα
Ένα ζήτημα που ταλανίζει τον πολιτικό κόσμο εδώ και δεκαετίες είναι το λεγόμενο «Κυπριακό». Γνωρίζουμε όμως πραγματικά τη σημασία και την επιρροή που έχει επιφέρει στον υπόλοιπο κόσμο; Ρίζες του προβλήματος αποτελούν, αρχικά, η πολιτική ανισότητα μεταξύ των διχασμένων κατοίκων της Κύπρου, δηλαδή των Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων που ζητούσαν να ενσωματωθεί η Κύπρος στο ελληνικό έθνος, αλλά και η ευνοϊκή γεωπολιτική θέση της που την καθιστά μήλο της έριδος για μεγάλες πολιτικές δυνάμεις.
Στη διάρκεια των ετών, πολλές υπήρξαν οι προσπάθειες επίλυσης του ζητήματος. Ωστόσο, το πρώτο διάστημα, οι προσπάθειες αυτές ήταν ανεπιτυχείς -όπως το Σύνταγμα του Ράντκλιφ το 1956, το σχέδιο του Φούτ και το σχέδιο Μακμίλαν το 1958. Αυτό συνέβη εφόσον αμφότερες οι πολιτικές παρατάξεις ήταν ανένδοτες σε αυτό που επιζητούσαν. Έτσι οι διαπραγματεύσεις έφταναν σε αδιέξοδο και ήταν φανερό πως δεν υπήρχε πρόθεση συνθηκολόγησης.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ αποτελούσε για τον ίδιο τον κυπριακό λαό, Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, αναγνωρισμένη προσωπικότητα του τότε Ελληνισμού. Μεγάλη ήταν η συμβολή του στο Κυπριακό ζήτημα καθώς το 1963 ο Μακάριος δέχτηκε το ελληνο-βρετανο-τουρκικό σχέδιο για την ανακωχή των δυο πλευρών χωρίζοντας το νησί σε δύο πόλους, βόρειο και νότιο, κάτι που ισχύει μέχρι και σήμερα.
Το χουντικό καθεστώς που επικρατούσε στην Ελλάδα είχε άμεση επίδραση στα πολιτικά ζητήματα της Κύπρου εφόσον, εν πολλοίς, πυροδότησε το πραξικόπημα κατά του Μακάριου αποσκοπώντας στην ένωση της με την Ελλάδα. Το 1974 μετά από δύο εισβολές της Τουρκίας στην Κύπρο το νησί διχοτομείται οριστικά, γεγονός που προκάλεσε μετακινήσεις πληθυσμών και εξορίες. Κατά την πρωθυπουργία του Καραμανλή (1974-1977) ανακοινώθηκε στην Βουλή των Ελλήνων ότι επιτεύχθηκε η επίλυση του κυπριακού με την ανεξαρτησία της Κύπρου. Την επόμενη δεκαετία προτάθηκε από τον ΟΗΕ η «Δέσμη Ιδεών» που πρότεινε μια διζωνική ομοσπονδία.
Το 1983 η ΤΔΒΚ (Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου) αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητη χωρίς όμως αυτό να αναγνωρίζεται από τον υπόλοιπο κόσμο, γεγονός που δείχνει την αυθαίρετη δράση της τουρκικής πλευράς. Αυτό έγινε ακόμη πιο εμφανές(!) όταν υπό την απειλή της Τουρκίας ότι θα γίνει κύρια της πολιτικής κατάστασης αν δεν βρεθεί λύση, δημιουργήθηκε η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών τοποθετώντας 6.000 στρατιώτες στο νησί. Προφανώς ούτε αυτή η ενέργεια κατάφερε να κρατήσει ισορροπίες.
Μέσω της συνθήκης «Ζυρίχης-Λονδίνου» που διεξήχθη ανάμεσα σε Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία και Αμερική κατορθώθηκε η υπογραφή της ανεξαρτησίας της Κύπρου το 1960 με την οποία ακολούθησαν συνθήκες ανεξαρτησίας, συμμαχίας και εγγύησης για την ευημερία του Κυπριακού κράτους. Ωστόσο, αυτή η υποτιθέμενη ανεξαρτησία της δεν ήταν ουσιαστική καθώς το νησί επηρεαζόταν από άλλες μεγάλες δυνάμεις όπως η βρετανική και η τουρκική. Το 2002, το σχέδιο Ανάν προέβλεπε ότι τα δύο κράτη θα ήταν πλέον ισάξια και θα αποτελούσαν μια μονοπρόσωπη διεθνώς αναγνωρισμένη προσωπικότητα, κάτι που στην πραγματικότητα δεν μπόρεσε να επιτευχθεί απο τις δυο πλευρές του νησιού. Το 2003 η Κύπρος εντάσσεται στην Ε.Ε. γεγονός που τελικά επιφέρει την πολυπόθητη ανεξαρτησία της.
Το 2017 μετά την αποτυχία στο Μοντ Πελεράν αλλά και στην Γενεύη περί τον διαμοιρασμό του εδαφικού ποσοστού κάθε πλευράς, οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται… καταλήγοντας σε έναν φαύλο κύκλο.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε το κυπριακό με τον μυθικό γόρδιο δεσμό λόγω της πολυπλοκότητας του. Πολλοί είναι οι υπαίτιοι του ζητήματος μεταξύ άλλων η Μεγάλη Βρετανία, η Οθωμανική αυτοκρατορία και έπειτα η Ελλάδα. Οι εκάστοτε πολιτικοί αν και πίστευαν οτι διευκόλυναν την επίλυση του προβλήματος στην πραγματικότητα υπήρξαν αμέτοχοι υιοθετώντας μια όχι και τόσο ενεργή στάση. Οι προσπάθειες του Ελληνικού κράτους αντιλαμβανόμαστε ότι παλαιότερα ήταν πιο αδύναμες, εντούτοις τις τελευταίες δεκαετίες η κινητοποίηση ήταν αισθητή.