Δεύτερο Βραβείο στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό

Page1

 

Σκίτσο του μαθητή Μπατιρίδη Ηλία (Β1)

 

 

Πριν από μερικές μέρες πήραμε μεγάλη χαρά στο σχολείο μας! Η συμμαθήτριά μας Ιώ Μπίτζι, από το Β1, πήρε το δεύτερο βραβείο Διηγήματος στον 3ο  Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διοργάνωσε το Πειραματικό Γυμνάσιο του Πανεπιστημίου Πατρών. Το διήγημά της με τίτλο «Για έναν καλύτερο κόσμο», μαζί με τα υπόλοιπα έργα παιδιών που διακρίθηκαν, θα παρουσιαστεί σε ειδική εκδήλωση που θα οργανώσει το Πειραματικό Γυμνάσιο Πατρών, και θα δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικό έντυπο (e book). Εμείς δημοσιεύουμε το κείμενο της Ιούς και μια μικρή κουβέντα που κάναμε μαζί της μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.

 

Για έναν καλύτερο κόσμο

Ιώ Μπίτζι  (Β1)                                                  

  Κεφάλαιο 1ο        Κλεομένης

Ο κύριος Λεύκιος, κρατώντας παραμάσχαλα τον χαρτοφύλακά του, κατευθυνόταν με βήμα αργό προς την έξοδο του μεγαλοπρεπούς μεγάρου στο οποίο στεγαζόταν η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Ατία. Ήταν ένας σκύλος εντυπωσιακός από πολλές απόψεις. Ψηλός και γεροδεμένος, με πυκνό χιονόλευκο τρίχωμα και φουντωτή μακριά ουρά. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν απόλυτα αρμονικά. Τα μάτια του είχαν ένα καθάριο γκρίζο χρώμα και η λευκή μακριά μουσούδα του σε συνδυασμό με την κατάμαυρη μύτη του ενίσχυαν το επιβλητικό του παράστημα. Βγαίνοντας μπήκε στο αυτοκίνητο που τον περίμενε σταθμευμένο ακριβώς έξω από το Κοινοβούλιο και έδωσε οδηγίες στον σοφέρ για τη διαδρομή που θα ακολουθούσε. Αναλογιζόταν ευχαριστημένος τη συνάντηση στην οποία μόλις είχε παρευρεθεί, με σκοπό την επίλυση κάποιων πρόσφατων προβλημάτων που είχαν προκύψει με τους Δάλμα, όταν τις σκέψεις του διέκοψε ένα δυνατό κουδούνισμα. Έβγαλε ενοχλημένος από τον χαρτοφύλακά του το τηλέφωνό του. «Ναι» γρύλισε. «Κύριε Λεύκιε, συγγνώμη που σας ενοχλώ», άκουσε μία φοβισμένη φωνή να του λέει, «αλλά η κυρία έχει μεταφερθεί στην κλινική». «Ήρθε η ώρα;» ρώτησε ανήσυχος. «Ναι» του αποκρίθηκε δισταχτικά η φωνή. Έκλεισε το τηλέφωνο αναστατωμένος και χαρούμενος συγχρόνως. «Πήγαινέ με στην κλινική» γάβγισε στον οδηγό. Δέκα λεπτά αργότερα το μαύρο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στην πιο φημισμένη κλινική της πρωτεύουσας. Ο κύριος Λεύκιος βγήκε από μέσα σε φαινομενικά ήρεμη κατάσταση και προχώρησε προς την είσοδο του ιδρύματος. Τρεις μέρες αργότερα έβγαινε από την ίδια αυτή πόρτα έχοντας στο πλάι του τη σύζυγό του, μία πανέμορφη, υπεροπτική σκυλίτσα με μεγάλα σκουροπράσινα μάτια και κατάλευκο ολόισιο τρίχωμα, η οποία κρατούσε τρυφερά στα χέρια της τον νεογέννητο γιο τους. Ο μικρός Κλεομένης Λεύκιος ήρθε στον κόσμο μια αναπάντεχα ζεστή μέρα του Γενάρη, που ο ήλιος είχε προβάλλει φωτεινός μες στην παγωμένη καρδιά του χειμώνα. Ήταν ένα κουταβάκι στρουμπουλό που θύμιζε χιονόμπαλα με το ολόλευκο τρίχωμά του, τα γκριζοπράσινα μάτια και τη φουντωτή του ουρίτσα. Η γέννηση αυτού του μικρού σκύλου έγινε ευρύτατα γνωστή σε όλη τη χώρα και γιορτάστηκε πανηγυρικά. Ήταν ο μοναδικός γιος του Κυβερνήτη της Ατία.

Κεφάλαιο 2ο     Περσεφόνη   

Λίγες ημέρες νωρίτερα ένα ακόμα σκυλάκι είχε γεννηθεί, θηλυκό αυτή τη φορά, χωρίς η άφιξή του σε αυτόν τον κόσμο να γίνει αντιληπτή παρά μόνο από ορισμένα άτομα: τους γονείς και τον παππού της. Η Περσεφόνη Μελανίου είχε πρωτοαντικρίσει το φως  σε ένα στενάχωρο δωμάτιο ενός άθλιου νοσοκομείου. Ήταν ένα πλάσμα γλυκύτατο, με όμορφη, στιλπνή, κατάμαυρη γούνα, ροζ πατουσάκια και φωτεινά, βελουδένια, χρυσαφιά μάτια. Ήταν ένα ήσυχο μωρό, που δεν παίδευε τους γονείς του και όσο μεγάλωνε φανέρωνε πως ήταν έξυπνη και δυναμική. Ο κύριος Μελάνιος, ο πατέρας της, ήταν ένας ψηλός, σφιχτόκορμος σκύλος με φουντωτό κορακάτο τρίχωμα και γαλανά μάτια. Η γυναίκα του η κυρία Ανδρομάχη Μελανίου ήταν μία όμορφη σκυλίτσα, μικροκαμωμένη και λυγερή με απαλή εβένινη γούνα και υπέροχα, γεμάτα ζεστασιά κεχριμπαρένια μάτια. Η οικογένεια Μελανίου κατοικούσε σε ένα σπιτάκι στην πιο απόμερη άκρη ενός τεράστιου κήπου, στο κέντρο του οποίου δέσποζε ένα επιβλητικό μέγαρο.

Κεφάλαιο 3ο     Η γνωριμία

Καθώς ο χρόνος κυλούσε, τα δύο σκυλάκια μεγάλωναν. Μια ζεστή μέρα του Μάρτη ο Κλεομένης βρισκόταν στο σπίτι του και έπαιζε στο δωμάτιό του υπό την επίβλεψη της κουβερνάντας του, μιας ηλικιωμένης κυρίας με μυωπία και ασθενική όσφρηση. Έπειτα από λίγη ώρα βαρέθηκε να παίζει μόνος του και βλέποντας πως η νταντά του συνέχισε να κοιμάται, πήρε το λαστιχένιο του κόκαλο, κατέβηκε τις σκάλες της έπαυλης, άνοιξε την εξώπορτα και πήδησε έξω. Η ημέρα ήταν μαγευτική. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και ασυννέφιαστος. Ένα δροσερό, απαλό αεράκι φυσούσε, εμποτισμένο με το άρωμα των αμέτρητων πανέμορφων λουλουδιών που λικνίζονταν ολάνθιστα κάτω από τις παιχνιδιάρικες αχτίδες του λαμπερού ήλιου. Τριγύρω ακούγονταν τιτιβίσματα πουλιών, ενώ πάνω από τα άνθη περιφέρονταν πολύχρωμες πεταλούδες. Ο μικρός Κλεομένης κατρακυλούσε χαρούμενα ανάμεσα στον καταπράσινο μανδύα που κάλυπτε προστατευτικά τη γη και στα φροντισμένα παρτέρια. Άξαφνα μια γαλάζια πεταλουδίτσα, μικροσκοπική και όμορφη στάθηκε για μια στιγμή στη χαριτωμένη, φουντωτή ουρά του σκυλάκου παίρνοντάς την για λουλούδι, αλλά μόλις αυτός την κούνησε ενθουσιασμένος, απομακρύνθηκε απογοητευμένη. Ο Κλεομένης τη φερμάρισε και καθώς εκείνη πετούσε μακριά του, την ακολούθησε γαβγίζοντας ζωηρά. Κυνηγώντας τη γοητευτική πεταλούδα, βρέθηκε στην πίσω μεριά του κήπου. Εκεί υπήρχαν λίγα μόνο λουλούδια, κρίνα κατάλευκα·  πάνω στα αγνά πέταλά τους οι δροσοσταλίδες λαμποκοπούσαν στο φως του ήλιου σαν διαμαντάκια. Δίπλα στα κρίνα ήταν σπαρμένες πύρινες τουλίπες. Όλος ο υπόλοιπος κήπος καταλαμβανόταν από γιγάντια δέντρα, ενώ σε μία άκρη φαινόταν ένα σπιτάκι. Ο μικρός προχώρησε παραξενεμένος. Η ηλικιωμένη γυναίκα που τον πρόσεχε δεν του επέτρεπε ποτέ να έρθει στην πίσω πλευρά του κτήματος. Καθώς περιδιάβαινε ανάμεσα στα δέντρα, διέκρινε μέσα στα μυρωδάτα κρίνα μία μικρή ολόμαυρη, χνουδωτή μπαλίτσα. Πλησίασε απορημένος. «Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε. Όσο ζύγωνε άρχισε να ξεχωρίζει μερικές λεπτομέρειες. Η μαύρη μπάλα είχε και ουρά! «Μήπως είναι σκύλος;» σκέφτηκε. «Θα της μιλήσω» αποφάσισε. «Γεια σου» είπε δυνατά. Η μαύρη μπάλα στράφηκε προς το μέρος του και τότε ο Κλεομένης αντίκρισε δυο μάτια φωτεινά και μελιά να τον κοιτάζουν. «Γεια σου κι εσένα» άκουσε μια απαλή φωνή να τον αντιχαιρετά. «Πώς σε λένε;» τον ρώτησε η μαύρη σκυλίτσα. «Κλεομένη Λεύκιο. Εσένα;» «Περσεφόνη Μελανίου» του είπε εκείνη. «Κοίτα», αναφώνησε ο Κλεομένης, «είναι η πεταλούδα που κυνηγούσα». Η μενεξεδένια πεταλουδίτσα χόρευε μπροστά στα δύο σκυλάκια ανοιγοκλείνοντας προκλητικά τα αραχνοΰφαντα φτερά της. «Την πιάνουμε;» πρότεινε ο Κλεομένης κι εκείνη συμφώνησε. Αμέσως πήραν στο κατόπι την πεταλούδα κουνώντας παιχνιδιάρικα τις ουρές τους και γαβγίζοντας ζωηρά. Όταν έχασαν από τα μάτια τους την πεταλούδα, συνέχισαν να κυνηγιούνται μεταξύ τους. Κάποια στιγμή ο Κλεομένης πρόσεξε, καθώς έτρεχε, το λαστιχένιο του κόκαλο και το άρπαξε με τα δόντια του. Η Περσεφόνη βλέποντάς το τον πλησίασε με περιέργεια. «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε. «Αυτό είναι το λαστιχένιο κόκαλο που μου χάρισε ο μπαμπάς μου». «Εμένα ο δικός μου μπαμπάς, μου χάρισε μια χάρτινη μπαλίτσα. Πάω να τη φέρω» δήλωσε η Περσεφόνη κι έτρεξε προς το σπιτάκι.

Συζήτηση με την Ιώ

Συνέντευξη από τις: Σίντια Σεμούνι και Μαρίνα Νότο (Γ2)

-        Καλημέρα Ιώ και συγχαρητήρια για τη βράβευσή σου. Πώς σου φάνηκε που διακρίθηκες στον διαγωνισμό;

-        Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Θεωρούσα ότι το διήγημά μου είχε ατέλειες και δεν πίστευα ότι θα πάρω τη δεύτερη θέση…

-        Ποιο ήταν το θέμα του διαγωνισμού;

-        Το θέμα του διαγωνισμού ήταν εμπνευσμένο από δυο στίχους της ποιητικής σύνθεσης «Μαρία Νεφέλη» (1978) του Οδυσσέα Ελύτη: «Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από τη Γη, ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της». Παρέπεμπε στο όνειρο και στο όραμα.

-        Πώς σκέφτηκες και «δούλεψες» αυτό το κείμενο;

-        Είχα περιορισμένο χρόνο.  Αρχικά, μετά από συζητήσεις με τους γονείς μου,  προχώρησα στην επιλογή του θέματος του διηγήματός μου (γεγονός που διήρκεσε τρεις μέρες ) και αμέσως μετά ξεκίνησα τη συγγραφή του. Για να το τελειώσω, μου πήρε δέκα μέρες. Επέλεξα το θέμα αυτό γιατί πιστεύω ότι είναι πρωτότυπο και περνάει μηνύματα κατά του ρατσισμού.

-        Πώς αισθάνεσαι όταν γράφεις ένα δικό σου κείμενο;

-        Αγχωμένη, χαρούμενη, ευχαριστημένη (από το αποτέλεσμα)!

-        Σ’ ευχαριστούμε πολύ, Ιώ, για την όμορφη κουβέντα!

-        Κι εγώ σας ευχαριστώ!

Έπαιζαν με την μπάλα και το κόκαλο κάτω από τη λυτρωτική σκιά των δέντρινων γιγάντων, όταν μια φωνή ακούστηκε από τη μεριά της έπαυλης. «Κλεομένη!» Η φωνή ακουγόταν ανήσυχη και φοβισμένη. «Η νταντά μου!» αναφώνησε το κουταβάκι. «Ξύπνησε επιτέλους!» εξήγησε στη φίλη του και την κάλεσε να συνεχίσουν το παιχνίδι στο σπίτι του. Προχώρησαν προς το αρχοντικό οι δυο τους, ο Κλεομένης κυνηγώντας τη χάρτινη μπάλα και η Περσεφόνη μασουλώντας το λαστιχένιο κόκαλο. «Εδώ είσαι μικρέ μου;» ρώτησε η γερασμένη κυρία με ανακούφιση. «Τι έκανες έξω; Έλα μέσα. Σε λίγο θα έρθει η μητέρα σου» είπε και τον άρπαξε βιαστικά από το χέρι, και χωρίς να ρίξει στη σκυλίτσα ούτε ματιά, έκλεισε ορμητικά την πόρτα. «Μπορεί να έρθει και η Περσεφόνη μαζί μου;» ρώτησε ο σκυλάκος. Η κουβερνάντα δεν του απάντησε και τον τράβηξε βιαστικά στο μπάνιο…

Κεφάλαιο 4ο     Άσπρο, μαύρο

Όταν η κυρία Ηώς Λευκίου επέστρεψε στο σπίτι από την καθιερωμένη πρωινή επίσκεψη στη μητέρα της, βρήκε τον γιο της μπροστά στη μεγάλη τζαμαρία του σαλονιού να εξετάζει ανήσυχος κάθε γωνιά του φροντισμένου κήπου. «Κλεομένη, τι κάνεις, αγάπη μου» του είπε τρυφερά και τον πλησίασε για να τον φιλήσει. Ο μικρός στράφηκε προς το μέρος της χαρούμενος. «Πώς πέρασες;» τον ρώτησε η μητέρα του ενώ γευμάτιζαν όλοι μαζί. «Υπέροχα» απάντησε χαρούμενα ο σκυλάκος. «Απέκτησα μια καινούρια φίλη.» Οι γονείς του αντάλλαξαν μια ξαφνιασμένη ματιά. «Τι φίλη, αγόρι μου;» «Την Περσεφόνη, μια πολύ συμπαθητική σκυλίτσα» εξήγησε εκείνος. «Παίξαμε μαζί και περάσαμε πολύ ωραία». «Και είναι όμορφη η φίλη σου;» ρώτησε η υπεροπτική κυρία Λευκίου. «Ναι, πολύ, έχει κατάμαυρα μαλλιά και πολύ όμορφα χρυσαφένια μάτια» είπε συνεπαρμένος ο μικρός. Η μητέρα του άφησε κάτω το χρυσό πιρούνι που κρατούσε και τον κοίταξε έκπληκτη, ενώ ο πατέρας του, ο οποίος ετοιμαζόταν να φέρει στο στόμα του το κρυστάλλινο ποτήρι, το κατέβασε αργά και στύλωσε  τα γκρίζα μάτια του στο γιο του. «Τι χρώμα μαλλιά είπες πως έχει η φίλη σου;» είπε κοφτά η μητέρα του. «Μαύρο» είπε αθώα ο Κλεομένης. Η μητέρα του τον κοίταξε διαπεραστικά και αναστενάζοντας απαλά του είπε: «Άκουσέ με, γλυκέ μου. Πριν γεννηθείς εσύ, εγώ, ο πατέρας σου, πολύ παλιά, από τα αρχαία ακόμα χρόνια, οι κάτοικοι της Ατία πολέμησαν με τους Δάλμα, τους κατατρόπωσαν και τους αιχμαλώτισαν. Από τότε οι σκύλοι με αυτό το γουρσούζικο χρώμα, αυτοί οι σατανάδες, είναι δούλοι μας. Αυτή είναι η θέση τους, η μοναδική που τους αξίζει. Έχεις αντιληφθεί, βέβαια, πως όλοι οι υπηρέτες μας είναι μαύροι. Η φυλή τους είναι κατώτερη από την καθαρόαιμη, ολόλευκη δική μας. Το χρώμα τους, άλλωστε, το αποδεικνύει. Όσο για την Περσεφόνη σου, είναι η κόρη του κηπουρού και της μαγείρισσας. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι δεν σου αρμόζει να κάνεις μαζί της παρέα» ολοκλήρωσε η κυρία Λευκίου αγέρωχα. «Ναι, αλλά η Περσεφόνη δεν είναι κατώτερη, είναι πολύ καλή και είναι φίλη μου», επέμεινε ο μικρός, «τι σημασία έχει το χρώμα της;» Η μητέρα του τον κοίταξε αποσβολωμένη. «Μα μόλις σου εξήγησα τη σημασία του χρώματός της» του είπε εκνευρισμένη. Ο Κλεομένης ξεκίνησε να διαμαρτύρεται, αλλά τότε ακούστηκε η φωνή του πατέρα του: «Η μητέρα σου έχει δίκιο, αγόρι μου, βέβαια, υπερβάλλει λίγο, αλλά σε γενικές γραμμές έχει δίκιο. Όταν  μεγαλώσεις,  θα καταλάβεις.» Ο μικρούλης έσκυψε το κεφάλι. «Η φίλη μου δεν είναι κατώτερη. Μια μέρα, όταν μεγαλώσω, θα καταλάβετε ότι έχετε άδικο» σκέφτηκε πεισματωμένος. Ενώ όλα αυτά διαδραματίζονταν στο σπίτι του Κλεομένη, μία παρόμοια σκηνή διεξαγόταν στο καθιστικό της οικογένειας Μελανίου. «Με ποιον είπες πως έπαιξες;» ρώτησε η κυρία Ανδρομάχη γουρλώνοντας τα υπέροχα μάτια της. «Με τον Κλεομένη» είπε η κόρη της. Ο κύριος Μελάνιος κοίταξε την Περσεφόνη. Μια σκιά φόβου σκέπασε το καθάριο χρώμα των ματιών του. «Σας είδε κανένας μαζί;» ρώτησε χαμηλόφωνα. «Όχι, κανένας, εκτός από μία κυρία που ο Κλεομένης την αποκάλεσε νταντά» απάντησε η μικρούλα χαμηλώνοντας ασυναίσθητα κι εκείνη τον τόνο της φωνής της. «Αλλά τι σημασία έχει;» αναρωτήθηκε. Ο κύριος και η κυρία Μελανίου κοιτάχτηκαν φοβισμένοι και ο πατέρας της άρχισε να της εξιστορεί πως χιλιάδες χρόνια πριν είχε γίνει ένας φοβερός πόλεμος ανάμεσα στους Ατία και τους Δάλμα και πως οι Δάλμα ηττήθηκαν. «Από τότε», συμπλήρωσε η μητέρα της, «είμαστε δούλοι των άσπρων. Εσύ και ο μικρός Κλεομένης δεν γίνεται να είστε φίλοι. Κανείς δεν θα το αποδεχτεί, γλυκιά μου, και ειδικά οι γονείς του. Ο πατέρας του είναι ο Κυβερνήτης της Ατία και η μητέρα του η πρώτη κυρία της χώρας. Θα θυμώσουν πολύ μόλις το μάθουν και ίσως να διακινδυνευτεί η θέση μας σ’ αυτό το σπίτι. Όσο για το λαστιχένιο κόκαλο που ζητάς να σου πάρουμε, προορίζεται μόνο για άσπρα σκυλάκια», κατέληξε η κυρία Ανδρομάχη. «Τα μαύρα νεογέννητα σκυλάκια δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα άσπρα παρά μόνο στο χρώμα, αλλά πρέπει να βάλεις καλά στο μυαλό σου, Περσεφόνη, πως με βάση το χρώμα γεννιούνται ελεύθερα και με ένα λαμπρό μέλλον ή σκλαβωμένα και με μία προκαθορισμένη πορεία» είπε κουρασμένα ο κύριος Μελάνιος. «Μα αυτό είναι άδικο» διαμαρτυρήθηκε η μικρούλα. «Ο κόσμος δεν είναι δίκαιος, παιδί μου» αναστέναξε  ο κύριος Μελάνιος. «Και τι κάνουμε εμείς γι’ αυτό;» αναρωτήθηκε η σκυλίτσα. «Στο παρελθόν ο λαός μας εξεγέρθηκε αρκετές φορές κατά των λευκών, αλλά όλες οι ενέργειές μας κατέληξαν σε ανελέητες σφαγές» δήλωσε παραιτημένα ο πατέρας της. «Όταν μεγαλώσω, θα τον αλλάξω αυτόν τον κόσμο» σκέφτηκε αποφασισμένα η Περσεφόνη. Στα γεμάτα ζεστασιά σχιζαμυγδαλάτα μάτια της είχε ανάψει μια άσβεστη φλόγα προσδίδοντας στο όμορφο πρόσωπό της μια έκφραση άγριας αποφασιστικότητας.

Κεφάλαιο 5ο    Δάλμα θα πει δυστυχία   

Καθώς οι εποχές εναλλάσσονταν και διαδέχονταν η μία την άλλη, τα δύο σκυλάκια είχαν αρχίσει τη φοίτησή τους στο σχολείο. Όσο κι αν προσπάθησαν οι γονείς τους να τα απομακρύνουν, ο Κλεομένης και η Περσεφόνη πάντοτε έβρισκαν λίγο χρόνο για να συναντιούνται στον κήπο και να παίζουν μαζί, αποκρύπτοντας από όλους αυτές τις συναντήσεις. Όταν, μάλιστα, έμαθαν να διαβάζουν, ο Κλεομένης άρχισε να φέρνει βιβλία από την τεράστια βιβλιοθήκη του σπιτιού του στην Περσεφόνη για να τα διαβάζει κι εκείνη. Η απουσία των βιβλίων περνούσε απαρατήρητη από τον πολυάσχολο πατέρα του και τη φιλάρεσκη μητέρα του, οπότε ο Κλεομένης πολλές φορές τα χάριζε στην αγαπημένη του φίλη που λάτρευε το διάβασμα. Διαβάζοντας η Περσεφόνη αισθανόταν να ωριμάζει, άρχισε να σκέφτεται πιο πολύπλοκα και να κατανοεί έννοιες αφηρημένες. Σιγά σιγά κατάλαβε πως το να αποδείξει σε όλους ότι οι μαύροι σκύλοι ήταν εξίσου χαρισματικοί με τους άσπρους, δεν ήταν κάτι το τόσο απλό, όπως φανταζόταν αρχικά. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο την ανισότητα ανάμεσα στους Δάλμα και τους Ατία. Ο φίλος της φοιτούσε σε ένα κολέγιο των λευκών, ενώ εκείνη παρακολουθούσε τα μαθήματα που παραδίδονταν κάθε μέρα από έναν καθηγητή, τον κύριο Πυθαγόρα, σε ένα παραμελημένο κτήριο στις συνοικίες των μαύρων. Ακόμα θυμόταν με φρίκη την πρώτη φορά που αντίκρισε τις άθλιες αυτές συνοικίες, όταν επισκέφτηκαν τον αγαπημένο της παππού. Οι τραγικές εικόνες που είδε τότε έμειναν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό της. Τα σπίτια ήταν χτισμένα από ευτελή υλικά, ενώ υπήρχαν μόνο χωματόδρομοι γεμάτοι λάσπες και κοπριά. Η Περσεφόνη κοίταζε τριγύρω σοκαρισμένη. Οι σκύλοι κυκλοφορούσαν ημίγυμνοι, σκεπασμένοι με βρώμικα, ξεθωριασμένα κουρέλια. Στις γωνίες των λασπωμένων δρόμων ήταν καθισμένα μικρά σκυλάκια, με τα κοκαλιάρικα χεράκια τους απλωμένα ικετευτικά προς τους περαστικούς, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν πιο πεινασμένοι από αυτά. Στους δρόμους εκτός από τους επαίτες σκυλάκους ήταν σωριασμένοι κατάχαμα μερικοί σκύλοι. Άλλοι πάλι, φαίνονταν λιπόθυμοι. Η Περσεφόνη τρομαγμένη στριμώχθηκε ανάμεσα στους γονείς της. Όλη η συνοικία ανέδιδε μία αποτρόπαια μυρωδιά οινοπνεύματος, ξινισμένου ιδρώτα και φθηνού καπνού. Η μικρούλα ρώτησε τον πατέρα της τι συνέβη σ’ αυτούς τους κυρίους που κείτονταν χάμω κι εκείνος της εξήγησε πως ήταν εξαρτημένοι από το αλκοόλ και τις ναρκωτικές ουσίες. Το σούρουπο, καθώς επέστρεφαν στο σπίτι τους, κάποιος χαιρέτησε τον πατέρα της, εκείνος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό σκύβοντας δουλικά το κεφάλι και τάχυνε το βήμα του. Ο άγνωστος ήταν ένας σκύλος χοντροκάμωτος με ορθωμένο κατάμαυρο τρίχωμα, φορτωμένος με ολόχρυσες βαριές αλυσίδες. Εκείνο, όμως, που της έμεινε αξέχαστο ήταν τα μεγάλα μάτια του. Είχαν το χρώμα του σκυθρωπού ουρανού που προμηνύει μπόρα και την παγωμένη λάμψη του παγόβουνου που πλέει στην καθάρια επιφάνεια μιας ψυχρής θάλασσας. Όταν έφτασαν στο σπίτι τους η Περσεφόνη ρώτησε τον πατέρα της ποιος ήταν ο κύριος που τον χαιρέτησε. «Είναι ο πλουσιότερος μαύρος σκύλος, ο μεγαλύτερος λαθρέμπορος. Διακινεί τεράστιες ποσότητες αλκοόλ, φθηνών ναρκωτικών και τσιγάρων» της εξήγησε ο κύριος Μελάνιος. «Οι μαύροι τον τρέμουν, γιατί στο παρελθόν είχε σκοτώσει πολλούς δικούς μας» συμπλήρωσε η κυρία Ανδρομάχη. Η Περσεφόνη εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ελάχιστα…

Κεφάλαιο 6ο    Η επανάσταση   

Τα χρόνια κύλησαν. Ο Κλεομένης αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή, αφού προοριζόταν για τη διαδοχή του πατέρα του στο αξίωμα του Κυβερνήτη. Η Περσεφόνη εργαζόταν ως νοσηλεύτρια σε ένα από τα Νοσοκομεία για Δάλμα. Παράλληλα, όμως, με την εργασία της, επισκεπτόταν τα καφενεία της φτωχικής συνοικίας παρακινώντας τους ομόφυλούς της να κάνουν στάσεις εργασίας και απεργίες, ώστε να κλείσουν τα εργοστάσια και να σταματήσει η παραγωγή της χώρας τους. «Πρέπει να ξεσηκωθούμε όλοι, να βγούμε στους δρόμους, να κάνουμε ειρηνικές διαδηλώσεις και να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας, είμαστε όλοι ίσοι» επαναλάμβανε συνεχώς. Τα πύρινα λόγια της δυνάμωναν τις μαραμένες ψυχές των καταπιεσμένων και ξεκαθάριζαν στο θολωμένο τους μυαλό τον σκοπό της: την ελευθερία και την ισότητα ανάμεσα στις δύο φυλές. Αρχές  του Σεπτέμβρη έγινε η πρώτη μαζική απεργία διάρκειας δύο μηνών. Χιλιάδες μαύροι ξεχύθηκαν στους δρόμους κραυγάζοντας συνθήματα και κατέληξαν μπροστά στη Βουλή των Ατία, όπου έκαναν καθιστική διαμαρτυρία. Γρήγορα όμως οι μπράβοι των άσπρων τους υποχρέωσαν να διαλυθούν. Την πρώτη αυτή απεργία διαδέχτηκαν άλλες, μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας. Όλες οι μηχανές σιώπησαν στα εργοστάσια. Μία ολόμαυρη λαοθάλασσα πλημμύρισε τους δρόμους της Ατία. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης βρίσκονταν σε παράκρουση. Η εξέγερση των Δάλμα ήταν το πρώτο θέμα: «Πίεση από το εξωτερικό προς την Κυβέρνηση για άμεσο και αίσιο τέλος», «Συνεχίζεται η τρίμηνη απεργία των Δάλμα», «Κλειστά όλα τα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις της χώρας», «Ανεπάρκεια προϊόντων λόγω της απεργίας των μαύρων». Ο κύριος Λεύκιος έκλεισε εκνευρισμένος την εφημερίδα και την πέταξε στο περίτεχνο τραπέζι του σαλονιού. Τελικά, θα αναγκαστώ, εκτός από τη μείωση του δεκαεξάωρου σε οκτάωρο, να τους παραχωρήσω και άλλα δικαιώματα, είπε αναστενάζοντας βαριά. «Τι ανοησίες είναι αυτές», αναφώνησε η γυναίκα του θυμωμένη, «και αυτό που τους έδωσες είναι πολύ! Θέλεις να τους εξισώσεις με εμάς;» «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» την αντέκρουσε ο Κυβερνήτης. «Αν είχαν χρησιμοποιήσει βία, θα ήταν εύκολο, αλλά θα έσερνα τη χώρα σε έναν αιματηρό πόλεμο» κατέληξε κουρασμένα. Ο Κλεομένης παρέμεινε σιωπηλός. Εκείνος ήξερε πως πίσω από αυτήν τη δυναμική εξέγερση ήταν η Περσεφόνη, η αγαπημένη του κρυφή φίλη. Δεν ξέχασε ποτέ τα λόγια της: «Όταν μεγαλώσω, θα κάνω τους Ατία ίσους με τους Δάλμα». Και εκείνος υποσχέθηκε ότι θα τη βοηθήσει… Ένα χρόνο μετά την έναρξη της επανάστασης, στους τίτλους των εφημερίδων ανακοινώθηκαν τα εξής: «Και άλλα δικαιώματα παραχωρεί η Κυβέρνηση στους Δάλμα. Οι νεαροί Δάλμα θα έχουν τη δυνατότητα να σπουδάζουν στην Ιατρική και τη Νομική Σχολή», «Αναβάθμιση των συνοικιών των Δάλμα», «Σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς των Δάλμα». Έτσι, οι απεργίες έληξαν φαινομενικά οριστικά.

Κεφάλαιο 7ο     Ο νέος κόσμος    Δύο χρόνια μετά… Μόλις ο Κλεομένης ανέλαβε την εξουσία, έχοντας διαδεχθεί τον πατέρα του μετά τον θάνατό του, χωρίς να αμφιβάλλει καθόλου για την ορθότητα των πράξεών του, κατέστησε ίσες τις δύο φυλές. Μερικούς μήνες αργότερα, βγαίνοντας από τη Βουλή, ο Κλεομένης άκουσε το τηλέφωνό του να καλεί. «Κύριε, με συγχωρείτε για την ενόχληση, αλλά η κυρία Περσεφόνη μόλις μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο» δήλωσε η νέα λευκή οικονόμος της κατοικίας του. «Είναι καλά;» ρώτησε ανήσυχος. «Ναι, κύριε, είναι πολύ καλά». Βγήκε έξω και μπήκε στο αυτοκίνητό του βιαστικά. Τρεις ώρες αργότερα κρατούσε στα χέρια του τη νεογέννητη κόρη του. Ένα σκυλάκι κάτασπρο με βουλίτσες σαν πιτσιλιές από μαύρη μπογιά πάνω στο απαλό του τρίχωμα. «Πώς προτείνεις να ονομαστεί ο νέος λαός;» ρώτησε τρυφερά ο Κλεομένης την αγαπημένη του σύζυγο στην έξοδο του νοσοκομείου. Και η Περσεφόνη απάντησε: «Μα, φυσικά, Δαλματία»…

Σχολιάστε

Top