Κείμενα με αφορμή το δημοτικό τραγούδι «Της Πάργας»

   Μια από τις σημαντικότερες ημέρες για την ιστορία της Πάργας είναι η 15η Απριλίου 1819, κατά την οποία, ενώ οι Άγγλοι ολοκλήρωναν την διαπραγμάτευση για την πώληση της Πάργας στον Αλή Πασά, οι κάτοικοι της, ανήμερα Μεγάλης Παρασκευής, εκπατρίστηκαν με την θέληση τους για την Κέρκυρα και τους Παξούς παίρνοντας μαζί τους ελάχιστα υπάρχοντα, ιερά κειμήλια και τα οστά των προγόνων τους,  ώστε να τα προστατέψουν από τους κατακτητές. Η κατάπτυστη πράξη πώλησης της Πάργας ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ενισχύοντας το φιλελληνικό κίνημα. Μετά από 111 χρόνια οι εικόνες, η τέφρα των οστών και τα ιερά κειμήλια που περισώθηκαν από τους Παργινούς επέστρεψαν στην γενέθλια γη με το Θωρηκτό Αβέρωφ.

Πάντα θα θυμάμαι την ημέρα που αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τον τόπο μας, την πανέμορφη Πάργα μας, στις 15 Απριλίου του 1819. Ήταν μία από τις πιο φοβερές μέρες που θα μπορούσε να ζήσει κάποιος, ήταν πραγματικά μια τραγωδία που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό και την ψυχή μας.

Αρχικά, θυμάμαι πως εκείνη την ημέρα έβρεχε, οπότε είχε αρκετό κρύο. Ανακαλώ στη μνήμη μου την εικόνα να κάθομαι στο δωμάτιό μου και να διαβάζω, όταν πρωτάκουσα τις φωνές και τις κραυγές πανικού των συμπολιτών μου. Δεν φαντάστηκα τι συνέβαινε, οπότε στην αρχή το αγνόησα. Όμως όταν δεν σταμάτησε το χάος που υπήρχε έξω, αποφάσισα να πάω να δω τι γίνεται. Όταν βγήκα από το δωμάτιό μου, είδα κάποιους από τους γείτονές μου να ανοίγουν την πόρτα του σπιτιού και να λένε σε εμένα και στην μητέρα μου να μαζέψουμε τα πράγματά μας, διότι μας είχαν προδώσει οι Άγγλοι.

Στο άκουσμα αυτής της είδησης, ένιωσα το αίμα μου να παγώνει, μιας και ήξερα ότι η χώρα μας δεν μας ανήκει πια, αλλά είναι στα χέρια των Τούρκων. Η μητέρα μου πιο πέρα έκλαιγε και μοιρολογούσε και είδα τα δάκρυα της καυτά να πέφτουν στο πάτωμα.

Ο χρόνος σταμάτησε και ήταν σαν να έπεσε γύρω μου σκοτάδι παντού, μα το φως της φωτιάς έξω στην πλατεία με επανέφερε στην σκληρή πραγματικότητα. «Καίνε τα κόκκαλα των νεκρών!» φώναξε ένας γείτονας, η μητέρα μου άρχισε να τρέχει σαν τρελή και να μαζεύει ό,τι μπορούσε, γιατί θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας και την Πάργα μας.

Ο πατέρας γύρισε καταρρακωμένος και πρόσταξε να βιαστούμε. Ο καθένας πήρε στα χέρια του κάτι ιερό, η μητέρα μού έδωσε να κρατήσω τις εικόνες. Βγήκαμε στον δρόμο, όπου εκεί όλοι έτρεχαν αλαφιασμένοι, θα φεύγαμε όλοι μαζί. Καθώς διασχίζαμε την όμορφο τόπο μας, οι παιδικές μου αναμνήσεις χτυπούσαν το μυαλό μου, με τη δύναμη που έπεφτε η βροχή στο πρόσωπό μου ή όπως ακούγονταν τα παπούτσια των συμπολιτών μου στο λασπωμένο λιθόστρωτο.

Η ξενιτιά άνοιγε τα χέρια της να πέσουμε μέσα της, μοιάζαμε με φιγούρες που σαλεύανε στον χρόνο, έχοντας τα μάτια καρφωμένα στην πατρίδα μας…

Νικόλαος Καράδης, Γ1

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης