της Ναταλίας Βάδη
Φωτεινή και όμορφη δεν μπορεί να είναι η κάθε μέρα. Δεν είναι λίγες οι στιγμές που ο ουρανός μαυρίζει, τον κόσμο μας σκεπάζει ένα μαύρο, πυκνό πέπλο και τα βαριά σαν μολύβι σύννεφα που το στολίζουν ξεσπούν. Αυτή είναι η καθημερινότητα που βιώνουν οι άνθρωποι τα τελευταία δύο χρόνια. Η έλευση της πανδημίας έκανε τον φόβο να είναι κυρίαρχο συναίσθημα και τους στέρησε τη δυνατότητα να ονειρεύονται, να προσδοκούν, ακόμη και να ζουν. Η νέα πραγματικότητα έθεσε καινούργιους όρους διαβίωσης. Στο όνομα της ασφάλειας υπονομεύτηκαν ελευθερίες και δικαιώματα και όλα αυτά άλλαξαν ξαφνικά, σαν το ξέσπασμα μιας καταιγίδας…
Η καταιγίδα αυτής της πανδημίας ανέτρεψε τις ζωές πολλών ανθρώπων. Κι όμως, δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν λύγισαν και σίγουρα κατάφεραν να βγουν αλώβητοι ή λαβωμένοι -δεν έχει τόση σημασία- πάντα πιο δυνατοί από αυτήν την καταιγίδα, γιατί χρειάστηκε να μετρήσουν τις δυνάμεις τους και να αποδείξουν στον εαυτό τους ότι «όλοι μαζί μπορούμε να τα καταφέρουμε ακόμα και εδώ».
Ξένοι άνθρωποι, ξαφνικά, μείωσαν τις αποστάσεις, ήρθαν πιο κοντά, εμπιστεύτηκαν, υποστήριξαν ο ένας τον άλλον και ένωσαν τις δυνάμεις τους κάτω από την ομπρέλα ενός κοινού εχθρού, της πανδημίας. Η πανδημία έδωσε αξία σε όσα θεωρούσαμε δεδομένα, αφού ξαφνικά σε μία μέρα τα στερηθήκαμε. Πανέμορφα χαμόγελα είναι πια κρυμμένα και οι άνθρωποι δεν μπορούν να κινηθούν ελεύθερα, καθώς το συλλογικό συμφέρον έγινε πάλι έννοια μεγαλύτερης αξίας από το ατομικό. Τέτοιες στιγμές ο άνθρωπος χρησιμοποιεί κάθε στάλα δημιουργικότητας και εφευρετικότητας που διαθέτει, έτσι ώστε να φτιάξει μία καλύτερη ομπρέλα, μία που να μην «μπάζει» νερά και να τον κρατάει στεγνό και ασφαλή παρά την βροχή που μαίνεται γύρω του. Αυτός ήταν ο αγώνας μας, το στοίχημα που κερδήθηκε -με το ανάλογο κόστος, βέβαια.
Καταφέραμε να σταθούμε στα πόδια μας και να διασχίσουμε το δύσβατο μονοπάτι μες τη μανιασμένη μπόρα. Επιζήσαμε από την καταιγίδα μίας πανδημίας και στεκόμαστε περήφανοι και ευγνώμονες για τη ζωή, αναλογιζόμενοι τα λόγια του Καζαντζάκη:
«Νίκησα; Νικήθηκα; Τούτο μονάχα ξέρω: Είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος!»