Όταν γεύτηκα την αγαλλίαση… (γράφει η Νάσια Τσιτσιγάνη)

Όταν γεύτηκα την αγαλλίαση…

Κατεβαίνω αργά τις σκάλες. Δίνω χρόνο να καταλαγιάσει στο εσωτερικό μου όλη αυτή η αναστάτωση, που τις τελευταίες ώρες με ταλαιπωρεί. Δεν με αφήνει να δω∙ να κοιτάξω καθαρά μέσα μου, να καταλάβω…

Ο Καζαντζάκης έρχεται γι’ άλλη μια φορά να με μπερδέψει περισσότερο. Αυτός ο άνθρωπος, περισσότερο από οποιονδήποτε έχει υπάρξει ο μεγαλύτερος μου ευεργέτης. Στιγμή δεν τον αφήνω να βγει από το σπλάχνο μου. Κάτι τον κρατά με δύναμη βαθιά μέσα στα άδυτα της ψυχής μου, κι’ όποτε έρχονται οι στιγμές που πρέπει να «παλέψω», μου φωνάζει. Θρονιάζεται σε μια γωνιά στο σπλάχνο μου, βολεύεται και ξεκινά να μου μιλά, κι’ εγώ ακούω πεντακάθαρα τη φωνή του. Και τώρα, τώρα που για άλλη μια φορά, προσπαθώ να δώσω μια τελική απάντηση, να καταλάβω τι πρέπει να κάνω, να σου και έχω αρχίσει να τον αισθάνομαι.

[…] Μέσα μου ιδέες, όνειρα, στόχοι, επιθυμίες, πάθη, ορμέμφυτα∙ θύελλα. Έχω καιρό να γράψω, ν’ αλαφρώσω. Όλες μου οι ενδόμυχες σκέψεις έχουν ωριμάσει για τα καλά, ζητούν λευτεριά τώρα. Θέλουν δική τους σάρκα για να αφήσουν ήσυχο το δικό μου πνεύμα. Τόσες μάχες, ένα σωρό αδιάκοπα παλέματα κι’ η σαρανταπληγιασμένη μου ψυχή δε λέει να σταματήσει, δεν έχει κουραστεί ακόμη∙ στέκεται ορθή. Δεν ακούει, δεν μετρά, δε ζυγιάζει δε βολεύεται. Ρίχνεται στον αγώνα, πολεμά, πληγώνεται, πέφτει, λαβώνεται κι’ ύστερα στέκεται πάλι ορθή. Δε λιποταχτεί κι ας δειλιάζω, κι ας γίνεται εξαιτίας μου έρμαιο παθών. Αυτή κρατά το δικό της χαλινάρι. Στέκεται ανυπότακτη, αγέρωχη… Καμιά φορά μ’ αφήνει να την δω όταν αρματώνεται, πριν πάει να πολεμήσει. Σφίγγει τις ανοιχτές πληγές της, καυχιέται, αντρειεύεται, φωνάζει, αφήνει να τρέξει άφθονο το αίμα, ν’ αλαφρώσει, κι εγώ τότε είναι που νιώθω το σπλάχνο μου να χορταίνει αγαλλίαση. Αλίμονο… στιγμή αν πάψει να πολεμά, σκέφτομαι καμιά φορά και δεχτεί πως κυριεύτηκε, χάθηκα κι εγώ μαζί της.

Κατεβαίνω και το τελευταίο σκαλί. Σηκώνω το κεφάλι. Στέκομαι. Από τη τζαμόπορτα του σκαλοστασίου, κοιτώ τον φθινοπωρινό ήλιο που έχει αρχίσει να προβάλλει πίσω από τα αναρριχώμενα της αυλής. Ανοίγω την πόρτα. Προχωρώ. Πλησιάζω στην αυλόπορτα. Κοιτώ την φορτωμένη ροδιά με τα λυγισμένα κλωνάρια της, αναστενάζω. Τη στιγμή που ανοίγω την πόρτα ακούω έναν αδύναμο κρότο. Σαστίζω. Στρέφω το βλέμμα μου στο καρποφόρο δέντρο. Αντικρίζω τον καρπό, που μόλις είχε ανοίξει. Κόβω το ρόδι.  Το ακουμπώ στην παλάμη μου, το μυρίζω. Αισθάνομαι ήδη μια χαρά. Το ανοίγω, γεύομαι την γλυκάδα του πρώτο σπόρου. Τι αγαλλίαση, εξανεμίστηκε το βαρύ φορτίο από μέσα μου. Ακούω την αδερφή μου να φωνάζει πως θα αργήσουμε στο σχολείο. Στερεώνω καλά το σακίδιο στους ώμους. Πρώτη ώρα Έκθεση… Πλησιάζω την αδερφή μου της προσφέρω το μισό ρόδι. Προχωράμε…

          Νάσια Τσιτσιγάνη, τμήμα Β1

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης