Ώρα 2:09 την νύχτα. Ξημερώνει 20 Μαΐου. Και απ” το μεσημέρι περίπου της ημέρας που πέρασε, δεν θεωρούμαι πια μαθήτρια. Βέβαια δεν έχω δώσει προαγωγικές εξετάσεις και δεν έχω πάρει απολυτήριο Λυκείου ακόμη, μα το σχολείο όπως το ξέρω τελείωσε για μένα. Δώδεκα χρόνια της ίδιας ρουτίνας είναι πλέον παρελθόν.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι στο σχολείο. Γνώρισα τα αγαπημένα μου άτομα εκεί, γνώρισα ανθρώπους που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Έκανα πράγματα που δεν περίμενα ποτέ να κάνω. Εξελίχθηκα. Ωρίμασα. Μεγάλωσα. Σε λίγους μήνες ενηλικιώνομαι- κι αυτό επειδή είμαι γεννημένη Νοέμβριο. Οι συνομήλικοι μου είναι πλέον ενήλικες. Ο καλύτερος μου φίλος είναι πλέον ενήλικας. Ο καιρός πέρασε και τα παιδιά που κάποτε ήξερα δεν είναι πλέον παιδιά. Και το σχολείο δεν είναι πια μέρος της καθημερινότητας μου.
Τα χρόνια μου στο λύκειο ήταν αξιοπερίεργα θαρρώ. Τον πρώτο χρόνο, το σχολείο σταμάτησε τον Μάρτη και ξαναξεκίνησε εντελώς διαφορετικά τον Μάιο, για λίγο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να σχολάμε την τελευταία μέρα και καθώς βγαίνω απ” την τάξη να συνειδητοποιώ μπερδεμένα πως τελείωσα την πρώτη λυκείου. Η δευτέρα συνέχισε σχεδόν όπως την πρώτη. Κάναμε μάθημα έως και τον Οκτώβρη και μόλις μπήκε ο Νοέμβρης ξαναγυρίσαμε στα σπίτια μας. Βγήκαμε απ” αυτά λίγο τον Φλεβάρη, μα ξαναμπήκαμε ως τον Απρίλη. Η χρονιά πέρασε γρήγορα, περίεργα, μπροστά από έναν υπολογιστή. Και ερχόμαστε στην τρίτη λυκείου• πανελλήνιες. Μια λέξη γεμάτη δουλειά, άγχος, και εξάντληση. Μπορεί αυτή την χρονιά να μην την κάναμε καθόλου από το σπίτι (εξαιρώ τους σεισμούς και τις καταλήψεις), όμως αυτή κι αν ήταν εξωπραγματική.
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει εντελώς τι είναι οι πανελλήνιες στη θεωρία. Μέχρι να το ζήσεις δεν το ξέρεις. Μα όταν ξεκινούν τα ξενύχτια, τα άγχη, η θυσία της κοινωνικής ζωής στον βωμό των μορίων, το ακατάπαυστο διάβασμα, τα ψυχοσωματικά και η μόνιμη εξάντληση, τότε καταλαβαίνουμε τι είναι. Μαθαίνουμε να λειτουργούμε σαν ρομπότ. Χάνουμε κάθε χρώμα μας για αυτές τις εξετάσεις. Το βρίσκουμε μετά μου λένε, μα το έχουμε ήδη χάσει για έναν χρόνο. Κάθε λεπτό που δεν διαβάζουμε μας κατακλύζουν οι τύψεις και έχουμε μόνιμα την ιδέα ότι θα αποτύχουμε.
Δεν θα πω τα κλασσικά που ακούμε πλέον μόνιμα, ότι οι πανελλήνιες δεν είναι το τέλος του κόσμου και πως δεν υπάρχουν αδιέξοδα• τα έχουμε ακούσει ήδη αρκετά. Θα πω πως ό,τι κι αν είναι όλο αυτό, θα περάσει. Τελειώνουμε. θα φύγει. Δεν προσπαθώ να αποτρέψω κανέναν απ” το να δώσει πανελλήνιες. Αλλά όποιος αποφασίσει να το κάνει, πρέπει να το νιώθει πραγματικά.
Θα κλείσω το τελευταίο μου άρθρο στο σχολικό περιοδικό που με τόση αγάπη αναστήλωσα μαζί με την ομάδα μου με ένα αντίο. Αντίο σε όλους τους συμμαθητές που δεν θα ξαναδώ ποτέ παρά μόνο σε ανούσιες συναντήσεις στον δρόμο, σε όλους αυτούς που σε δεκαπέντε χρόνια θα λέω στο παιδί μου «αυτός ήταν συμμαθητής μου στο σχολείο». Αντίο σε όσους άκουσαν τι είχα να πω μέσα στα τρία αυτά χρόνια. Αντίο στους καθηγητές που γνώρισα. Αντίο στις αμέτρητες φωτοτυπίες και στα αμέτρητα βιβλία που πέρασαν απ” τα χέρια μου. Ξέρω πως το άρθρο αυτό είναι άκρως ακατάλληλο για ένα παιδί που δίνει πανελλήνιες• είναι πολύ λογοτεχνικό και δεν έχει την απαραίτητη συνοχή και το κατάλληλο ύφος. Δεν με πειράζει όμως. Σκέφτηκα να γράψω λίγο όπως έγραφα παλιά, σκέφτηκα να γράψω λίγο όπως μ’αρεσει να γράφω. Αύριο το πρωί θα γράφω πάλι σωστά, υπόσχομαι.
Μια συμβουλή θέλω να δώσω φεύγοντας. Να ονειρεύεστε, παιδιά. Να μην αφήσετε κανέναν να σας κόψει τα φτερά. Σας το ζητάω σαν χάρη. Να ορίζετε εσείς τον εαυτό σας και να μην αφήσετε μια διαστρεβλωμένη κοινωνία που αποβλέπει στο κέρδος να σας υποδείξει ποιοι πρέπει να είστε. Καλοί άνθρωποι να είστε. Να αγαπάτε• να αγαπάτε χωρίς όρια. Να μην συμβιβάζεστε, νιώθω πως όποιος συμβιβάζεται στην ζωή του δεν είναι ποτέ πραγματικά χαρούμενος. Αυτά νομίζω είχα να πω. Ώρα για μένα να γυρίσω εκεί απ” όπου βγήκα πριν γνωρίσω αυτόν τον κόσμο, αυτή την μικρή κοινωνία, αυτή την όμορφη για μένα κοινωνία. Η ώρα 2:39 την νύχτα. Πρέπει να κλείσω αυτό το άρθρο σιγά σιγά.
Αντίο παιδιά. Αντίο Λύκειο Νέας Αλικαρνασσού. Ευχαριστώ για τις αναμνήσεις. Ευχαριστώ για όσα μου “δωσες. Σήμαιναν για μένα πολλά.
Η (πρώην) μαθήτρια,
Βεργετάκη Μαρία