Μια Μικρασιάτισσα θυμάται…

mikrasiatisa-mana

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΓΙΑΓΙΑ

Θέμα της συνέντευξης: Μια Μικρασιάτισσα θυμάται

Η μαμά της γιαγιάς μου, μια καλοσυνάτη και απλοϊκή γυναίκα του χωριού είναι Μικρασιάτισσα . Της αρέσει να διηγείται για το ένδοξο παρελθόν  και με συγκίνηση θυμάται τη ζωή της εκεί. Ένα απόγευμα καθώς συνομιλούσαμε σκέφτηκα να καταγράψω την κουβέντα μας και σας την παραθέτω, γιατί νομίζω ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ρίζες μας.

ΕΡ. Γιαγιά θα ήθελα να μου πεις λίγα πράγματα για την μικρασιατική καταστροφή, έτσι όπως τα έζησες εσύ και όπως σου τα διηγήθηκαν οι δικοί σου.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Να σου πω αγάπη μου. Τι ακριβώς θες να μάθεις;

ΕΡ: Πως ήταν εκεί πριν το διωγμό;

ΑΠ: Εγώ τότε ήμουνα δυο χρονών, το πρώτο από τα δυο παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας μου ήταν μάστορας στα ελαιοτριβεία και η μητέρα μου ήταν μοδίστρα. Ήμασταν ευκατάσταστη οικογένεια, όλοι εκεί είχαμε τον τρόπο μας. Το σπίτι μας ήταν μεγάλο με πολλά δωμάτια, με σκάλες και κολόνες. Είχαμε και πολλά χωράφια! Όλα ήταν απλά και ωραία!

ΕΡ: Υπήρχε αιτία που ξεκίνησε ο πόλεμος;

ΑΠ: Τι να σου πω κόρη μου, παίζονταν πολλά συμφέροντα. Ο σουλτάνος Κεμάλ, απ’ό,τι μου είπε ο πατέρας μου διέταξε να φύγουν από την Τουρκία όλοι οι αλλόθρησκοι, Έλληνες, Αρμένιοι και πολλοί άλλοι.

ΕΡ: Τι έγινε τότε;

ΑΠ: ξαφνικά ήρθε το μαντάτο, έπρεπε όλοι να φύγουμε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Οι Τούρκοι είχαν ξεσηκωθεί εναντίον μας από τη μια μέρα στην άλλη. Λεηλατούσαν τα σπίτια μας, έπαιρναν τις περιουσίες μας, βίαζαν τις γυναίκες και σκότωναν τους άνδρες.

ΕΡ: Η οικογένειά σου τι έκανε τότε;

ΑΠ: Έπρεπε οπωσδήποτε να φύγουμε. Ο πατέρας είπε στη μητέρα μου να μαζέψει τα απαραίτητα και τα υπόλοιπα να τα θάψει, ώστε να τα έβρισκαν, σε περίπτωση που ξαναγύριζαν. Η μητέρα μου έραψε στις βάτες και στον ποδόγυρο του παλτού της όσα χρυσαφικά και χρήματα μπόρεσε. Τη ραπτομηχανή της την λάδωσε, την έφτιαξε, την τύλιξε σε μαξιλάρια και την έθαψε στο τελευταίο σκαλοπάτι της μεγάλης ξύλινης σκάλας, μαζί με πολλά από τα υπάρχοντά μας.

ΕΡ: Μετά γιαγιά τι έγινε;

ΑΠ: Οι γονείς μου με πήραν αγκαλιά και βγήκαμε στον δρόμο. Αχ! Εκεί γινόταν πανικός. Μοσχάρια είχαν γεμίσει τους δρόμους, γιατί οι πιο πολλοί εκεί ήταν αγρότες και τα είχαν για να ζευγαρίζουν, αλλά λόγω της κατάστασης όλα ήταν ανεξέλεγκτα. Η μητέρα μου είχε μεταμφιεστεί σε γριά, γιατί οι Τούρκοι μάζευαν τις όμορφες για τα χαρέμια, και ήταν πολύ όμορφη η μάνα μου. Οι Τούρκοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και μας περιγελούσαν. Η μάνα μου είχε φτιάξει ένα τσαντάκι, που μου το είχε περάσει στο λαιμό. Μέσα είχε ένα μπρικάκι με λίγο αλεσμένο σιτάρι, για να με ταΐσει κάποιος σε περίπτωση που θα μ’έχανε.

ΕΡ: Πώς μπήκατε στο καράβι;

ΑΠ: Όταν φτάσαμε στο λιμάνι, γινόταν το αδιαχώρητο, όλοι προσπαθούσαν να ανέβουν στις βάρκες. Κάποια στιγμή, μέσα στον πανικό η μαμά μου μ’έχασε. Με είχε βρει ένας Τούρκος και επειδή ήμουν πολύ χαριτωμένη, έβαλε μουσική να χορέψω, για να με κάνουν χάζι. Η μαμά μου μ’έψαχνε απεγνωσμένα, ώσπου κάποιος γνωστός της, Τούρκος, της έδειξε που με είχαν πάει. Όταν με πήρε με κλάματα στην αγκαλιά της, οι Τουρκάλες που ήταν εκεί δάκρυσαν.

ΕΡ: Τελικά τι έγινε;

ΑΠ: Με τα πολλά μπήκαμε στη βάρκα. Αυτό μας έβγαλε κοντά στα Πάμφιλα- τότε δεν ξέραμε που ήμασταν-. Όταν βγήκαμε ήμασταν βρεγμένοι και παγωμένοι. Δεν είχαμε ούτε ένα κομμάτι ξερό ψωμί να φάμε. Είχαμε συγγενείς στην Αγιάσο. Εκεί πήγαμε στην αρχή και μας φιλοξένησαν. Ο πατέρας ξανάπιασε δουλειά στα ελαιοτριβεία και η μάνα μου ξανάρχισε να ξενοράβει και να κεντάει. Με πολλή δουλειά αλλά και πολλές στερήσεις μπορέσαμε να  σταθούμε στα πόδια μας. Η Αγιάσος όμως ήταν πολύ μακριά και έπρεπε να κατέβουμε πιο κοντά στην πόλη. Στην αρχή πήγαμε στη Θερμή, αλλά εκεί είχε πάρα πολλούς Τούρκους και έτσι φύγαμε και ήρθαμε στη Μόρια, όπου και αγοράσαμε το σπίτι που μένει τώρα η γιαγιά σου η Ρίτσα.

ΕΡ: Γιαγιά θυμάσαι κάτι άλλο;

ΑΠ: Ναι. Ο πατέρας μου δεν είχε έρθει στην αρχή μαζί μας. Τον κράτησαν οι Τούρκοι και ήρθε μετά από έξι μήνες. ΟΙ τελευταίοι που έφυγαν από το Αϊβαλί ήταν δώδεκα παπάδες και ο μητροπολίτης Κυδωνιών, τους οποίους τους κυνήγησαν οι Τούρκοι , τους έσφαξαν έξω από το εκκλησάκι του Αι Στέφανου και τους πέταξαν στη θάλασσα.

ΕΡ: Πώς σας δέχτηκαν οι Μυτιληνιοί;

ΑΠ: Αχ κόρη μου, στην αρχή δεν μας ήθελαν καθόλου, μας έλεγαν «λάφυρα» και φοβόταν μη τυχόν και τους κλέψουμε τις περιουσίες τους. Ήμασταν πολλοί οι πρόσφυγες. Όλη η περιοχή της «Απάνω Σκάλας» μέχρι και τον πρώτο παιδικό σταθμό ήταν σπίτια για τους πρόσφυγες και ήταν γνωστός ως συνοικισμός του «Σαβαρλή». Ήμασταν όμως άνθρωποι με αξίες και πολλά καλά, αλλά η μοίρα μας έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Περάσαμε πολλά, αλλά ερχόμενοι εδώ φέραμε μαζί μας ένα πολύ μεγάλο κομμάτι από τον πολιτισμό μας. Να εύχεστε πάντα να είστε γεροί και να μη ζήσετε αυτά που έζησαν οι παππούδες σας.

-         Ευχαριστώ που μοιράστηκες μαζί μου όλες αυτές τις αναμνήσεις.

ΑΠ: Να΄σαι καλά κόρη μου.

 

Από την μαθήτρια Δεληγιάννη Μαριορή της Α΄τάξης

Σχολιάστε

Top