
Αναμνήσεις
Ο κεντρικός δρόμος της Θεσσαλονίκης, γεμάτος αυτοκίνητα, δεν της επέτρεπε να περάσει απέναντι που τόση ώρα προσπαθούσε. Εκείνη τη στιγμή θυμόταν την περίοδο της πρώτης καραντίνας, όπου οι δρόμοι ήταν άδειοι. Κανείς δεν υπήρχε στον δρόμο. Περισσότερα ήταν τα αδέσποτα από τους ανθρώπους. Τότε έβγαινε μια φορά την εβδομάδα από το σπίτι, προσπαθώντας να το αποφύγει καθώς υπήρχε ο φόβος για την εξάπλωση του ιού.
Τώρα ο φόβος δεν υπήρχε. Όλοι ήταν έξω και τα πράγματα επέστρεφαν στην κανονικότητα. Η κοπέλα, μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφερε να περάσει απέναντι. Έκανε αυτή την κίνηση που της είχε μείνει από συνήθειο. Έβαλε το χέρι της στην τσέπη για να βρει τη μάσκα της. Δεν τη βρήκε. Μετά όμως θυμήθηκε, ότι δεν είναι απαραίτητη έξω, οπότε συνέχισε να περπατάει. Έκανε κρύο. Να μια περίπτωση που της χρειαζόταν η μάσκα. Της ζέσταινε το πρόσωπο και την βοηθούσε να μην κρυώνει. Χάθηκε στην σκέψη της. Σκεφτόταν «δεν ήταν δα και τόσο άσχημα η πρώτη καραντίνα, τουλάχιστον μπορούσα να κυκλοφορήσω μια στο τόσο που ήθελα, ενώ τώρα τα αμάξια είναι πιο επικίνδυνα από τον ιό». Ξαφνικά ένα κορνάρισμα από ένα αυτοκίνητο που παρά τρίχα δεν την πάτησε την έβγαλαν από τις σκέψεις της και συνέχισε να περπατάει.
Σήμερα είχε πάρτι. Πότε φτάσαμε σε σημείο να πηγαίνουμε σε πάρτι, σκεφτόταν, μέχρι χθες ήμασταν μέσα με το ζόρι βγαίναμε για ψώνια και τώρα πάμε και σε κέντρα διασκεδάσεως. Ήξερε ότι όλα αυτά δεν έγιναν από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά χρειάστηκαν δύο χρόνια. Όμως σαν χθες της έμοιαζε.
Όταν έφτασε, στάθηκε για λίγο κοιτάζοντας επίμονα τους ανθρώπους. Η ενδυμασία τους, η απόσταση τους-που δεν υπήρχε- και οι κινήσεις τους, την έκαναν να σκέφτεται. Αυτή ήταν ντυμένη απλά, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο απάνω της φορώντας μάσκα. Η φίλη της δεν μπορούσε να έρθει οπότε ήταν μόνη της. Ένιωθε πολύ παράξενα και άβολα. Δεν ήταν μια κατάσταση που ήταν συνηθισμένη αλλά κάτι αλλόκοτο για εκείνη. Κάθισε εκεί πέρα αποστασιοποιημένη από όλους ενώ, η μουσική έφθανε στα αυτιά της σαν κάτι καινούριο, κάτι πρωτάκουστο ενώ κάτι της θύμιζαν τα τραγούδια, κάπου τα είχε ξανακούσει. Η σκέψη της, ήταν στο τότε, στην πρώτη καραντίνα, ενώ το πάρτι γύρω της συνεχιζόταν.
Κουράστηκε. Αποφάσισε να φύγει και να πάει σπίτι της. Δεν ένιωθε πολύ ωραία. Πριν τον κορωνοϊό πήγαινε συνέχεια σε πάρτι, αλλά τώρα της φαινόταν κάτι παράξενο και πρωτόγνωρο. Δεν μπορούσε να ‘‘ενταχθεί’’ με τους υπόλοιπους και να συμβαδίσει με την νέα κανονικότητα.
Έφυγε. Περπατούσε με γρήγορο βήμα φτάνοντας στο σπίτι της. Αποφάσισε να γράψει σε ένα τετράδιο όλες τις αναμνήσεις του τότε και του σήμερα. Ήθελε να βοηθήσει τον εαυτό της να προχωρήσει μπροστά.
Έκατσε έγραφε για αρκετές ώρες με τις αναμνήσεις της να της κρατάνε συντροφιά.
Είχε πολλές αναμνήσεις από εκείνη την εποχή. Κάποιες ήταν καλές, και κάποιες άσχημες. Ο εγκλεισμός, συνέβαλε στην κατάθλιψη της, αφού δεν πήγαινε πουθενά. Μέχρι και η δουλειά της, που τώρα μισούσε, τότε της έλειπε. Ήταν πολύ στενάχωρο το γεγονός ότι δεν μπορούσε να πάει κάπου, να αλλάξει παραστάσεις και να δει ανθρώπους της ηλικίας της. Ήταν όλη μέρα στο σπίτι, απέφευγε να βγει, όχι μόνο από το φόβο της αλλά και από το γεγονός ότι όλα αυτά ήταν πλέον ένα συνήθειο.
Σκεφτόταν τι έκανε σήμερα. Μετάνιωσε που έφυγε από το πάρτι. Δεν έπρεπε να φύγει. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τον φόβο που της είχε δημιουργήσει ο κορωνοϊός, η συναναστροφή της με άλλους ανθρώπους. Αλλά ήξερε ότι, ότι δεν την σκότωσε εξωτερικά, την σκότωσε εσωτερικά, αφήνοντας πολλούς αντίκτυπους στη ζωή της.