«Το τραγούδι του Αχιλλέα «

Το τραγούδι του Αχιλλέα είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε από την Madeline Miller, μια συγγραφέα από την Αμερική, η οποία όμως έχει έναν μεγάλο θαυμασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική μυθολογία αλλά και για την αρχαία ελληνική γλώσσα. Έτσι αποφάσισε μετά από πολλά χρόνια σπουδών της ελληνικής φιλολογίας, να γράψει το βιβλίο αυτό έχοντας ως κύριες  πηγές την Ιλιάδα, την φαντασία και κάποια άλλα στοιχεία της μυθολογίας . Συγκεκριμένα το βιβλίο αυτό αναφέρεται στην ζωή του Πατρόκλου από τότε που ήταν ένα μικρό παιδί μέχρι και μετά τον θάνατο του. Συγχρόνως  συμπεριλαμβάνονται και κάποια στοιχεία για την ζωή του Αχιλλέα και κυρίως στοιχεία από τον Τρωικό πόλεμο, ο οποίος όμως παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια του Πατρόκλου.

Το βιβλίο ξεκινάει αρχικά με την  παρουσίαση του πατέρα του Πατρόκλου, ο οποίος φιλοξένησε τους αγώνες εκείνης της εποχής και συμμετείχαν πολλά νεαρά αγόρια στα διάφορα αθλήματα στα οποία αγωνίζονταν. Εκεί ο  νεαρός Πάτροκλος γνώρισε και τον νικητή των αγώνων δρόμου ,ένα αγόρι που του έκανε εντύπωση . Ήταν ο Αχιλλέας, ωστόσο δεν τον ξαναείδε για αρκετά χρόνια. Λίγα χρόνια αργότερα ο Πάτροκλος στάλθηκε εξόριστος στη Φθία, ένα μικρό νησάκι στο οποίο βασίλευε ο Πηλέας, από τον πατέρα του, αφού ο ίδιος σκότωσε κατά λάθος ένα αγόρι της ηλικίας του που προσπάθησε να του κλέψει τα ζάρια. Όταν έφτασε στη Φθία , ξανασυνάντησε εκείνο το αγόρι από τους αγώνες ,αφού ήταν  ο γιος του Πηλέα. Ο Αχιλλέας ήταν πάντα περιτριγυρισμένος από όλα τα αγόρια που είχαν σταλθεί εξόριστα στη Φθία, όλα εκτός από τον Πάτροκλο ο οποίος επέλεγε να κάθεται μόνος νιώθοντας τύψεις για το αγόρι που σκότωσε χωρίς την θέληση του.  Ωστόσο πάντα θαύμαζε τον Αχιλλέα ,αφού ,όπως ακουγόταν, θα γινόταν ένας πολύ σπουδαίος πολεμιστής. Ο Αχιλλέας όμως αποφάσισε να πλησιάσει τον Πάτροκλο, μαθαίνοντάς του λύρα. Μετά από αρκετές περιπέτειες που πέρασαν μαζί, έγιναν πολύ καλοί φίλοι, ήταν αχώριστοι ακόμη και αν η μητέρα του Αχιλλέα ,η Θεά Θέτιδα, δεν ανέκρινε την φιλία τους, αφού ο Αχιλλέας ήταν ημίθεος και η μητέρα του δεν δεχόταν να κάνει ο γιος της παρέα με έναν απλό θνητό ,αφού το μίσος που έτρεφε η ίδια για τους ανθρώπους ήταν έντονο λόγω παρελθοντικών συμβάντων.Tα δύο αγόρια μεγάλωσαν και κάποια στιγμή ο Αχιλλέας έπρεπε να πάει να συναντήσει τον Χείρωνα ,για να λάβει μια γενική παιδεία, ωστόσο ο Πάτροκλος δεν δεχόταν να τον αφήσει μόνο του και πήγε και αυτός μαζί του. Πέρασαν αρκετά χρόνια εκεί πέρα και μετά από κάποιο καιρό ο Πηλέας είπε στον Αχιλλέα να γυρίσει μαζί με τον Πάτροκλο, αφού είχε ακουστεί ότι ξεκινούσε ένας πόλεμος με τους Τρώες και έτσι προσκάλεσαν και τον Αχιλλέα  να πολεμήσει, αφού ήταν γνωστό ότι θα γινόταν ο άριστος των Αχαιών. Η Θέτιδα ωστόσο δεν δεχόταν να πολεμήσει ο γιος της και έτσι τον έστειλε στην Σκύρο ντυμένο σαν γυναίκα, όπου και παντρεύτηκε με πιέσεις της μητέρας  του την  Δηιδάμεια. Ο  Αχιλλέας , αν  και  δεν  την  αγαπούσε, απέκτησε  μαζί  της  έναν  γιο, τον  Νεοπτόλεμο. Όταν  έφτασε  ο  Πάτροκλος  στη  Σκύρο, συνάντησε  και  πάλι  τον  Αχιλλέα  και  περνούσαν  πολλές  ώρες  μαζί. Η  στενή  σχέση  τους  όμως προκάλεσε  τη  ζήλια  της  Δηιδάμειας, που  θα  έκανε  τα  πάντα  να  μη  φύγει  ο  Αχιλλέας  από  κοντά  της.

Μια  μέρα  όμως  που  οι  δύο  νέοι  κάθονταν  στην  ακρογιαλιά, είδαν  να  έρχεται  προς  το  μέρος  τους  ένα  πλοίο. Πολλοί πολεμιστές  πήγαιναν  στην  Τροία , να  πολεμήσουν, ανάμεσα  σ” αυτούς  και  ο  Οδυσσέας, ο  οποίος  αναγνώρισε  τον  Αχιλλέα  και  τελικά  τον  έπεισε  να    συμμετάσχει  στον  Τρωικό  πόλεμο. Ο  Πάτροκλος  τους  ακολούθησε, αφού  κανείς  από  τους  δύο  δεν  ήθελε  να  αποχωριστεί  τον  άλλο. Στο  πλοίο  ο  Οδυσσέας  τους  φανέρωσε  ότι  γνώριζε  για  την  ερωτική  τους  σχέση. Οι  δυο  νέοι  ντράπηκαν αλλά  ο  Οδυσσέας  τους  καθησύχασε  λέγοντας  πως  ήταν  κάτι  φυσιολογικό  για  την  ηλικία  τους. Μετά  από  πολλές  μέρες  ταξιδιού έφτασαν  στην  Τροία και  άρχισαν  να  προετοιμάζονται  για  τον  πόλεμο. Στην  αρχή  ο  Πάτροκλος  συμμετείχε  στις  μάχες  με  τον  Αχιλλέα  να  είναι  πάντα  κοντά  του, καθώς  φοβόταν  για  την  σωματική  του  ακεραιότητα. Στη  συνέχεια  όμως,  επειδή  δεν  ήταν  και  πολύ  ικανός  πολεμιστής, χρησιμοποίησε  τις  ιατρικές  γνώσεις  που  είχε  πάρει  από  τον  Χείρωνα, για  να  γιατρεύει  τους  πληγωμένους  Αχαιούς. Κάποια  στιγμή  εμφανίστηκε  σε  έναν  λόφο  μια  κοπέλα, η  Βρισηίδα, που  ο  Αγαμέμνονας  την  ήθελε  για  σκλάβα, αλλά  ο  Πάτροκλος  έπεισε  τον  Αχιλλέα  να  την  πάρει, γιατί  ο  Αγαμέμνονας  θα  την  κακομεταχειριζόταν. Ενώ  ο  πόλεμος  συνεχιζόταν  και  ο  Αχιλλέας  απουσίαζε, ο  Πάτροκλος  περνούσε  πολύ  χρόνο  με  τη  Βρισηίδα. Όταν  έμαθε  από  την  Θέτιδα  ότι  ο  φίλος  του  ήταν  γραφτό  να  πεθάνει  αμέσως  μετά  τον  θάνατο  του  Έκτορα ανησυχούσε  φοβερά  για  εκείνον. Τελικά  ο  Αγαμέμνονας  αποφάσισε  να  πάρει  την  Βρισηίδα  για  τον  εαυτό  του, γεγονός  που  προκάλεσε  την  οργή  του  Αχιλλέα, που  ένιωσε  βαθιά  προσβεβλημένος  και  αποχώρησε  από  τον  πόλεμο. Ο  Πάτροκλος   ανησυχώντας  για  την  κοπέλα  πήγε  στη  σκηνή  του  Αγαμέμνονα  και  τον  παρακάλεσε  να  μην  της  κάνει  κακό. Στο  μεταξύ  εξαιτίας  της  αποχώρησης  του  Αχιλλέα  οι  Τρώες   άρχισαν  να  νικούν  και  πολλοί  Αχαιοί  προσπάθησαν  να  πείσουν  τον  Αχιλλέα  να  επιστρέψει. Εκείνος  όμως  ήταν  ανένδοτος. Έτσι  Ο  Πάτροκλος  του  ζήτησε  να  πολεμήσει  στη  θέση  του  φορώντας  την  πανοπλία  του. Στο  πεδίο  της  μάχης  οι  επιτυχίες  του  τον  παρέσυραν  σ” ένα  ανελέητο  κυνηγητό  των  Τρώων  μέχρι  τα  τείχη  τους. Εκεί  ο  Έκτορας  κατάφερε  να  τον  σκοτώσει  με  τη  βοήθεια  του  Απόλλωνα.

Βαριά  πληγωμένος  ο  Αχιλλέας  από  τον  θάνατο  του  αγαπημένου  του, επέστρεψε  στον  πόλεμο  για  να  εκδικηθεί  και  σκότωσε  τον  Έκτορα, αν  και  γνώριζε  πως  αυτό θα  οδηγούσε  στον  δικό  του  θάνατο. Ο  Αχιλλέας  σκοτώθηκε  από  τον  Πάρη , είχε  προλάβει  όμως  να  εκφράσει  την  επιθυμία  του  να  ταφεί  με  τον  Πάτροκλο, ώστε  να  είναι  μαζί  οι  ψυχές  τους  στον  Άδη. Ο  γιος  του  Νεοπτόλεμος  δεν  επέτρεψε  την  ταφή  του  πατέρα  του  με  έναν  απλό  θνητό, γι” αυτό  η  ψυχή  του  περίμενε  για  χρόνια  δίπλα  στον  τάφο  του  Αχιλλέα.

Ωστόσο  το  τέλος  είναι  αίσιο , μια  που  η  Θέτιδα  παρά  τις  αντιρρήσεις  της  γι” αυτή  τη  σχέση  αποφάσισε  να  στείλει  την  ψυχή  του  Πάτροκλου  στον  Άδη , να  συναντήσει  την  ψυχή  του  Αχιλλέα, αφού  αναγνώρισε  τελικά  πόσο  ευτυχισμένο  έκανε  τον  γιο  της  ένας  απλός, αδύναμος  θνητός.

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης