Το Βατραχέλι ταξιδεύει στην Ανατολή…

 

 

 

 

                                                                         Το Βατραχέλι

 

Κατερίνα Ευσταθίου-Σελάχα                                                    Γιώργος Τυρίκος-Εργάς

     1

Μια φορά κι έναν καιρό πριν από λίγα χρόνια, ήταν ένας γέρος και μια γριά. Ζούσαν σ’ ένα σπιτάκι στην άκρη ενός χωριού. Όλα τα καλά που ήθελαν στη ζωή τους, τα είχαν. Το μόνο πράγμα που τους έλειπε για να είναι ευτυχισμένοι ήταν ένα παιδάκι.

«Αχ, ας είχαμε ένα παιδάκι κι ας ήταν βατραχέλι!» έλεγαν ο γέρος και η γριά.

Μια μέρα χτυπάει η πόρτα. Ανοίγει ο γέρος, και τι αντικρίζει! «Γριά, έλα να δεις!» Ήταν ένα μικρό βατραχέλι, πράσινο και πιτσιλωτό. «Καλώς το βατραχέλι» είπε η γριά. «Θέλεις να σου φτιάξω κάτι να φας;» «Κουάξ, πεινάω πολύ!» είπε το βατραχέλι και, χοπ, έδωσε ένα σάλτο και μπήκε στο σπίτι. «Βατραχέλι» είπε ο γέρος «μήπως η μαμά βατραχίνα και ο μπαμπάς βάτραχος θα σε ψάχνουν και θα ανησυχούν;» «Δεν έχω μπαμπά και μαμά!» απάντησε το βατραχέλι. «Είμαι μόνο μου, ολομόναχο».

 

     2

«Το κακόμοιρο! Θες να μείνεις εδώ μαζί μας και να γίνουμε εμείς ο μπαμπάς και η μαμά σου;» «Θα με αγαπάτε πιο πολύ απ’ όλο τον κόσμο;» ρώτησε το βατραχέλι. «Και βέβαια» είπαν ο γέρος και η γριά. «Και θα μου φτιάξετε δικό μου δωμάτιο;» «Αμέ!» «Και θα με αφήνετε πού και πού να κάνω σκανταλιές δίχως να με μαλώνετε;» «Πού και πού, θα σε αφήνουμε…»«Εντάξει, λοιπόν!»

Αχ, η χαρά του γέρου και της γριάς ήταν απερίγραπτη! Είχαν επιτέλους το δικό τους μωρό, το βατραχέλι τους! Του έφτιαξαν δικό του δωμάτιο, το τάιζαν με τα πιο παχουλά μυγάκια, το έβγαζαν βόλτα κάθε απόγευμα με το ποδήλατο, του τραγουδούσαν «κουάξ κουάξ και κουπεπέ», το έκαναν μπανάκι στη λιμνούλα δίπλα στο σπίτι τους… Και το βατραχέλι τούς αγαπούσε πολύ, τον γέρο και τη γριά, τον μπαμπά και τη μαμά του.

     3

Τα χρόνια περνούσαν. Το βατραχέλι έγινε ολόκληρο παιδάκι και πήγε στο σχολείο.

Μια μέρα, όμως, δεν ένιωθε καλά. Φωνάζει τη μαμά του τη γριά και της το λέει. «Ποπό, βατραχέλι μου. Έχεις πυρετό, πρέπει να μείνεις στο σπίτι. Επειδή εγώ όμως έχω μια δουλειά, θα σε κουκουλώσω στη ζεστή σου κουβερτούλα, θα βάλω μια σούπα στη φωτιά να βράζει για να φας, και θα πάω. Θα γυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ».

 

4

«Εντάξει, μαμά» είπε το βατραχέλι και κούρνιασε μέσα στο ζεστό του το κρεβάτι παρέα με τα αγαπημένα του παραμύθια. Ξαφνικά κάτι ακούστηκε.

Χουρχουρχουρχουρ… Κάτι συνέβαινε στην κουζίνα και το βατραχέλι, περίεργο όπως ήταν, πήγε να δει τι γίνεται. Ο θόρυβος ερχόταν από την κατσαρόλα μέσα στην οποία έβραζε η σούπα. Το βατραχέλι, χοπ, έδωσε έναν πήδο και στάθηκε πάνω από την κατσαρόλα.

«Σούπα-σουπίτσα μου, μην κάνεις χουρχουρχουρ, γιατί είμαι άρρωστος και θέλω να κοιμηθώ. Άκουσες;»

Τίποτα η σούπα. Συνέχισε να βράζει.

 

   5

«Σούπα, είπα! Μην κάνεις χουρχουρχουρ, γιατί θα πέσω μέσα και θα δεις!» είπε πιο δυνατά το βατραχέλι. Πάλι, καμιά αλλαγή. «Σούπα, παλιόσουπα, είπα μην κάνεις χουρχουρχουρ, γιατί θα πέσω μέσα!» Η σούπα, τη δουλειά της. Και τότε κάνει μια βουτιά το βατραχέλι… και πέφτει μέσα στη σού

  6

Η μαμά γριά και ο μπαμπάς γέρος επέστρεψαν αργά το απόγευμα, όλο λαχτάρα να δουν τι κάνει το βατραχέλι τους, αν έχει πυρετό, αν κοιμήθηκε καλά…

«Βατραχέλι! Βατραχέλι μου, ήρθαμε!» φώναξαν από την πόρτα. Καμιά απάντηση… Πήγαν στο δωμάτιό του, τίποτα. Έψαξαν στο μπάνιο, στην αυλή, πήραν τηλέφωνο όλους τους φίλους του απ’ το σχολείο, κανένας δεν το είχε  

 7

«Αχ, γέρο μου, το χάσαμε το βατραχέλι μας» είπε η γριά κι έκατσε στενοχωρημένη στην αυλή κι άρχισε να κλαίει. Πήγε ο γέρος, έκατσε δίπλα της και έκλαιγε κι αυτός. Εκείνη την ώρα περνούσε ένα πουλάκι. Τους βλέπει να κλαίνε και τους ρωτάει: «Γέρο μου και γριά, γιατί κλαίτε; Τι συμβαίνει;» «Αχ, πουλάκι μου, κλαίμε γιατί χάσαμε το μωρό μας, το βατραχέλι μας, και πού να είναι, και πού να γυρνά!» Το πουλάκι στάθηκε λίγο σιωπηλό μέχρι που ένιωσε τη λύπη τους βαθιά στην καρδιά του. «Τότε κι εγώ θα ρίξω το φτεράκι μου!» είπε κι έφυγε να πάει στη μεγάλη βελανιδιά όπου είχε φτιάξει τη φωλιά του.

 

 8

Μόλις έφτασε, η βελανιδιά είδε το φτεράκι που έλειπε και ρώτησε το πουλάκι: «Γιατί, πουλάκι, λείπει το φτεράκι σου;» «Γιατί ο γέρος και η γριά χάσανε το βατραχέλι τους και είναι απαρηγόρητοι. Έριξα το φτεράκι μου για να τους συμπαρασταθώ». «Κακό που τους βρήκε» είπε η βελανιδιά. «Τότε κι εγώ θα ρίξω όλα τα βελανίδια μου!» Και τα ’ριξε μ’ ένα κούνημα των κλαδιών της.

 

 9

Μετά από λίγο πέρασε το αρνάκι από κει και είδε όλα τα βελανίδια πεσμένα κάτω. Ρώτησε λοιπόν τη βελανιδιά: «Βελανιδιά, γιατί είναι πεσμένα τα βελανίδια σου;» «Πού να σου τα λέω, αρνάκι! Ο γέρος και η γριά χάσανε το βατραχέλι τους και κλαίνε απαρηγόρητοι, το πουλάκι πέρασε, τους είδε, τους λυπήθηκε και έριξε το φτεράκι του, γι’ αυτό κι εγώ έριξα τα βελανίδια μου». «Εμ, τότε κι εγώ, βελανιδιά, θα σπάσω το δοντάκι μου» είπε το γουρουνάκι και συνέχισε σκυφτό τον δρόμο του.

  10

Δίχως δοντάκι πήγε να πιει νερό στη μεγάλη βρύση του χωριού. Μόλις η βρύση είδε το αρνάκι, αμέσως το ρώτησε: «Αρνάκι μου, γιατί είναι σπασμένο το δοντάκι σου;» Το αρνάκι είπε την ιστορία.

«Πράγματι, κρίμα για τον γέρο και τη γριά. Μέσα μου νιώθω το κλάμα τους» είπε η βρύση. «Τότε κι εγώ δε θα βγάζω πια νερό, θα στερέψω». Και η βρύση σταμάτησε να τρέχει το νερό της και στέρεψε.

Μόλις όμως έγινε αυτό, όλοι οι άνθρωποι και τα ζώα του χωριού άρχισαν να διψούν. Χωρίς νερό τα δέντρα και τα λουλούδια άρχισαν να μαραίνονται. Ο ένας έλεγε στον άλλο την ιστορία με το βατραχέλι που χάθηκε και έτσι στο τέλος όλοι ένιωθαν όπως ο γέρος και η γριά.

Γιατί όταν λυπάται ένας, πώς είναι δυνατόν οι άλλοι να είναι χαρούμενοι; Όταν πονάει ένας, πώς είναι δυνατόν οι άλλοι να μην πονούν;

 

    11

Πέρασαν ώρες και κάποτε η γριά σήκωσε το κεφάλι της και είδε γύρω τι είχε συμβεί. «Γέρο μου» είπε σφίγγοντας το χέρι του «κλαίμε εμείς και όλοι λυπούνται, και τα ζώα πονούν και τα νερά σταμάτησαν και τα δέντρα μαραίνονται. Θα κάνουμε την καρδιά μας πέτρα και θα σταματήσουμε να κλαίμε. Θα θυμόμαστε το βατραχέλι μας και θα το πονάμε, αλλά ο κόσμος πρέπει να συνεχίσει όπως πριν. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι χαρούμενοι και τα νερά να τρέχουν και τα δέντρα να είναι πράσινα και δυνατά».

Ο γέρος και η γριά σταμάτησαν να κλαίνε και μπήκαν μέσα στο σπίτι τους για να μην τους βλέπουν πια οι άλλοι.

«Τι είναι αυτό που ακούγεται από την κουζίνα, γριά μου καλή;» ρώτησε ο γέρος.

Ένας θόρυβος, κάτι σαν… χααψψψψψ… χααααψψψψψψ… «Μήπως είναι ο αέρας που περνάει απ’ το παράθυρο;» «Όχι, το παράθυρο είναι κλειστό».

«Μήπως μπήκε κλέφτης στο σπίτι μας;» «Τι να μας πάρει πια, αφού χάσαμε το πολυτιμότερο που είχαμε». «Μήπως είναι η σούπα που βράζει;» είπε η γριά και πήγε να κοιτάξει τη σούπα.

 

 12

Ανοίγει την κατσαρόλα και τι να δει! Το βατραχέλι! Είχε φάει όλη τη σούπα και με γεμάτη και φουσκωμένη κοιλίτσα είχε πέσει μέσα στην κατσαρόλα και κοιμόταν του καλού καιρού. Για δες που ροχάλιζε κιόλας!

 

     13

«Βατραχέλι μου, μωράκι μου, γιε μου και θησαυρέ μου!» φώναξε η γριά και πήρε αγκαλιά το βατραχέλι και το πήγε στον γέρο που χοροπηδούσε μέχρι το ταβάνι απ’ τη χαρά του. Το βατραχέλι ξύπνησε και είπε: «Μαμά, η σούπα δε σταματούσε να κάνει χουρχουρ και εγώ έπεσα μέσα και την έφαγα όλη ζεστή! Καλή ήταν, μα λίγο βαριά. Μετά με πήρε ο ύπνος!».

   14

Ο γέρος και η γριά γελούσαν κι έκλαιγαν μαζί. Σε λίγο όλο το χωριό έμαθε πως το βατραχέλι βρέθηκε! Από τη χαρά του το πουλάκι έβγαλε καινούριο φτερό, το αρνάκι έβγαλε καινούριο δοντάκι, η βελανιδιά γέμισε βελανίδια και η βρύση έτρεχε πια νερό πολύ δίχως ποτέ να σταματήσει. Τα πρόσωπα των ανθρώπων φωτίστηκαν.

 

 15

Όλο το χωριό το άλλο βράδυ έστησε μεγάλο γλέντι κάτω από τη βελανιδιά, με χορούς και με τραγούδια, με λαγούτα και βιολιά. Τώρα πια όλοι στο χωριό ήταν χαρούμενοι. Και η χαρά τους ήταν πιο μεγάλη γιατί κάποτε μπόρεσαν και ήταν όλοι μαζί θλιμμένοι.

 

 

Μετάφραση του παραμυθιού «Το βατραχέλι» από τα ελληνικά στα φαρσί
روزی روزگاری چند سال پیش، یک پیرمردی با یک پیرزنی وجود داشتند .آنها در یک خانه کوچک در حاشیه یک روستا زندگی می کردند.  آنها تمام چیزهای خوبی ک در زندگی خود میخواستند را داشتند. تنها چیزی که برای شاد بودن کم داشتند یک بچه بود.

«آه، کاش بچه دار شویم  و کاش قورباغه باشد!»  پیرمرد و پیرزن میگفتند .

یک روز درِ خانه زده می‌شود. پیرمرد در را باز می کند، و آنچه می بیند!  «پیرزن بیا ببین!»  قورباغه ای کوچک بود، سبز و آب ریز.  « خوش آمدی قورباغه کوچولو » پیرزن گفت .«می‌خواهی برایت چیزی درست کنم که بخوری؟ » «کوا، خیلی گرسنه ام!» قورباغه کوچولو گفت و ، هوپ ، پرش کرد و وارد خانه شد .«قورباغه کوچولو » پیرمرد گفت . «شاید مامان قورباغه و بابا قورباغه به دنبال شما خواهد گشت و نگران خواهد شد؟»«من پدر و مادر ندارم »قورباغه کوچولو جواب داد.« من تنها هستم ، کاملا تنها .»

 

 

 

 

- «بیچاره!  میخوای اینجا با ما بمونی و ما پدر و مادرت بشیم؟» «آیا مرا بیشتر از هر کس دیگری دوست خواهی داشت؟» قورباغه کوچولو پرسید. «البته.»پیرمرد و پیرزن گفتند.  «و یک اتاق برای خودم خواهید ساخت ؟» «حتماً!«  و آیا هر هر از گاهی ب من اجازه خراب کاری می‌دهید بدون اینکه منو دعوا کنید ؟»«هر از گاهی بهت اجازه میدیم …»«باشه، پس!»

وای شادیه پیرمرد و پیرزن وصف نشدنی بود!  آنها بالاخره صاحب فرزند خود شدند، قورباغه کوچولو شان !  اتاقش را برایش درست کردند، او را با چاقترین مگس ها تغذیه می‌کردند، هر روز بعدازظهر او را به دوچرخه‌سواری می‌بردند، برایش «کواکس کواکس و کوپه په» می‌خواندند، او را در حوض کنار خانه‌شان حمام میکردن… و قورباغه کوچولو آنها را بسیار دوست داشت. ، پیرمرد و پیرزن، پدر و مادرش .

 

 

سالها گذشت.  و قورباغه کوچولو تبدیل ب یک بچه کامل شد و ب مدرسه رفت.                                                یک روز اما حالش خوب نبود، مادرش را صدا میزند پیرزن را و ب او می‌گوید . «پو پو، قورباغه کوچولو ی من. تب داری .باید خونه بمونی . ولی چون من ی کاری دارم ، تو را لای پتوی گرمت میپیچانم ، سوپ را روی آتش می‌گذارم بجوشد تا بخوری و می‌روم .  به محض اینکه بتوانم برمی گردم «،

 

 

 

«باشه مامان»قورباغه کوچولو گفت و روی تخت گرمش با افسانه های مورد علاقه اش نشست.  ناگهان چیزی شنیده شد.  خور خور خور… یه اتفاقی تو آشپزخونه داشت می افتاد و قورباغه کوچولو ، هر چند عجیب بود رفت تا ببینه چه اتفاقی داره میوفته . صدا از قابلمه ای که سوپ در آن می جوشید می آمد.  قورباغه کوچولو، هوپ، پرش کرد و بالای دیگ ایستاد.  «سوپ – سوپکِ من ،خور خور نکن ، چون من مریضم و میخوام بخوابم ، شنیدی ؟» چیزی نیست سوپ . به جوشیدن ادامه بده

 

 

 

 

«سوپ گفتم ! خور خور خور نکن ، برای اینکه داخل خواهم افتاد و خواهی دید ». محکم تر گفت غورباقه کوچولو . بازهم تغییری نکرد .«سوپ موپ گفتم خور خور خور نکنی ، چون داخل خواهم افتاد» .سوپ کاره خودشو میکرد ، بعد غورباقه کوچولو شیرجه میزنه و میوفته داخل سوپ .

 

 

 

 

مامان پیرزن و بابا پیرمرد دیر برگشتن عصری ، مشتاق بودند ببینند قورباغه کوچولوشون چه می‌کند ، تب دارد ، خوب خوابیده ….

«قورباغه کوچولو ، قورباغه کوچولوی من ، ما آمدیم !»از پشت در صدا زدند ولی جوابی دریافت نکردند …

رفتن ب اتاقش ،ولی نبود .حمام و حیاط را گشتند ، به تمام دوستان مدرسه ایش زنگ زدن ، هیچکس اورا ندیده بود .

 

 

 

«آخ ،پیرمرده من از دست دادیمش قورباغه کوچکمان را »پیرزن گفت و غمگین نشست در حیاط و گریه کرد . پیرمرد رفت کنارش نشست و او هم گریه کرد.در آن هنگام پرنده ای رد میشد .آن دو را در حال گریه میبیند و میپرسد :« پیرمرده من و پیرزن ، چرا گریه میکنید ؟ چیشده ؟»«آخ ، پرنده من گریه میکنیم برای اینکه بچمونو از دست دادیم ، قورباغه کوچولو مونو . کجا ممکنه باشه ، کجا ممکنه در حال گشت باشه !»پرنده کمی بیصدا ماند تا اینکه غم آنهارا عمیقا در قلبش احساس کرد . « پس منم بالم را می اندازم » گفت و رفت که بره به درخت بلوطه بزرگ ، انجایی ک لانه خود را ساخته بود .

 

 

 

 

تازه رسیده بود ،درخت بلوط دید ک پرش نیست و از پرنده پرسید :«چرا ، پرنده ، پرت سرجایش نیست ؟» «برای اینکه پیرزن و پیرمرد قورباغه کوچکشان را از دست دادند و تسلی ناپذیرند . پرم را انداختم تابا آنها همدردی کنم .»« چه بد ک اینجوری شد » درخت بلوط گفت .« پس من هم تمام بلوط هایم را میریزم !»و آنها را با تکان دادن شاخه هایش ریخت .

 

 

 

کمی بعد بره کوچولو از آنجا رد میشد ک دید تمام بلوطها روی زمین ریخته شده اند . پس از درخت بلوط پرسید : « درخت بلوط ، چرا تمام بلوط هایت روی زمین ریخته اند »« چی بهت بگم بره کوچولو ! پیرزن و پیر مرد قورباغه کوچکشان را از دست دادند و تسلی ناپذیر گریه می‌کنند .پرنده رد شد و هنگامی ک آنها را دید ،ناراحت شد و پرش را انداخت .برای همین منم بلوط‌هایم را ریختم ».«امم ، پس درخت بلوط منم دندانم را میشکنم »بره کوچولو گفت و خمیده ب راهش ادامه داد .

 

 

 

بدون دندان رفت سمت شیر آب بزرگ روستا تا آب بنوشد .هنگامی ک شیر آب بره کوچولو را دید ،سریع پرسید :«بره کوچولوی من ، چرا دندانت شکسته ؟»بره کوچولو داستان رو گفت .«واقعا حیف شد برای پیرمرد و پیرزن . از درونم اشک‌هایشان را احساس میکنم ». شیر آب گفت .« پس منم دیگه آب نمیدم ، میچرخم ».شیرآبم آب ریختن را متوقف کرد و چرخید . همان لحظه ک این اتفاق افتاد تمام مردم و حیوانات روستا شروع ب تشنه شدن کردند . بدون آب ، درختان و گل ها شروع ب پژمرده شدن کردن . همه داستان قورباغه کوچولو را ک گمشده بود به یکدیگر میگفتند و اینگونه در آخر همه احساسی مثل پیرمرد و پیرزن داشتند .

وقتی کسی غمگین است ، چطور امکان دارد دیگران خوشحال باشند ؟

وقتی کسی درد دارد ، چطور ممکن است دیگران درد نداشته باشن ؟

 

 

 

 

ساعت‌ها گذشته و زمانی ک پیرزن سرش را بلند کرد دید ک اطرافش چ اتفاقی افتاده .« پیرمرد من » . درحال فشار دادن دستش گفت .« ما گریه میکنیم و همه غمگین می‌شوند ، حیوانات درد می‌کشند ، آب ها متوقف شدند و درختان پژمرده می‌شوند .قلبمان را سنگ خواهیم کرد و گریه را متوقف میکنیم .قورباغه کوچولو را ب یاد خواهیم داشت و درد خواهیم کشید ، ولی دنیا باید مثل قبل ادامه پیدا کنه .مردم باید خوشحال باشند و آب‌ها جاری باشند و درختان سبز و قوی »

پیرمرد و پیرزن گریه را متوقف کردند و داخل خانه شدند ، برای اینکه دیگه کسی آنها نبیند.

« اون چیه ک آشپز خانه شنیده میشه ، پیرزنه خوبه من »پیرمرد پرسید .

یه صدا ، چیزی شبیه هاااچیییی هااااااچیی

«شاید هواییه ک از پنجره میاد ؟»«نه، پنجره بستس ». « شاید دزد اومده خونمون » « چی آزمون ببره دیگه ، اخه باارزش‌ترین چیزی ک داشتیمو از دست دادیم ».«شاید سوپه ک میجوشه ؟»پیرزن گفت و ک ی نگاهی ب سوپ بندازه .

 

 

 

 

در قابلمه رو باز میکنه و چی میبینه !قورباغه کوچولو رو !تمام سوپو خورده بود و با شکم پر و بادکردهافتاده بود تو قابلمه و تو هوای خوب خوابش برده بود .ببین خر خرم میکرد .

 

Μασούντ Κχανί ( μαθητής της  Β΄ Λυκείου )

 

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης