ΘΥΜΑΜΑΙ

efialtis

ΘΥΜΑΜΑΙ

μνήμες με αφορμή το ποίημα “Ο εφιάλτης της Περσεφόνης” του Ν. Γκάτσου

Ήμουν μικρό παιδί θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα στο σπίτι της γιαγιάς στα Γιάννενα. Ένα σπίτι πάνω σε λόφο, πετρόχτιστο, που για να φτάσεις έπρεπε να ανέβεις 42 πέτρινα σκαλοπάτια. Μου φάνηκε τεράστιο σαν ένας γίγαντας πάνω στον καταπράσινο λόφο που με περίμενε να με καλωσορίσει.

Πόσες αναμνήσεις.

Συνήθως πηγαίναμε άνοιξη για την γιορτή του Πάσχα. Φτάνοντας κάθε φορά δεν γινόταν να μην μαγευτώ απ’ τον πολύχρωμο τάπητα με λογής αγριολούλουδα κίτρινα, πορτοκαλί, μοβ, κόκκινα, που ευωδίαζαν τον τόπο, και όσο ανέβαινα, μια μπερδεμένη μυρωδιά από ρίγανη και τσάι. Δέντρα εδώ κι εκεί σαν στρατιώτες ακούραστοι, άλλα με καρπούς, άλλα με άνθη. Μια οικογένεια λαγών, δυο, τρία προβατάκια που βόσκουν στην γειτονιά, κοτούλες και πουλιά διάφορα συμπλήρωναν αυτή την κινηματογραφική εικόνα με ήχους που δεν θα μπορούσα να τους ακούσω ούτε στην καλύτερη συμφωνική ορχήστρα. Κι αν ο σκηνοθέτης άλλαζε πλάνο, το επόμενο θα ήταν η λίμνη με το πανέμορφο νησάκι της κυρα-Φροσύνης και πιο δίπλα το χιονισμένο ακόμα Μιτσικέλι. Θε μου πόση ομορφιά.

Μεγάλωσα. Δεν ξέρω πως, όταν αποφάσισα να πάω ξανά στο σπίτι της γιαγιάς είχαν περάσει είκοσι χρόνια. Περίμενα με ανυπομονησία να φτάσω και να ξαναδώ όλα εκείνα που θα ξαλάφρωναν πάλι την ψυχή μου. Όμως τι απογοήτευση. Όταν σταμάτησε το ταξί νόμιζα πως έκανε λάθος. Παντού τσιμέντο. Διώροφες πολυκατοικίες, βίλες τετραγωνισμένες, καταστήματα για εξυπηρέτηση. Σε κάποιες γωνιές ξεπρόβαλαν φοβισμένα και αγκομαχώντας κάποια αγριολούλουδα.

Η ρίγανη και το τσάι αντικαταστάθηκαν από πλάκες πεζοδρομίου, φασαρία, κόρνες, φωνές. Πουλιά πουθενά. Τα ζωάκια του αγρού άφαντα. Ανάκατες μυρωδιές παντού σαν αυτές της πόλης. Μάζεψα τα συναισθήματα μου και ανέβηκα ψηλότερα. Εκεί θα ναι καλύτερα σκέφτηκα. Όμως όχι. Εκεί που παλιά έβλεπα τον ήλιο να ανατέλλει, δίνοντας το σήμα της εκκίνησης παντού, έβλεπα τον τοίχο από το σπίτι ενός μεγαλογιατρού. Εκεί που παλιά έβλεπα το φεγγάρι να καθρεφτίζεται στη λίμνη τώρα ο τοίχος από το σπίτι ενός μεγαλοδικηγόρου. Μπόρεσα να δω λίγο απ’το νησάκι ανάμεσα στις δύο οικοδομές. Το μόνο που θύμιζε κάτι απ’τα παλιά ήταν τα τενεκεδάκια της Δωδώνης με τα χρωματιστά γεράνια της γιαγιάς. Η ψυχή μου γέμισε θλίψη.

Έκτοτε όποτε χρειαστεί να πάω είναι μόνο για κάποια υποχρέωση. Τελικά εμείς οι ίδιοι πρώτα, στον βωμό του χρήματος θυσιάζουμε τα πάντα, και ακολουθούν οι υπόλοιποι.

Καραφεύγα Ευανθία

efialtis

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης