Το μπισκοτάκι

μπισκοτάνθρωπος

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια κυρία, η Καλλιόπη που ήταν πολύ χαρούμενος άνθρωπος αλλά δεν είχε κανέναν. Ο πατέρας της είχε πεθάνει, δεν είχε παιδιά και η μαμά της έλειπε από το σπίτι γιατί λόγω της δουλειάς της έμενε στη διπλανή πόλη.

Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και η Καλλιόπη σκέφτηκε να κάνει την καθιερωμένη της ευχή.

«Θεούλη μου καλέ, δώσε μου ένα παιδάκι και θα κάνω ότι θες εσύ».

Αφού έκανε την ευχή της, ξεκίνησε να φτιάχνει μπισκότα. Σκέφτηκε να φτιάξει ένα πολύ μεγάλο μπισκότο και το έφτιαξε με πολλή αγάπη. Έβαλε μικρά μπισκοτάκια για κουμπάκια, άσπρο γλάσο για το στόμα και γύρω γύρω από τα πόδια και μαύρο γλάσο για τα μάτια. Μετά το έβαλε στο φούρνο και κάθισε να δει τηλεόραση.

Μετά από λίγο, άκουσε έναν θόρυβο από την κουζίνα. «Αχ μα ποιος να είναι άραγε» σκέφτηκε. Πλησίασε αργά και είπε.

«Ποιος είναι εκεί»

Η φωνή ακούστηκε μέσα από τον φούρνο.

«Αχ δόξα τον Θεό με βρήκες. Βγάλε με από δω μέσα.»

«Μα ποιος είσαι;» ρώτησε τρομαγμένη η Καλλιόπη.

«Είμαι το μπισκότο» απάντησε η φωνή μέσα από τον φούρνο.

«Το μπισκότο;» ρώτησε και πάλι η Καλλιόπη σαστισμένη.

«Ναι εγώ. Είμαι έτοιμο. Βγάλε με από τον φούρνο να γίνουμε φίλοι»

«Εντάξει» απάντησε χαρούμενη η Καλλιόπη.

Οι δυο τους καθίσανε όλη την μέρα πλέκοντας, μαγειρεύοντας και παίζοντας παιχνίδια. Έτσι πέρασαν οι μέρες.

Μετά από μία εβδομάδα, κάποιος χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Η Καλλιόπη έτρεξε να ανοίξει και με έκπληξη είδε ότι ήταν η μαμά της.

«Μαμά», αναφώνησε γεμάτη χαρά.

«Γεια σου αγάπη μου, Ήρθα να σε δω» της είπε η μαμά της και την αγκάλιασε.

Η Καλλιόπη γνώρισε το μπισκότο στην μαμά της και χαρήκανε και οι δύο πάρα πολύ. Η μαμά της πέρασε την μέρα μαζί τους αλλά το βράδυ έπρεπε να ξαναφύγει και αυτό στεναχώρησε λίγο την Καλλιόπη.

Την επόμενη μέρα πήγαν με το μπισκοτάκι σε ένα μαγαζί και πήραν αστέρι, στολίδια, γλυκά και πολλά άλλα πράγματα και γύρισαν στο σπίτι.

Εκεί στόλισαν το δέντρο, έφαγαν και το απόγευμα πήγαν στο δάσος να μαζέψουν φρούτα του δάσους.

Το βράδυ κουρασμένοι και οι δύο πέσανε για ύπνο. Έτσι χαρούμενα περνούσαν οι γιορτές των Χριστουγέννων.

Ένα πρωινό η Καλλιόπη σηκώθηκε από το κρεβάτι της και δεν είδε πουθενά το μπισκοτάκι. Πήγε στο σαλόνι και είδε ένα παιδάκι που διάβαζε ένα βιβλίο.

«Γεια σου παιδάκι. Μήπως είδες ένα όμορφο μπισκοτάκι να τριγυρνάει εδώ και εκεί;» ρώτησε η Καλλιόπη.

Το παιδάκι σηκώθηκε όρθιο και τρίμματα από μπισκότο έπεσαν στο χαλί.

«Εγώ είμαι Καλλιόπη. Το μπισκοτάκι. Ο καλός Θεούλης με έκανε άνθρωπο για να γίνω το παιδί σου. Θες να γίνω το παιδί σου;»

Η Καλλιόπη ταράχτηκε αλλά μετά έτρεξε και αγκάλιασε το μπισκοτάκι που τώρα ήτανε παιδάκι.

«Φυσικά», του είπε. «Θα περάσουμε όλη μας την ζωή μαζί.»

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Σοφία Γεροπαύλου, Δ΄1 τάξη

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης