Σοφία Κωνσταντίνου, Ένα κομματάκι ουρανού

cover1

Να μπει; Και πώς να μπει, σα να μη συμβαίνει τίποτα, όπως μπαίνει όλος ο κόσμος, σαν κανονικός άνθρωπος, που ψωνίζει για το σαββατοκύριακο; Το χέρι στην τσέπη τον γαργαλάει, το τελευταίο πενηντάρικο τον καίει. Η άδεια κοιλιά του δείχνει το δρόμο.
Δεν πρέπει να σταθεί στους πολύχρωμους διαδρόμους. Τα κατατόπια τα ξέρει, θα πάει κατευθείαν, ίσα που θα ρίξει ένα βλέμμα για να συγκρίνει τις τιμές. Το κυριακάτικο γεύμα δεν θα έχει τρομερές παραλλαγές. Φακές, ψωμί, του’ χει μείνει κι ένα δάχτυλο λάδι, από τον προηγούμενο μήνα. Κι ένα μπουκάλι  κόκκινο κρασί, να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Διαλέγει το πιο φτηνό αλλά το καλάθι του δείχνει πιο πλούσιο τώρα.
Αν του’ λεγες λίγα χρόνια πριν ότι θα έφτανε ο καιρός που θα μάθαινε να κάνει τόση οικονομία θα γέλαγε μεσ’ τα μούτρα σου, θα κατέβαζε μονορούφι το κόκκινο κρασάκι μέσα στο μοναδικό κολωνάτο ποτήρι και με το άλλο χέρι θ’ ανακάτευε αφηρημένα τα σγουρά του μαλλιά. Α, όλα κι όλα! Του Νότη πάντα του άρεσε η καλή ζωή, η άνετη. Άφησε πίσω τα δύσκολα χρόνια του χωριού, μπήκε στο πανεπιστήμιο, στα οικονομικά, κατάφερε να τελειώσει δουλεύοντας γκαρσόνι κι έπειτα βρήκε μια θέση λογιστή σε μια μεσαία εταιρεία. Η αλήθεια είναι πως δεν τον ένοιαζαν τα πλούτη. Μόνο να μπορεί να ονειρεύεται, αυτό μόνο τον έκανε ευτυχισμένο. Και μη νομίζετε πως ήταν όνειρα άπιαστα. Μωρέ τον Νότη τα ταξίδια τον γοήτευαν, να γνωρίσει όλο τον κόσμο καιγότανε. Τα ταξίδια και το διάβασμα. Στο μικρό του δωμάτιο τα βιβλία φτιάχναν σωρό, αυτά του φώτιζαν την ανιαρή καθημερινότητα πιο πολύ κι από τη γυμνή λάμπα, που ποτέ δεν αξιώθηκε να στολίσει μ’ ένα ωραίο φωτιστικό. Νούμερο ένα τα ταξίδια αλλά και η Βίκυ, που τη γνώρισε στη δουλειά, νούμερο ένα πλάς. Το μοναδικό κολωνάτο ποτήρι απέκτησε ταίρι.
Τα ταξίδια κι η Βίκυ ήρθαν και κόλλησαν. Μαζί ξεκίνησαν, μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη κι ένα σλιπινγκ μπαγκ, διπλό παρακαλώ! Πρώτα οι Κυκλάδες, μετά η Κρήτη, να γνωρίσουμε τον τόπο μας. Στη συνέχεια ήταν τα Βαλκάνια κι έπειτα το ονειρεμένο Παρίσι. Τα λεφτά του πήγαιναν στα ταξίδια και στα βιβλία. Τα όνειρά του σε μια ανθρώπινη ζωή, με ποιότητα κι αξιοπρέπεια. Πολλά τα χρόνια με τη Βίκυ. Εκείνη ήθελε παιδί, γάμο, οικογένεια. Αυτός το σκεφτότανε κι ας είχε περασμένα  τα σαράντα. Τότε ήταν που βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής κρίσης. Η μικρή επιχείρηση που δούλευαν και οι δύο άρχισε τις περικοπές. Μια Τρίτη ήταν που ο Νότης μάζεψε τα λιγοστά του υπάρχοντα από το γραφειάκι του τρίτου ορόφου, μάζεψε και τα όνειρά του και σκεφτικός κατηφόρισε για τα Παναθήναια. Νομίζω ότι τότε ήταν που όλα άρχισαν να έρχονται να πάνω κάτω. Τη Βίκυ  δεν τη βλέπαμε πια να παίρνει τα τσιγάρα της από το απέναντι μίνι μάρκετ. Ο Νότης, μετά από κανα χρόνο στην ανεργία βρήκε δουλειά σα γκαρσόνι σε καφετέρια με πολύ χαμηλότερο μισθό. Έξι μήνες έμεινε, κι εδώ έπεσε θύμα των περικοπών.
Είναι Σάββατο. Βραδιάζει. Όταν φτάνει στην πόρτα της παλιάς πολυκατοικίας ο ουρανός έχει εκείνο το μενεξεδένιο χρώμα που παίρνει  όταν ο ήλιος χάνεται για άλλους κόσμους κι αφήνει πίσω του ροζ πινελιές, μικρά φωτεινά κομματάκια, ανάμεσα στα σκούρα σύννεφα. Είναι εκείνη η ώρα η ακαθόριστη, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, η ώρα που σιγά σιγά, διστακτικά αρχίζουν να φέγγουν τα πρώτα λαμπιόνια στην πόλη, στα παράθυρα των γκρίζων τοίχων των κτιρίων κι όλα, αίφνης, αλλάζουν. Για κάποια λεπτά η πόλη αιωρείται στο χώρο. Ο Νότης, έκθαμβος, αφήνει κάτω τη σακούλα και το βλέμμα του αγκαλιάζει την κατηφόρα της Μαυρομιχάλη. Αυτό το θέαμα δεν το χάνει ποτέ, δεν συνηθίζεται η ομορφιά. Αυτά τα λίγα λεπτά όλα είναι εύθραυστα, ο κόσμος αποκτά μαγικές διαστάσεις. Εκείνες τις στιγμές ξεχνάει τα προβλήματα,  το στήθος του φουσκώνει, τα μάτια του βουρκώνουν. Τι κι αν ξέμεινε από χρήματα, από φίλους, από τον έρωτα; Αύριο είναι μια καινούργια μέρα κι ο Νότης νιώθει μέσα του τη ζωή να τον πλημμυρίζει.
Γυρνάει να μπει στο υπόγειο διαμερισματάκι του και τότε τον βλέπει. Είναι καθισμένος στο περβάζι του απέναντι ημιυπογείου και μοιάζει σαν να ρεμβάζει στον καναπέ ενός άνετου σαλονιού. Τον έχει ξανασυναντήσει στα παγκάκια της κοντινής πλατείας. Του φαίνεται μεγαλούτσικος στην ηλικία, με μαλλιά και γένια άσπρα και μακριά, κι όλα του τα υπάρχοντα, μια σακούλα και δυο κουβέρτες, τακτοποιημένα πλάι του. Ο Νότης τον  παρατηρεί, οι ματιές τους διασταυρώνονται. Το βλέμμα του άστεγου στηλώνεται επάνω του αλλά, ταυτόχρονα,  διαπερνά το σώμα του νέου άντρα, χάνεται πίσω του, ένα βλέμμα θαρρείς γεμάτο από παρελθόν που αδειάζει τις ιστορίες του στο κενό παρόν του περβαζιού.
Στο μυαλό του Νότη στριφογυρίζουν, αίφνης, εικόνες από ένα κοντινό ίσως, μέλλον. Ανατριχιάζει άθελά του. Σφίγγει, στο ένα  χέρι τη σακούλα με τις φακές, στο άλλο τα κλειδιά του σπιτιού. Χωρίς να σκεφτεί, τον πλησιάζει.  « Καλησπέρα, θέλετε να μου κάνετε παρέα στο σαββατιάτικο δείπνο; Μόνος μου είμαι, να εδώ απέναντι, μη φανταστείτε τίποτα το εξαιρετικό, έτσι, να πούμε μια κουβέντα».
Το βλέμμα του γέροντα αποκτά υπόσταση, συγκεντρώνεται στο πρόσωπό του Νότη. Έχει μια γλύκα αυτό το βλέμμα. « Βόηθα με σε παρακαλώ με τη σακούλα».
Το υπόγειο φωτίζεται, το τραπέζι στρώνεται. Δύο τα σερβίτσια, αντικρυστά, δύο τα κολωνάτα ποτήρια. Ο Νότης χαρούμενος, σαν καλός οικοδεσπότης, βάζει το φαγητό στη φωτιά, κόβει ψωμί, του δείχνει την τουαλέτα, να πλύνει τα χέρια, να νιώσει πάλι σαν άνθρωπος. Το σπίτι ανοίγει την αγκαλιά του, η μουσική από το μικρό τρανζίστορ χαλαρώνει τους σφιγμένους ώμους. Κάθονται, ο ένας απέναντι στον άλλο, σαν παλιοί γνώριμοι, πίνουν το κόκκινο κρασάκι. Στην αρχή τρώνε αμίλητοι. Κι έπειτα συστήνονται . « Μιλτιάδη με βάφτισαν, Μίλτο με φωνάζουν οι συγκάτοικοι».  Ο Νότης αρχίζει πρώτος να μιλάει. Μιλάει για το χωριό του, για τις σπουδές, τα δύσκολα χρόνια, τη δουλειά, τα ταξίδια, τον έρωτα κι έπειτα την αργή πτώση, την ανεργία, την αγωνία του αλλά και την προσπάθεια να κρατάει ζωντανή την ελπίδα και την αξιοπρέπειά του. Παρασύρεται, στο τέλος ενθουσιάζεται, « γλυκιά η ζωή, γλυκιά μα τόσο δύσκολη, σα γυναίκα που σου παίρνει τα μυαλά».
Ο γέροντας  τον κοιτάει σιωπηλός όσο αυτός μιλάει. Ανεξιχνίαστο το πρόσωπο, το ύφος του. Μετά από ώρα, αφού ο συνομιλητής έχει τελειώσει, ακούγεται η βραχνή φωνή του. «Εμένα που βλέπεις, μ’ έφαγε η θάλασσα κι η γυναίκα, με ρήμαξαν, μου ρούφηξαν το μεδούλι και μετά, με πήρε ο διάολος και με σήκωσε». Κι ύστερα μίλησε για  ταξίδια, θάλασσες κι ωκεανούς με λογής λογής καράβια. Με κάθε μακρινό ταξίδι μάζευε το κομπόδεμα, να φτιάξει σπίτι κι οικογένεια ονειρευότανε, υπήρχε και μια Μαρία που τον περίμενε κοιτώντας μελαγχολικά από το παράθυρο της  την ανταριασμένη θάλασσα του Πειραιά κι όλο έραβε κι έραβε για τους φτωχούς της γειτονιάς κι έπλεκε τα όνειρά της σε δαντελένιο φόρεμα που θα φορούσε τη μέρα του γάμου της. Έπλεκε τη δαντέλα η Μαρία κι όταν εκείνος γνώρισε τη φλογερή βραζιλιάνα στα λιμάνια του Ρίο και σερνόταν σαν το σκυλί στα καλλίγραμμα πόδια της. Όλα του τά’φαγε, δεν έμεινε δεκάρα τσακιστή, παρά μόνο ένα ξεχασμένο εισιτήριο επιστροφής με ανοιχτή ημερομηνία. Βλέπεις, το καράβι που δούλευε έφυγε, όχι θα κάθονταν να τον περιμένουν να σταματήσει τα μεθυσμένα σαλιαρίσματα.
Κάποιο ξημέρωμα, μετά από μια νύχτα γεμάτη ποτά, καπνό κι έρωτα, ξύπνησε αλαφιασμένος κι έτρεξε στις αποβάθρες, μόνο για να το δει να ξεμακραίνει, σα φάντασμα μέσα στην ομίχλη.
«Άι σιχτίρ, στο διάολο», το ξαπόστειλε. Αλλά η ακόλαστη ζωή δεν κράτησε πολύ. Δεν τού’ χε μείνει φράγκο κι έτσι, μια ωραία πρωία, καθώς γύριζε σέρνοντας το ταλαιπωρημένο κορμί του μέσα στη θολούρα μιας ακόμη ξέπνοης νύχτας, βρήκε την πόρτα του μοιραίου έρωτά του κλειστή και τα λιγοστά πράγματά του στο κατώφλι. Κι έτσι πήρε το πλοίο της γραμμής. Ήταν ήδη μεγαλούτσικος στα χρόνια, ήταν και η φήμη του στο λιμάνι κακή, δεν ξαναδούλεψε στα καράβια. Για την ακρίβεια, δεν ξαναδούλεψε πουθενά, δύσκολα χρόνια, δύσκολες καταστάσεις. Είχε μια αδελφή, χήρα, χωρίς παιδιά, ζούσε στον Πειραιά στο νοίκι, με τη σύνταξη του άντρα της. Τον περιμάζεψε, για κάμποσο καιρό είχε ένα πιάτο φαΐ κι ένα κρεβάτι. Μετά τον θάνατό της όλα τελείωσαν. Δεν τόλμησε να περάσει από την παλιά του γειτονιά, εγκατέλειψε για πάντα τον Πειραιά, μια χαρά ήταν τα παγκάκια της Αθήνας.
«Από εκείνο τον καιρό μια κάρτα μού’μεινε όλη κι όλη, μου την είχε στείλει σ’ ένα από τα ταξίδια, η καταραμένη». Ψάχνει τη σακούλα, τη βγάζει, του τη δείχνει. Η κλασική εικόνα του λιμανιού του Ρίο, με το τεράστιο άγαλμα και τη γέφυρα. Κι από πίσω λίγες ακαταλαβίστικες λέξεις στα βραζιλιάνικα και μια τεράστια καρδιά, ζωγραφισμένη σαν από παιδικό χέρι. Κι έπειτα τη χώνει πάλι, με βιασύνη, στη σακούλα.
Έξω έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Κάτω από το αδύναμο φως του γυμνού γλόμπου πίνουν αμίλητοι το τελευταίο κρασάκι. «Μίλτο, μπορείς να κοιμηθείς εδώ σήμερα αν θες, να εδώ στον καναπέ». « Και να χάσω τη θέση μου στην πλατεία; Στη γωνιά καιροφυλακτούν να μου την πάρουν, να’ σαι καλά».
Μαζεύει όλη του την περιουσία, τη ζώνεται και μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού ανοίγει την πόρτα κι εξαφανίζεται στο σκοτάδι. Ένα ευχαριστώ ταξίδεψε με το ελαφρύ βραδινό αεράκι κι ήρθε κι ακούμπησε στο στήθος του Νότη, να, εκεί, στο μέρος της καρδιάς.
Τη Δευτέρα το βραδάκι, γυρίζοντας από το κέντρο της πόλης με τη νέα δουλειά στην τσέπη κι ένα σφύριγμα στα χείλη, ο Νότης ένοιωσε την ανακατωσούρα  στη γειτονιά. Σκόρπιες κουβέντες από δω κι από κει. Στο μίνι μάρκετ τον ενημέρωσαν. « βρήκαν ένα γέρο, άστεγο, ξυλιασμένο στο παγκάκι της πλατειούλας στον παράδρομο της Αλεξάνδρας».  Λες; Ο Μίλτος; Πιάστηκε η ψυχή του, στενοχωρήθηκε σα νάταν δικός του άνθρωπος. Μπορεί και όχι, τόσοι άστεγοι βγάζουν τη νύχτα εκεί, «αμέσως ο νους σου στο κακό, αμάν ρε φίλε».
Κατέβηκε τα σκαλάκια της πολυκατοικίας. Με το που πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος κάτι σκάλωσε στο παπούτσι του. Έσκυψε και το σήκωσε. Η κάρτα με το λιμάνι του Ρίο και στην πίσω πλευρά λίγες ακαταλαβίστικες λέξεις και μια τεράστια ζωγραφισμένη καρδιά, θαρρείς από παιδικό χέρι.

Ας απολαύσουμε τον συγγραφέα που έχουμε μέσα μας συμπληρώνοντας τα κομμάτια του παζλ…
     Βασισμένοι/ες στην κάρτα του Μίλτου, συνεχίστε την ιστορία από εκεί που τελειώνει… Στην ιστορία σας φανταστείτε το περιεχόμενο της κάρτας και πώς αυτό μπορεί να συνδέεται με τον ήρωα.

11 σχόλια στο "Σοφία Κωνσταντίνου, Ένα κομματάκι ουρανού"

  1. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ήταν ένα τυχαίο γεγονός ή αν ο Μίλτος είχε αφήσει αυτή την κάρτα επίτηδες, όμως για ένα πράγμα ήταν σίγουρος. Αυτό ήταν ένα σημάδι, ένα σημάδι πως δεν έπρεπε ποτέ να πάψει να ελπίζει, πλέον όμως έπρεπε να ελπίζει διπλά, ακόμη και αν ο Μίλτος δεν ήταν ο άτυχος άστεγος δεν είχε καμία σημασία. Έπρεπε να ελπίζει και για τους δύο. Εκείνοι άλλωστε είχαν πολλά κοινά, είχαν μια ζωή πολυταξιδεμένη και μια αγάπη, έναν έρωτα που δεν είχε αίσιο τέλος λόγω επιλογών τους. Έβαλε την κάρτα στην τσέπη του γκρι παλτό του και μπήκε στο σπίτι του. Είχε πάρει αυτό που ζητούσε εδώ και καιρό, είχε καταφέρει να βρει μια δουλειά που μπορεί να άλλαζε το μέλλον του. Όμως κάτι έλειπε, κάτι που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει με τα χρήματα, και αυτό δεν ήταν τα ταξίδια όσο και αν του έλειπαν, αλλά το άτομο με το οποίο τα έκανε. Ήξερε, βέβαια, πως το είχε χάσει. Έκατσε στο στρωμένο αλλά λιτό τραπέζι. Έβγαλε πάλι την κάρτα, προσπαθούσε να φανταστεί τι μπορεί να έλεγε η Βραζιλιάνα στον Μίλτο. Ίσως να ζητούσε συγγνώμη, ίσως να του έξεφραζε τα συναισθήματα που καιρό κρατούσε, άλλωστε με την καρδιά στο εξωτερικό δεν μπορούσε να είναι κάτι κακό. Ίσως και να μην μάθαινε ποτέ, παρόλα αυτά μπορούσε να επιλέξει τι ήταν αυτό που ήθελε να γράφει η κάρτα. Έτσι σηκώθηκε από το τραπέζι και μεταφέρθηκε στο γραφείο του, πήρε την πένα του και ξεκίνησε να γράφει τι πίστευε πως θα έλεγε η Βραζιλίανα στον Μίλτο. Δεν είχε ιδιαίτερη σημασία το όλο περιεχόμενο, όσο η τελευταία φράση. «Ίσως τα πράγματα να ήταν αλλιώς αν είχαμε κάνει διαφορετικές επιλογές, ίσως να είμασταν μαζί κάνοντας όλα αυτά που τόσο αγαπάμε και ίσως να με αγαπούσες και να σε αγαπούσα ακόμα, αλλά την ζωή την παίρνουμε έτσι όπως μας έρχεται…» Σταμάτησε να γράφει και τότε κατάλαβε πως αυτά δεν είχαν να κάνουν με τον Μίλτο και την ερωμένη του αλλά με εκείνον και την Βίκυ, έτσι άφησε την πένα, φόρεσε το παλτό του και βγήκε από το σπίτι. Έψαξε, έψαξε πολύ ώσπου λίγες ώρες μετά στεκόταν έξω από ένα σπίτι. Το παρατηρούσε, ήξερε πως ήταν το δικό της, φαινόταν άλλωστε από την αύρα του σπιτιού, αυτή η ηρεμία αλλά και η ζωντάνια ήταν δικά της χαρακτηριστικά. Άφησε το γράμμα κάτω από την πόρτα της και χτύπησε του κουδούνι. Μέχρι να ανοίξει εκείνη την πόρτα, ο Νότης είχε εξαφανιστεί. Δεν ήθελε να περιμένει να δει την αντίδραση της, δεν ήθελε να μάθει αν θα την επηρέαζε. Άλλωστε ήξερε πού να τον βρει. Έτσι έφυγε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, ήξερε πως είχε προσπαθήσει, ήξερε πως ο Μίλτος θα ήταν περήφανος και ήξερε πως του ήταν ευγνώμων.
    Πέρασε μια εβδομάδα και δεν είχε λάβει κανένα γράμμα από την Βίκυ, όμως δεν τον ενοχλούσε, ήξερε τουλάχιστον πως ότι και αν συνέβαινε εκείνος θα της είχε πει πως ένιωθε.
    Είχε περάσει ένας μήνας και καθώς ο Νότης επέστρεφε στο σπίτι του, είδε μια φιγούρα να στέκεται έξω από την πόρτα του. Ήξερε, ήξερε πως ήταν εκείνη. Ο τρόπος που ανεμιζαν τα μαλλιά της το μαρτυρούσε, ο τρόπος που στεκόταν αλλά κυρίως αυτό το γνώριμο συναίσθημα πως όλα θα πήγαιναν καλά, ναι αυτό ήταν εκείνο που τον έκανε να καταλάβει πως η γυναίκα που στεκόταν στο κατώφλι του σπιτιού του ήταν η Βίκυ. Έτσι φώναξε το όνομα της, τόσο δυνατά που ένιωσε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια του να τον εγκαταλείπει. Εκείνη γύρισε, έμειναν να κοιτάζονται για κάμποση ώρα χωρίς να πούνε τίποτα. Ούτως ή άλλως η σιωπή πολλές φορές είναι ικανή να πει περισσότερα από ότι τα λόγια. Τότε έτρεξε και την πήρε σφιχτά στην αγκαλιά του, άρχισαν και οι δύο να κλαίνε, δεν ήταν όμως δάκρυα χαράς τόσο, όσο ανακούφισης. Ένιωθε ευγνώμων που είχε γνωρίσει τον Μίλτο και που κάπως το γράμμα του κατέληξε στα χέρια του και θα τον ευχαριστούσε παντοτινά για αυτό, γιατί επιτέλους κατάλαβε τι ήταν το πιο σημαντικό σε αυτή την ζωή, πως ακόμη και αν ζεις κάτω από απαίσιες συνθήκες ζωής, μπορείς να κρατιέσαι από κάτι που σε άλλους μπορεί να φαίνεται τόσο ασήμαντο αλλά για εσένα να είναι πηγή ελπίδας. Ναι, θα είμαστε μαζί, ναι θα κάνουμε αυτά που τόσο αγαπάμε, ναι θα με αγαπάς και θα σε αγαπώ και ναι θα πάρουμε την ζωή έτσι ακριβώς όπως μας ήρθε….

  2. Συγκλονισμένος,άρχισε να ανακαλεί στην μνήμη του την χθεσινή συζήτησή του με τον Μίλτο.Θυμήθηκε τα πάντα. Τις περιπέτειές του στα καράβια,το φαινομενικά ερωτικό ειδύλλιο του με την Βραζιλιάνα, την κάρτα που του είχε στείλει και την ξέφρενη ζωή του.Σήκωσε την κάρτα από το πάτωμα και μπήκε στο σπίτι.Ένιωθε λες και ο φίλος του βρισκόταν πάλι εκεί, στο μικρό υπόγειο διαμερισματάκι καθισμένος απέναντί του. Προσπαθούσε να καταλάβει τι έγραφε πάνω η καρτποστάλ,να μεταφράσει έστω μερικές από τις ακαταλαβίστικες λέξεις.Βλέπετε,οι σπουδές του αλλά και τα ταξίδια του με την Βίκυ τον είχαν ωφελήσει αρκετά, ήταν ζήτημα χρόνου να την μεταφράσει ολόκληρη.
    Ύστερα από μέρες επιτέλους τα κατάφερε.Η Βραζιλιάνα του αποκάλυπτε πως είχε φέρει στον κόσμο το παιδί του, εξού και η τεράστια ζωγραφισμένη καρδιά που έφερε πάνω το γράμμα.Ο Νότης άρχισε τότε να αναλογίζεται:»Άραγε ο Μίλτος γνώριζε για την ύπαρξη του παιδιού του;΄Είχε δώσει απάντηση στην πρώην αγαπημένη του;»Μη μπορώντας να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον κατέκλυζαν αποφάσισε να κάνει περαιτέρω έρευνα προκειμένου να μάθει για την τύχη αυτού του παιδιού.Του πήρε χρόνια ολόκληρα για να εντοπίσει την Βραζιλιάνα.Στο μεταξύ η προσωπική του ζωή είχε πάρει άλλη τροπή.Τα οικονομικά του βελτιώνονταν όλο και περισσότερο, ενώ παράλληλα ξαναήρθε σε επαφή με την Βίκυ. Το πρώτο πράγμα που αποφάσισαν να κάνουν ήταν ένα ταξίδι και συγκεκριμένα στην Βραζιλία, για να αναζητήσουν την οικογένεια του Μίλτου.
    Όταν έφτασαν στον προορισμό τους χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που είχαν συλλέξει όλα αυτά τα χρόνια ρώτησαν μερικούς ντόπιους πού θα μπορούσαν να βρουν την Βραζιλιάνα.Μόλις την συνάντησαν της τα εξήγησαν όλα. Η γυναίκα ήταν σοκαρισμένη με τον θάνατο του Μίλτου που είχε τόσο πληγώσει στο παρελθόν.Είχε έναν γιό, περίπου είκοσι ετών όπως φαινόταν από τις φωτογραφίες που κοσμούσαν τον τοίχο του σπιτιού της. Μάλιστα από ότι τους ενημέρωσε η γυναίκα, το παιδί είχε αποκατασταθεί οικονομικά και δούλευε ως στέλεχος σε μία μεγάλη εταιρία. Ο Νότης βούρκωσε.»Τι ειρωνεία» σκέφτηκε. Αυτό το παιδί έχει μια τόσο πλουσιοπάροχη ζωή και ο πατέρας του πέθανε από το κρύο σε ένα παγκάκι μιας πλατείας.»Πως τα φέρνει η ζωή». Μόλις τελείωσε το καθήκον του επέστρεψε πάλι στην Αθήνα.
    Ένιωθε πάλι ένα άγγιγμα στο μέρος της καρδιάς, όπως εκείνο το βράδυ που είχε γευματίσει παρέα με τον Μίλτο και τον ευχαριστούσε στο κατώφλι του σπιτιού του.Βαθιά μέσα του πίστευε πως ο φίλος του τον ήθελε να πάει να ψάξει το παιδί του. Επομένως, όλη αυτή η περιπέτειάα λειτούργησε ως ένα στοίχημα, ένα στοίχημα ζωής για τον Νότη μέσα από το οποίο λυτρώθηκε και ο ίδιος βρίσκοντας την οικογένεια του άτυχου Μίλτου.

  3. Στην συνέχεια, εξαντλημένος από την δουλειά, ο Νότης ανακάθισε βαριεστημένα στο καναπέ. Έτσι όπως κοιτούσε την μικρή κουζίνα του, αναμνήσεις από χτες του ήρθαν στο μυαλό και άρχισε να ανησυχεί πάλι για τον Μίλτο. Κοίταξε ξανά την κάρτα του αστέγου για να ξεχαστεί. Καθώς την παρατηρούσε προσεκτικά και για αρκετή ώρα, διέκρινε πίσω από την ζωγραφισμένη καρδιά δυο φιγούρες κρατώντας στο χέρι από μια βαλίτσα. Ξάφνου άρχισε να ονειροπολεί τα ταξίδια που είχε πάει με τον έρωτα του και ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του. Αιγαίο, Βαλκάνια ,Παρίσι, Βραζιλία , Ασία… Όλα αυτά τα μέρη άρχισαν να ξεγλιστρούν από την μνήμη του και όλες οι ευχάριστες, αστείες αναμνήσεις αλλά και κάποιες αναποδιές πέρασαν μπροστά από τα μάτια του φέρνοντας μαζί και δάκρυα. Σκεφτόταν ποσό γρήγορα μπορεί να αλλάξει η ζωή ενός ανθρώπου από την μια μέρα στην άλλη, από εκεί που επισκεπτόταν κάθε φορά και νέα χώρα τώρα προσπαθούσε να υπολογίσει τα λεφτά του κάθε φορά που πήγαινε σούπερμαρκετ μήπως και δεν του φτάσουν. Έριξε ακόμα μια ματιά στην φωτογραφία της κάρτας και ξαφνιασμένα παρατήρησε πως, καταλάθος ,μία στάλα δάκρυ είχε πέσει ακριβώς πάνω στην καρδιά. Τώρα πια το χρώμα της καρδιάς είχε ξεθωριάσει και μπορούσε πιο ξεκάθαρα να διακρίνει το ζευγάρι με τις βαλίτσες στο χέρι. Πήγε στο δωμάτιό του, δίπλα στην γυμνή λάμπα του και καθώς την άνοιξε ,για να μπορέσει να δει καλύτερα, οι δύο φυσιογνωμίες, ένας νεαρός άνδρας και μια γυναίκα, του φάνηκαν γνώριμες. Μισόκλεισε τα μάτια του για να μπορέσει να καταλάβει. Μήπως ήταν ο Μίλτος με την Βραζιλιάνα του; Απέρριψε αυτή την περίπτωση επειδή Ο Μίλτος θα έπρεπε να ήταν πιο μεγάλος σε ηλικία τότε και σίγουρα η γυναίκα δίπλα του δεν ήταν Βραζιλιάνα. Είχε μακριά σκούρα μαλλιά ,σαν της κοπέλας του και την ίδια ακριβώς έκφραση που έπαιρνε όταν ήταν ολότελα χαρούμενη. Παραξενεύτηκε και άνοιξε την κάρτα για να διαβάσει το περιεχόμενό της. Είχε περίεργο γραφικό χαρακτήρα, σαν ο συγγραφέας της κάρτας να είχε καιρό να γράψει ή μπορεί να φταίει το γεγονός ότι ήταν γραμμένη στα αγγλικά. Ευτυχώς ήξερε καλά αγγλικά-μια απαίτηση τόσο της παλιάς δουλείας του αλλά και τον πολυάριθμων ταξιδιών του. Καθώς διάβαζε συμπέρανε ότι το είχε γράψει η Βραζιλιάνα και όχι η αδελφή του όπως νόμιζα. Η κάρτα ήταν συναισθηματικής αξίας, γιατί σε αυτήν εξέφραζε η γυναίκα τα συναισθήματα της για τον Μίλτο και πόσο πολύ θα ήθελε να μοιάζουν με το φωτογραφισμένο ζευγάρι της κάρτας αφού έμοιαζε τόσο ευτυχισμένο και γεμάτο όρεξη για ζωή. Και τότε ξαφνικά θυμήθηκε. Αυτό το ζευγάρι του θύμιζε κάποιους, επειδή ήταν ο ίδιος του ο εαυτός με τον έρωτα του. Όλος ο κόσμος του άρχιζε να γυρίζει καθώς θυμόταν όλες τις περιπέτειες που είχε περάσει μαζί με το αγαπημένο του άτομο. Πράσινες θάλασσες, εξωτικά φυτά, παράξενοι χοροί, γευστικά φαγητά και δροσιστικά ποτά τον κατέκλυσαν. Αυτή ήταν μια πραγματική σύμπτωση που, όμως, δεν μπορούσε να αγνοήσει. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι του και βάζοντας γρήγορα το παλτό του βγήκε έξω στην παγωνιά. Κατευθύνθηκε γρήγορα προς το παγκάκι του Μίλτου αλλά δεν τον βρήκε εκεί. Ούτε τα λιγοστά πράγματά του. Στην θέση του βρήκε έναν άλλο άστεγο πιο νέο σε ηλικία. Άρχισε να τον ψάχνει γύρω στην γειτονία, για να του πει ότι του πήραν το παγκάκι του και να του επιστρέψει την κάρτα του, αλλά μάταια. Ο Νότης δεν ήθελε να τα παρατήσει ούτε να αποδεχτεί την φρικτή αλήθεια. Αν και, στην ουσία ήταν δύο άγνωστοι που,όμως, είχαν πιο πολλά κοινά απ΄όσα μπορούσαν να φανταστούν. Χαμένος μέσα στις σκέψεις του, παραλίγο να μην αναγνωρίσει τον συνάδελφο του. Τον ρώτησε για τον νεκρό άστεγο και τότε ήταν που επιβεβαιώθηκε ότι όντως ήταν ο Μίλτος. Γυρνώντας σπίτι και καθώς έτρωγε το συνηθισμένο ταπεινό φαγητό του συνειδητοποίησε πόσο μικρή είναι η ζωή και πόσο σημαντικό είναι να εκτιμάμε ακόμη και τα λιγοστά πράγματα που έχουμε και ποτέ να μην τα βάζουμε κάτω ούτε να παρασυρόμαστε από την χαρά και τα προνόμια που πολύ εύκολα χάνονται, όπως η Βραζιλιάνα κοπέλα του Μίλτου, μια θέση εργασίας και τα λεφτά. Στην τελική το μόνο που απέμεινε ήταν μία κάρτα με το Ρίο και μια τεράστια καρδιά, θαρρείς από παιδικό χέρι…

  4. και μια τεράστια ζωγραφισμένη καρδιά, θαρρείς από παιδικό χέρι…Τότε ο Νότης διάβασε το περιεχόμενο της κάρτας:”Μίλτο μου άγγιξες τη ψυχή και τη καρδιά μου. Ένιωσα από τη πρώτη στιγμή που σε είδα τη καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, σαν να ήμουν μικρό παιδί. Μου έδωσες απλόχερα χαρά, διασκέδαση, κάνοντας με να καταλάβω τι σημαίνει αγνή και ανιδιοτελής αγάπη. Ωστόσο, για εμένα η διαβίωση με έναν άλλο άνθρωπο εξαρτάται από τα χρήματα, κάτι που όσο κι αν θέλεις δεν μπορείς να μου προσφέρεις και έτσι αυτό είναι το τέλος μας. Σε ευχαριστώ, γιατί με την αγάπη σου με έκανες να νιώσω και πάλι παιδί….
    Έτσι, η καλοσύνη και η ευσπλαχνία που είχε δείξει στο πρόσωπο της Βραζιλιάνας του ανταποδίδονταν, αν όχι μέσω του έρωτα αλλά μέσω της φιλικής διάθεσης, ενσυναίσθησης και ανθρωπιάς ενός άλλου αγνού προσώπου, του Νότη. Ο Νότης πρόσφερε ό,τι μπορούσε στο Μίλτο και ακόμη και αν δεν τον ήξερε, τον άκουσε, τον φρόντισε και τον σεβάστηκε ως οντότητα, χωρίς να σκεφτεί ούτε μια στιγμή το γεγονός πως ήταν άστεγος, αφού το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βοηθήσει έναν συνάνθρωπο του.

  5. Ο Νότης αισθάνθηκε μια σύνδεση με τον άντρα που γνώρισε στην πλατεία, τον Μίλτο. Το παρελθόν του γέροντα, οι ιστορίες του για τα ταξίδια, ο έρωτάς του και η σκληρή ζωή που τον οδήγησε στην ελλειψη στέγης, όλα αυτά ανακατεύτηκαν στο μυαλό του Νότη. Καθώς κατευθυνόταν προς την πλατεία, η ανησυχία τον πνίγει. Εκείνος ο γέροντας, ο Μίλτος, ο «άγνωστος φίλος» που τώρα είναι άστεγοςς, η κάρτα με το λιμάνι του Ρίο και η μεγάλη, ζωγραφισμένη καρδιά. Πώς συνδέονται όλα αυτά; Και γιατί ένιωσε την ανάγκη να τον προσκαλέσει στο σπίτι του; Φτάνοντας στην πλατεία, τον είδε. Εκεί ήταν, καθισμένος στο ίδιο παγκάκι που συνήθιζε να κάθεται. Οι ματιές τους συναντήθηκαν ξανά, αυτή τη φορά με βάρος και σημασία. Ο Νότης πλησίασε τον Μίλτο, που αντίκριζε την έκπληξη στα μάτια του.

    «Είπα να σε πάρω μαζί μου. Έλα σπίτι μου, θέλω να μιλήσουμε,» του είπε ο Νότης με ειλικρίνεια και θερμότητα. Ο Μίλτος συγκινημένος, με μια μικρή καθυστέρηση, δέχτηκε την πρόσκληση. Κατευθύνθηκαν προς το υπόγειο διαμερισματάκι του Νότη, με την καρδιά τους να χτυπάει συγχρόνως με τον ρυθμό της ζωής που είχε εκείνη τη στιγμή αρχίσει να αναστενάζει.

    Στο σπίτι, ξεκίνησαν να μιλούν. Ο Νότης μοιράστηκε τη ζωή του, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις του. Και ο Μίλτος, με τα μαλλιά και τα γένια του άσπρα σαν τον χιονιά, μοιράστηκε τις δικές του ιστορίες, τα ταξίδια και τις απώλειες του.
    Καθώς η βραδιά προχωρούσε, έγινε φανερό ότι η συνάντησή τους δεν ήταν τυχαία. Ήταν σαν να ήρθαν για να βρουν ο ένας στον άλλον έναν καθρέφτη, μια ανανέωση στη ζωή τους.

    Καθώς η νύχτα προχωρούσε, οι δύο άνδρες συνειδητοποίησαν ότι η παρουσία του άλλου τους έφερε ενθάρρυνση και δύναμη. Ήταν σαν να συμπλήρωναν τα κενά των ιστοριών τους, δημιουργώντας ένα νέο κεφάλαιο. Και εκείνη τη νύχτα, μεταξύ κοινών γέλιων και δακρύων..

  6. Ο Μίλτος πιάνει την κάρτα στα χέρια του και χαμογελάει. Από τις λίγες αναμνήσεις που του είχαν απομείνει, θυμάται τη Μαρία τη βραζιλιάνα που τον είχε ερωτευτεί. Σταλθείτε του φωνάζοντας «Μαρία, περιμένω να με πάρεις από “δω!». Κοιτάζει προς τα πίσω, περνούν από το μυαλό του τα πάντα. Μια τελευταία αναπνοή και κλείνει τα μάτια του, χωρίς φόβο ή λύπη. Τον βρίσκουν στο επόμενο πρωί οι γείτονες, ήσυχο, με την κάρτα κολλημένη στο χέρι του.

    Και έτσι, ο Μίλτος έφυγε από αυτόν τον κόσμο, με τις αναμνήσεις του και τη ζωγραφισμένη καρδιά στο χέρι του, περιμένοντας τη Μαρία στον άλλο κόσμο. Ο Νότης, παρόλο που δεν γνώριζε ποτέ την ιστορία του γέρου, αισθάνθηκε μια ανεξήγητη σύνδεση μαζί του, σαν να ήταν φίλοι από άλλες εποχές.

    O Νότης συνέχισε τη ζωή του… με τις αναμνήσεις του κρατώντας ταυτόχρονα στην καρδιά του τον Μίλτο και τη Μαρία σαν ένα όνειρο που δεν ξεχνιέται…..

  7. Ο Νότης αμέσως ξεκίνησε για το πάρκο που ο Μιλτος σύχναζε, κρατώντας την ίδια κάρτα που ο Μιλτος κράταγε στα χέρια και συλλογιζόμενος τα λάθη του παρελθόντος. Απολάμβανε να παρακολουθεί τα παιδάκια να παίζουν και από μακριά τους γονείς τους να τα προσέχουν. Ο Νότης μετά την συζήτηση που είχε με τον εαυτό του και σκεπτόμενος τις επιλογές του Μίλτου στη ζωή του, πήρε κάποιες αποφάσεις, να κάνει ο ίδιος ξανά μια αρχή διορθώνοντας τις επιλογές του αλλά κυρίως κερδίζοντας πίσω την Βίκυ, την γυναίκα που τόσο ακόμα αγαπούσε. Ο Νότης μπήκε σε ένα ταξί με τρακαρισμένη πρόσοψη και φθαρμένο το φτερό αλλά δεν τον ενδιέφερε, έτσι ξεκίνησε να κατευθύνεται προς το σπίτι της Βίκυς. Κατεβαίνοντας από το ταξί ένιωσε ένα μούδιασμα, τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας, τα συναισθήματα του τον πλημμύριζαν, ήταν έτοιμος να εκραγεί. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και μπαίνει στην μικρή αυλίτσα. Μπαίνοντας μέσα μαγεύτηκε από την ποικιλία των χρωμάτων των λουλουδιών και από την απίστευτη μυρωδιά που κατέκλυζε την ατμόσφαιρα. Απ’την ομορφιά αυτή πήρε θάρρος και δύναμη και χτύπησε την πόρτα. Πίσω από την πόρτα, ανάμεσα από τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν στο δίπλα σπίτι, ακούστηκε μια γλυκιά φωνή να λέει « Μισό, μισό λεπτό έρχομαι ». Ο Νότης γεμάτος χαρά και ελπίδα πως θα την ξανά δει μετά από τόσο καιρό, περιμένει με ανυπομονησία ακριβώς σαν μικρό παιδί που περιμένει να πάρει το δώρο του τα Χριστούγεννα παράλληλα με μια ανησυχία χωρίς όμως να το έχει μετανιώσει ούτε για ένα λεπτό. Η πόρτα άνοιξε και από πίσω μια γυναικεία φιγούρα με μια γλυκιά φωνή να τον ρωτάει ·ποιος είναι και τι θα ήθελε . Ο Νότης είπε πως γύρευε την Βίκυ. Τότε η γυναικεία φιγούρα είπε πως η Βίκυ δεν ζούσε πια. Τίποτα δεν κουνήθηκε τα επόμενα λεπτά, ο Νότης χλώμιασε γύρισε πλάτη στην γυναίκα και έφυγε χωρίς να ξεστομίσει λέξη. Τότε σαν να μαύρισε ο ουρανός, σαν τα λουλούδια να έχασαν την μυρωδιά τους, τα παιδιά έπαψαν να φωνάζουν, όσο χανόταν κάτω από τη βροχή και μέσα στη βαβούρα της πόλης. Ο Νότης για αρκετό καιρό κατηγορούσε τον εαυτό του, γιατί δεν τόλμησε νωρίτερα να συναντήσει τη Βίκυ. Ο Νότης τρεις ημέρες δεν βγήκε από το σπιτι και τις τρεις δε ξεμύτισε. Η ημέρα του αποτελούνταν από έναν ύπνο στον καναπέ και ένα πιάτο ξανάζεσταμένο φαγητό, ώσπου συνέβη κάτι που τον ξεσήκωσε μια για πάντα. Κάποιος στεκόταν πίσω από την πόρτα. Ο Νότης δεν περίμενε κανέναν, κι όμως ένας κύριος, του είπε ·πως έψαχνε εδώ και καιρό έναν άνδρα ονόματι Μιλτο Παπαδάκη και πως ήταν πατέρας του. Ο Νότης φιλοξένησε τον γιο του Μίλτου μέχρι να μάθει νέα για τον Μιλτο. Μετά από λίγες εβδομάδες επαληθεύτηκε ο θάνατος του Μίλτου και έτσι ο γιος του μαζί με τον Νότη μέσω αυτής της περιπέτειας δέθηκαν και ξεκίνησαν να ταξιδεύουν σε όλα τα μέρη του κόσμου.

  8. Έσκυψε και την πήρε στα χέρια του. Δεν είχε την ευκαιρία να την μελετήσει στην συνάντηση του με τον Μίλτο. Αλλά, εδώ που τα λέμε τι να μελετήσει ; Ούτως ή άλλως η γλώσσα αυτή του ήταν άγνωστη, δεν την γνώριζε. Ήταν σχεδόν απίθανο να βρει καποιον απο την Βραζιλία για να του πει τι ακριβώς έγραφε η κάρτα . Εξάλλου τι σημασία είχε ; Ο φιλος του , ο Μίλτος , βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση και η κοπέλα που αγαπούσε ήταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Το γεγονός αυτο έκανε τον Νότη να ανατριχιάσει. Παρά τα χρόνια που είχαν περάσει και την τεράστια χιλιομετρική απόσταση που τους χώριζε, η κοπέλα δεν είχε ξεχάσει τον Μίλτο και είχε κάνει μια τεράστια προσπάθεια να επικοινωνήσει μαζί του .
    Σκεπτόμενος τι τροπή θα είχε πάρει η ιστορία των δύο ερωτευμένων αν οι συνθήκες ήταν κατάλληλες, μπήκε στο σπίτι του και κάθισε στον καναπέ. Δεν είχε ιδέα για ποιόν λόγο τον είχε επηρεάσει τόσο πολύ αυτή η κάρτα. Ίσως δεν του έκανε εντύπωση η κάρτα αλλά το γεγονός οτι η αγάπη της Βραζιλιάνας για τον Μίλτο δεν ξεχάστηκε ποτέ, απλώς θάφτηκε βαθιά στην καρδιά της και περίμενε υπομονετικά την στιγμή για να εκδηλωθεί. Ήταν σίγουρος πως εκείνη ακόμη τον αγαπούσε, καθώς η ζωγραφισμένη καρδιά δεν του άφηνε περιθώριο να σκεφτεί το αντίθετο. Την νύχτα πού ακολούθησε δεν έπαψε να το σκέφτεται. Κατέληξε στο γεγονός οτι αυτό ήταν ένα σημάδι να επιδιώξει μια συνάντηση με την δική του αγαπημένη. Ίσως εκείνη να περίμενε αυτήν του την κίνηση για να νιώσει ξανά ανακουφισμένη και ευτυχισμένη. Όταν ξημέρωσε, σηκώθηκε από το κρεβάτι του κουρασμένος , όμως η ιδέα της συνάντησής του με την αγαπημένη του, του έδινε κίνητρο και όρεξη να φέρει εις πέρας την βαρετή καθημερινότητα του. Με ανανεωμένη διάθεση πήγε στην καινούρια του δουλειά και μετά από οκτώ ώρες βαριάς εργασίας, έχωσε δυο ρούχα στην βαλίτσα και πήρε το πλοίο για το νησάκι που ζούσε η Βίκυ. Δεν ήταν σίγουρος πως θα τον δεχόταν ,αλλά έτρεφε ελπίδες πως το αύριο θα τους έβρισκε μαζί . Ηταν αβεβαιο εάν μπροστά του θα έβλεπε το κοριτσάκι που κάποτε ειχε ερωτευτεί όμως ήταν έτοιμος να τα ρισκάρει όλα. Την δουλειά του , το σπίτι του , τις ελπίδες του , την ζωή του. Δεν του είχε μείνει και τίποτα άλλο.Ήλπιζε πως μαζί θα αντιμετώπιζαν όλες τους τις δυσκολίες, και δεν είχε άδικο , γιατί για εκείνη θα έφερνε τον κόσμο άνω κάτω.
    Σε όλη την διαδρομή την σκεφτόταν. Άραγε θα είχε αλλάξει; Μακάρι ο χαρακτήρας της που τόσο λάτρευε να είχε μείνει ο ίδιος και απαράλλαχτος. Παρά τις εξωτερικές αλλαγές που περίμενε πως θα αντίκριζε πάνω της, ο Νότης ήταν βέβαιος πως ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες του κόσμου θα την αναγνώριζε, γιατι το χαμόγελο της είχε κάτι το ξεχωριστό, που καμιά άλλη δεν είχε.

    Κριτή Έλενα Α1

  9. Αμέσως στο μυαλό του ήρθε ο Μίλτος. Λες να ηταν ο Μίλτος, ο άτυχος άστεγος που βρήκαν στο παγκάκι, αναρωτήθηκε.Συνέχεια στο μυαλό του ερχόταν η χθεσινή συνομιλία τους, για το πώς ήταν η ζωή τους και πώς κατέληξε να είναι τώρα. Μπήκε λοιπόν, στο σπίτι σκεπτόμενος όλα αυτά, πήγε να αφήσει την κάρτα στον πάγκο της κουζίνας, αλλά έμεινε να κοιτάει την κάρτα στα χέρια του. Σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν ο Μίλτος που η γυναίκα που είχε αγαπήσει του είχε στείλει την κάρτα αυτή ενώ εκείνος τίποτα. Η γυναίκα που κάποτε αγάπησε και ταξίδευε μαζί της, ζώντας τον έρωτα και την αγάπη στα στήθια του ξαφνικά χάθηκε σε μια στιγμή, σε μια άτυχη στιγμή. Τότε, έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε για ώρες μέχρι που σταμάτησε για να κοιτάξει ξανά την κάρτα στα χέρια του. Ήθελε απεγνωσμένα να διαβάσει τις ακαταλαβιστικες λέξεις που ήταν γραμμένες μήπως και έγραφαν κάποιο μήνυμα, οτιδήποτε θα μπορούσε να τον βοηθήσει να καταλάβει αν ήταν καλά ο Μίλτος ενδεχομένως. Προσπάθησε αρκετές φορές. Δεν σταμάτησε να προσπαθεί μέχρι να ξημερώσει. Καθώς ετοιμαζοταν να φύγει για τη δουλειά που είχε βρει, έβαλε την κάρτα στην τσάντα του και ξεκίνησε να πάει. Πέρασε από όλα τα παγκάκια και κοιτούσε να δει μήπως έβρισκε κάπου τον Μίλτο αλλά τίποτα. Μέχρι που σταμάτησε σε ένα, έκατσε και έβγαλε την κάρτα από την τσέπη του. Παρατήρησε την καρδιά που ήταν ζωγραφισμένη. Αναρωτήθηκε πόσο όμορφο είναι να τη ζωγραφίζει ένα παιδί. Σκέφτηκε πόσο σημαντική είναι η οικογένεια στη ζωή ενός ανθρώπου,πως έκανε μεγάλο λάθος να αφήσει την γυναίκα που αγαπούσε να φύγει και ας ήταν ήδη αργά. Τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση. Να προσπαθήσει να βρει μια γυναίκα που θα αγαπήσει ώστε να φταίξει τη δική του οικογένεια, κάτι που του φαινόταν αρκετά δύσκολο, αλλά άξιζε να προσπαθήσει έστω και ας ήταν ήδη σε κάπως μεγάλη ηλικία. Αυτό του έδωσε ώθηση να προχωρήσει. Έφτασε στη δουλειά του, καθυστερημένα φυσικά αλλά χαρούμενος. Το χαμόγελο του έφτανε μέχρι τα αυτιά ,χωρίς να ξέρει τι έλεγε η κάρτα αλλα μόνο από την καρδιά που ήταν ζωγραφισμένη. Άφησε την κάρτα στο γραφείο του και ξεκίνησε να δουλεύει ώσπου ένα υπάλληλος πήγε στο γραφείο του και του ζήτησε αν μπορεί να κοιτάξει λίγο καλύτερα την κάρτα. Ο Νότης τότε σκέφτηκε μήπως θα μπορούσε να διαβάσει και τις λέξεις που ήταν γραμμένες και έτσι τον ρώτησε μήπως μπορούσε να το κάνει. Ο υπάλληλος με χαρά του είπε πως μπορεί, έτσι κι έγινε. Μην σταματήσεις να ελπίζεις, να αγαπάς και να ονειρεύεσαι,όλα μπορείς να τα καταφέρεις με λίγη θέληση, αυτό έγραφε η κάρτα. Στο μάγουλο του Νότη, κύλησε ένα δάκρυ. Το σκούπισε γρήγορα ώστε να μην φανεί,άρπαξε την καρτα από τα χέρια του υπαλλήλου και έφυγε τρέχοντας από την δουλειά.Πήγε σε ένα παγκακι και έβαλε την κάρτα στα χέρια του. Την κοιτουσε για ώρες μέχρι που νύχτωσε και τότε μια γυναίκα ήρθε και έκατσε στο παγκάκι δίπλα του. Εκείνος γύρισε να την κοιτάξει και θαμπωθηκε από την ομορφιά της. Ένιωσε να γεννιέται ξανά μέσα του η έλξη προς το γυναικείο φύλο,κάτι που είχε να νιώσει παρά πολύ καιρό. Η κοπέλα γύρισε να τον κοιτάξει αλλά έμεινε να χαζεύει την κάρτα στα χέρια του. Μετά από λίγο, ρώτησε τον Νότη αν ήταν δικιά του η κάρτα ή αν του την είχαν δώσει και εκείνος της απάντησε ότι ο άνθρωπος που του την έδωσε ήταν ένας φίλος που τυχαία έκανε, αλλά δεν ξέρει, αν είναι καλά αυτή τη στιγμή. Εκείνη προσπάθησε να τον ενθαρρύνει και τα κατάφερε εν τέλη, έτσι που εκείνος της πρότεινε να της κάνει το τραπέζι για τα καλά λογια που του είπε. Εκείνη συμφώνησε και ο Νότης ζητησε να μάθει το όνομα της. Με λένε Αγάπη,του αποκρίθηκε εκείνη. Τι ωραίο όνομα,σχολίασε ο Νότης,κοιτάζοντας της στα μάτια. Αφού πήγαν στο σπίτι και μαγείρεψε για τη κοπέλα,εκείνος της μίλησε για τα συναισθήματα που είχε αναπτύξει προς το μέρος της τα οποία ούτε εκείνος δεν πίστευε ότι είχε. Η κοπέλα ανταπέδωσε τα συναισθήματα αυτά και ο Νότης της είπε ότι θα προσπαθήσει να την κάνει ευτυχισμένη και δεν θα την απογοητεύσει. Η Αγάπη, ακούγοντας αυτα τα όμορφα λόγια έσκυψε και τον φίλησε τρυφερά. Ο Νότης ένιωσε την απόλυτη ευτυχία μέσα του. Η καρδιά του άρχισε να φτερουγίζει ενώ κρατούσε την Αγάπη στην αγκαλιά του. Όταν αποτραβήχτηκε, η μόνη λέξη που της είπε ήταν ευχαριστώ. Ήταν η μόνη λέξη που του ήρθε στο μυαλό μετά από όσα είχαν συμβεί εκείνη τη μέρα. Για τους επόμενους μήνες, όλα κυλούσαν ήρεμα και ωραία μέχρι που ένα βράδυ στο λιμάνι του Ρίου, όπου είχαν ταξιδέψει, ο Νότης έκανε πρόταση γάμου στην Αγάπη. Εκείνη σάστισε στην όψη του μονόπετρου,δεν πίστευε στα μάτια της. Τότε όλη γύρισαν και τους κοίταξαν. Η Αγάπη τελικά, του είπε το μεγάλο ναι και έπεσε στην αγκαλιά του. Έτσι, ο κόσμος χειροκρότησε γύρω τους και ο Νότης έχοντας στα χέρια την μελλοντική γυναίκα του, ξεκίνησε να την κάνει σβούρες από τη χαρά του. Μετά από 5 μηνες, την παντρευτηκε και έκαναν 2 παιδιά. Τα παιδιά του βρήκαν την κάρτα που είχε φυλάξει σε ένα συρτάρι και ζωγράφισαν μέσα στην καρδιά που ήδη υπήρχε δύο παιδιά και δύο γονείς, την οικογένεια τους δηλαδή. Έδωσαν στον πατέρα τους την κάρτα και ο Νότης συγκινημένος,φίλησε τα παιδιά του και την γυναίκα του. Έτσι, ο Νότης έφταιξε την δική του οικογένεια και έμαθε να ελπίζει και να ονειρεύεται με τον δικό του τρόπο.

  10. Ο Νότης κρατάει την κάρτα στα χέρια του. Η εικόνα του λιμανιού του Ρίο τον μεταφέρει πίσω σε εκείνες τις στιγμές, στα ταξίδια του, στις δικές του εμπειρίες. Κοιτάει την κάρτα, παρατηρώντας κάθε λεπτομέρεια, σκέφτεται τον Μίλτο και μετά σκέφτεται τον άστεγο που βρέθηκε στη γειτονιά.
    Καθώς περνάνε οι σκέψεις από το μυαλό του, ένας ενοχλητικός φόβος τον πιάνει. Τι έγινε με τον άνθρωπο που συνάντησε την προηγούμενη νύχτα; Μήπως είναι ο ίδιος ο άστεγος που βρέθηκε ξυλιασμένος στο παγκάκι; Αισθάνεται μια ανάγκη να μάθει περισσότερα.
    Αποφασίζει να κατευθυνθεί προς την πλατειούλα της Αλεξάνδρας, όπου βρέθηκε ο άστεγος. Όσο περπατάει, οι σκέψεις του είναι γεμάτες από ερωτήματα και ανησυχίες. Μήπως ο άνθρωπος αυτός έχει ανάγκη βοήθειας; Και αν ναι, τι μπορεί να κάνει εκείνος γι” αυτόν;
    Φτάνοντας στην πλατειούλα, αναζητά προσεκτικά το παγκάκι όπου βρέθηκε ο άνθρωπος. Τελικά τον εντοπίζει, ακινητοποιημένο και σιωπηλό. Πλησιάζει αργά, μια ανάμικτη αίσθηση αγωνίας και συμπόνιας τον κατακτά.
    «Κύριε,» φωνάζει απαλά ο Νότης, πλησιάζοντας τον άστεγο. «Είστε καλά; Χρειάζεστε βοήθεια;»
    Ο άστεγος σηκώνει αργά το κεφάλι του και κοιτάει τον Νότη με μια αδιαφορία που σπάνια συναντάς. «Όχι, ευχαριστώ. Απλά κουράστηκα λίγο. Θα πρέπει να πηγαίνω.» Και με αυτά τα λόγια, σηκώνεται και αρχίζει να απομακρύνεται.
    Ο Νότης μένει εκεί, με τον αέρα να τον χτυπά στο πρόσωπο. Καθώς παρακολουθεί τον άστεγο να φεύγει, αισθάνεται μια παράξενη ανακούφιση, αλλά και μια αίσθηση απογοήτευσης. Μήπως θα έπρεπε να κάνει περισσότερα; Μήπως θα έπρεπε να τον βοηθήσει περισσότερο; Και όμως, κάτι τον σταματά από το να πράξει περισσότερα.
    Καθώς περιμένει εκεί μόνος του στην πλατειούλα, ο Νότης νιώθει μια αίσθηση ευγνωμοσύνης για το γεγονός ότι βρέθηκε στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή, για να συναντήσει αυτόν τον άνθρωπο. Και αν και δεν μπορεί να καταλάβει ακριβώς τι έπρεπε να κάνει, αισθάνεται ότι ένα μέρος του προσπάθησε τουλάχιστον να βοηθήσει, έστω και με τον τρόπο του.
    Ο Νότης μένει εκεί για λίγο ακόμα, παρατηρώντας τον άστεγο να φεύγει μακριά. Η αίσθηση ανησυχίας παραμένει ζωντανή μέσα του, καθώς αναρωτιέται αν θα είναι καλά μόνος του. Ίσως έπρεπε να τον ακολουθήσει, να βεβαιωθεί ότι θα βρει κάποιο κατάλληλο μέρος για να κοιμηθεί ασφαλώς.
    Αποφασίζει, λοιπόν, να τον προσεγγίσει ξανά. Ξεκινά να τον ακολουθεί προς την κατεύθυνση που πήγαινε ο άστεγος, προσπαθώντας να μην τον ενοχλήσει, αλλά να είναι εκεί σε περίπτωση που χρειαστεί κάποια βοήθεια.
    Ο άστεγος συνεχίζει να περπατάει στο σκοτάδι, αποφεύγοντας τον κόσμο και τις ματιές. Ο Νότης τον ακολουθεί με προσοχή, παραμένοντας σε απόσταση που να μην τον ενοχλεί, αλλά να μπορεί να τον δει αν χρειαστεί.
    Ο άστεγος φτάνει σε μια γωνιά του δρόμου, όπου βρίσκεται ένα παλιό παγκάκι από πέτρα και ξύλο. Χωρίς να κοιτάξει πίσω του, κάθεται σιωπηλά εκεί και στηρίζει το κεφάλι του στα χέρια του.
    Ο Νότης παραμένει σε απόσταση για λίγο, παρακολουθώντας τον άστεγο. Βλέπει την εξουθενωμένη φιγούρα του και αισθάνεται μια βαθιά συμπόνια γι” αυτόν. Μέσα του, ξανασκέφτεται αν υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει γι” αυτόν τον άνθρωπο, πέρα από το να τον αφήσει μόνο του στο σκοτάδι.
    Τελικά, αποφασίζει να πλησιάσει ξανά. Βήματα αργά, αλλά αποφασιστικά. «Κύριε,» λέει απαλά, καθώς φτάνει δίπλα του, «μπορεί να έχετε ανάγκη από κάτι ζεστό να φάτε ή ένα μέρος για να κοιμηθείτε για τη νύχτα; Μπορώ να σας βοηθήσω.»
    Ο άστεγος γυρίζει το κεφάλι του και κοιτάει τον Νότη με έκπληξη και απορία στα μάτια του. Μετά από λίγο δισταγμό, όμως, χαμογελάει αδύναμα και απαντά: «Ναι, μια ζεστή σούπα θα ήταν υπέροχη. Ευχαριστώ.»

    Ο Νότης χαμογελάει απαλά καθώς βλέπει το χαμόγελο να φαίνεται στο πρόσωπο του άστεγου. Χωρίς να χάνει καιρό, σπεύδει να του φέρει μια ζεστή σούπα από ένα γειτονικό μαγαζί που γνωρίζει ότι προσφέρει τροφή σε άστεγους.
    Επιστρέφοντας με τη σούπα, του την προσφέρει με ένα χαμόγελο. «Δοκιμάστε αυτή τη σούπα, είναι ζεστή και θα σας βοηθήσει να ζεσταθείτε,» του λέει με ειλικρίνεια. «Αν θέλετε, μπορώ να σας βοηθήσω να βρείτε ένα ασφαλές μέρος για να κοιμηθείτε απόψε.»
    Ο άστεγος δέχεται τη σούπα με ευγνωμοσύνη και αρχίζει να τρώει, αισθανόμενος τη θερμότητα να τον αγκαλιάζει. «Ευχαριστώ πολύ,» λέει μετά από λίγο, κοιτώντας τον Νότη με εκτίμηση. «Θα εκτιμούσα πραγματικά τη βοήθειά σας με ένα ασφαλές μέρος για να κοιμηθώ.»
    Ο Νότης χαμογελάει και καταλαβαίνει τη σημασία ενός καλού ύπνου για κάποιον που ζει στους δρόμους. «Φυσικά,» απαντά με ειλικρίνεια. «Θα σας βρω ένα μέρος να κοιμηθείτε. Ακολουθήστε με.»
    Ο άστεγος ακολουθεί τον Νότη με ευγνωμοσύνη καθώς τον οδηγεί σε ένα κοντινό ξενοδοχείο που ο Νότης γνωρίζει ότι προσφέρει φιλόξενα καταλύματα για άστεγους κατά καιρούς. Μετά από λίγο, ο άστεγος βρίσκεται σε ένα άνετο δωμάτιο, έχοντας την ευκαιρία να ξεκουραστεί για πρώτη φορά σε πολύ καιρό.
    Ο Νότης αφήνει τον άστεγο με ασφάλεια στο δωμάτιό του και φεύγει με την ικανοποίηση ότι έκανε κάτι καλό για κάποιον που το χρειαζόταν. Επιστρέφει στο σπίτι του με έναν αίσθημα ικανοποίησης και ευτυχίας, γνωρίζοντας ότι ένας άνθρωπος έχει τώρα ένα θερμό και ασφαλές μέρος για να κοιμηθεί.

  11. Κριτή Παρασκευή
    Το κεφάλι του άρχιζε να βουίζει. Ανακαλούσε κομμάτι κομμάτι εκείνο το δείπνο με τον Μίλτο. Η ζωγραφισμένη καρδιά πάνω στην κάρτα έμοιαζε να ζωντανεύει. Ήταν σαν να το βλέπει μπροστά του. Ένα μικρό παιδί να ζωγραφίζει, να στέλνει ένα γράμμα στον πατέρα του με τόση ανυπομονησία. Ένιωθε τον πόνο του παιδιού που δεν έλαβε ποτέ απάντηση. Που δεν θα γνώριζε ποτέ τον πατέρα του. Και μετά άρχισε να σκέφτεται την ζωή του. Ο κρύος αέρας που τον ανατρίχιαζε του διέκοψε τις σκέψεις. Αποφάσισε να μπει στο σπίτι, ίσως μετά από λίγη ξεκούραση να μπορούσε να σκεφτεί πιο καθαρά. Εκείνο το βράδυ όμως δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν πόσο του άρεσαν τα ταξίδια. Πόσο θα ήθελε πλέον μία δική του οικογένεια. Αυτό που αποφάσισε να κάνει θα του άλλαζε την ζωή. Ο Νότης έμαθε πως πράγματι, ο Μίλτος ήταν αυτός που πάγωσε στο παγκάκι. Παραιτήθηκε από την δουλειά του την επόμενη εβδομάδα. Πήγε και έπιασε δουλειά στα καράβια με έναν μόνο σκοπό-να βρει την μητέρα του παιδιού του Μίλτου. Το πρώτο του ταξίδι στην Βραζιλία ήταν δύο μήνες αργότερα, δύο βασανιστικοί μήνες κατά τη διάρκεια των οποίων ο Νότης σχεδίαζε με λεπτομέρεια την κάθε του κίνηση. Είχε ήδη μάθει πως να φτάσει στη διεύθυνση της κάρτας αλλά και το τί έλεγε αυτό το καρτ ποστάλ. Ένας συνάδελφός του, μεγάλος σε ηλικία και μισός Βραζιλιάνος του είχε υποσχεθεί να τον οδηγήσει στο σπίτι που έψαχνε και του είχε μεταφράσει την κάρτα. Η κάρτα ήταν γραμμένη απο εκείνη την γυναίκα που είχε γνωρίσει ο Μίλτος και εκεί επιβεβαιωνόταν πως λίγα χρόνια πριν είχε γεννηθεί ο γιός τους. Είχε μάθει να μιλάει αλλά όχι να γράφει και ζήτησε στην μητέρα του να επικοινωνήσει με τον πατέρα του. Ο Νότης ήταν έτοιμος να κλάψει. Είχε συνέχεια στο μυαλό του αυτό το παιδί και ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Όταν το καράβι έφτασε στη Βραζιλία, ο Νότης πήγε κατευθείαν στο σπίτι της γυναίκας. Την πόρτα άνοιξε ένα μικρό αγόρι. Τα μάτια του έλαμψαν και κάτι του είπε που ο Νότης δεν κατάλαβε. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, όταν τον είδε η γυναίκα έβαλε τις φωνές στον μικρό. Βγήκε έξω κοπανώντας την πόρτα για να μιλήσει με τον Νότη. Μίλαγε ελληνικά!
    “Είμαι σίγουρη πως σε έστειλε αυτός. «Δεν μπορούσε να σύρει τα μούτρα του εδώ να γνωρίσει το παιδί του; Μπορούσε τουλάχιστον να στείλει ένα γράμμα.” Η γυναίκα ήταν φανερά θυμωμένη και σάστισε από την απάντηση του Νότη. “Συλλυπητήρια”. Κάθισαν έξω για αρκετή ώρα όσο ο Νότης της εξηγούσε όσα είχαν γίνει. Εκείνη του είπε πως νόμιζε πως ο Μίλτος θα μετέφραζε το γράμμα. Όταν της πρότεινε αυτό που είχε σκεφτεί τόσο καλά τους προηγούμενους δυο μήνες εκείνη άρχισε να κλαίει. “Είσαι σίγουρος;” του είπε διστακτικά, “Αν συμφωνήσεις τώρα δεν υπάρχει γυρισμός. Αν παρουσιάσουμε στο παιδί εσένα για πατέρα του θα αλλάξει όλη σου η ζωή. Θα μένεις εδώ, το παιδί θα σε αγαπήσει, δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να το πάρεις πίσω.”. Ο Νότης συγκινημένος της απάντησε “Το έχω σκεφτεί τόσο καλά. Προτιμώ το παιδί να πιστέψει ότι είμαστε οι χωρισμένοι γονείς του παρά να ζήσει αυτόν τον πόνο. Αν συμφωνήσεις θα του το πούμε τώρα κιόλας.”.
    Οι δυο τους μπήκαν στο σπίτι. Η γυναίκα μίλησε στο παιδί το οποίο έτρεξε να αγκαλιάσει τον “πατέρα” του. Η ζωές όλων άλλαξαν. Ο Νότης βρήκε τον σκοπό στη ζωή του και έπιασε δουλειά στο μαγαζί ενός θείου του παιδιού. Το παιδί δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια. Μεγάλωσε με μία οικογένεια γύρω του και πήρε ίσως και παραπάνω αγάπη από όση θα μπορούσε να φανταστεί. Πέτυχε στη ζωή του και είχε στήριξη. Του έμεινε όμως μία απορία. Ποιος είναι ο κύριος στην κορνίζα που τοποθετούνταν κάθε Σάββατο στο οικογενειακό τραπέζι.

Σχολιάστε

Top